Ο Ιωάννης Χρυσόστομος γεννήθηκε το 354 μ.Χ. στην Αντιόχεια. Είχε αποκτήσει βαθύτατη κλασική παιδεία, ήταν άριστος χρήστης της ελληνικής γλώσσας, είχε έμφυτο το χάρισμα της ρητορικής δεινότητας. Πρότυπο αρετής, σε ηλικία 44 ετών έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως παρά τη θέλησή του
Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε, το πιθανότερο, περί το 354 μ.Χ. στην Αντιόχεια. Ηταν γόνος επιφανούς οικογένειας.
- Από τον Γιαννη Ζαννη
Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της Συρίας, επαρχίας τότε του ρωμαϊκού – βυζαντινού κράτους, όπως αναφέρεται από τον φίλο και συνεργάτη του Παλλάδιο στον «Διάλογο περὶ βίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου»: «Υἱὸς γεγονὼς τῶν διαπρεψάντων εὐγενῶς παρὰ τῇ τάξει τοῦ στρατηλάτου τῆς Συρίας».
Το όνομα Σεκούνδος είναι μεν λατινικό, διότι συνηθιζόταν στην πολυεθνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να λαμβάνουν λατινικά ονόματα και μη Λατίνοι ή ελληνικά μη Ελληνες. Αλλά δεν υπάρχει κάποια λατινική καταγωγή, αφού ο Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας δεν είχε γνώση της λατινικής γλώσσας. Ο πατέρας του πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, όταν η μητέρα του Αγία Ανθούσα ήταν μόλις 20 ετών. Παρά τη νεαρή της ηλικία, διακρινόταν για την ευσέβεια, τη σωφροσύνη και τη σύνεσή της και δεν σκέφτηκε ποτέ να παντρευτεί ξανά. Επιδόθηκε στην ανατροφή του γιου της, διαχειριζόμενη με σύνεση την περιουσία της και φροντίζοντας να του μεταδώσει πρωτίστως την πίστη και την ευλάβεια, αλλά και να του παράσχει βαθύτατη παιδεία.
Ο Ιωάννης σπούδασε ρητορική στην Αντιόχεια, στη σχολή του κορυφαίου εθνικού ρήτορα και φιλολόγου της εποχής, του Λιβάνιου. Ο δάσκαλός του θαύμαζε ιδιαίτερα το ήθος και τη σωφροσύνη της Αγίας Ανθούσας και είχε πει κάποτε σε ανθρώπους του κύκλου του: «Οἷαι γυναῖκες παρὰ Χριστιανοῖς εἰσιν!» δηλαδή, τι θαυμάσιες γυναίκες υπάρχουν μεταξύ των χριστιανών. Από τον Λιβάνιο διδάχθηκε τη Ρητορική και από τον Ανδραγάθιο τη Φιλοσοφία.
Ο Λιβάνιος, όταν είχε ρωτηθεί ποιον θα θεωρούσε καταλληλότερο διάδοχό του μεταξύ των μαθητών του, απάντησε ανενδοίαστα: «Τον Ιωάννη, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι χριστιανοί». Και, πράγματι, ο Ιερός Πατήρ είχε αφομοιώσει στο έπακρον τις κλασικές σπουδές, όπως δείχνουν η λογοτεχνική υφή και η επιχειρηματολογία των πρώτων συγγραμμάτων του. Για κάποιο διάστημα πιθανόν ασχολήθηκε με τη δικηγορία, αλλά ο νους και η καρδιά του ήταν από πρώιμη ηλικία στραμμένα στην άνω φιλοσοφία.
Την εποχή εκείνη άκμαζε η θεολογική σχολή της Αντιόχειας, γνωστή ως Ασκητήριον. Ιδρυτής της ήταν ο Διόδωρος Ταρσού, ενώ μεταξύ των σπουδαστών ήταν ο Θεόδωρος Μοψουεστίας και ο Μάξιμος Σελευκείας. Ο Αγιος Ιωάννης, φυσικά, δεν ακολούθησε τις κακοδοξίες τους. Γνωρίστηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Αγιο Μελέτιο, ο οποίος τον βάπτισε χριστιανό (είμαστε σε εποχή που συνήθως οι χριστιανοί βαπτίζονταν όταν ενηλικιώνονταν, αν και δεν απουσιάζει ο νηπιοβαπτισμός) και τον προχείρισε αναγνώστη τρία χρόνια αργότερα.

Ο Αγιος Ιωάννης επιθυμούσε τον ασκητικό μοναχικό βίο, ωστόσο υπέκυψε στην παράκληση της μητέρας του να περιμένει την εκδημία της και κατόπιν να ακολουθήσει την κλίση του. Ετσι κι έγινε. Η Αγία Ανθούσα εκοιμήθη ύστερα από λίγο διάστημα και ο γιος της έφυγε για την έρημο, όπου ασκήτεψε περί τα 4 ή 6 έτη, στην υπακοή κάποιου Σύρου γέροντα. Επιδόθηκε σε αυστηρότατη άσκηση, που εν τέλει κλόνισε την υγεία του, γεγονός που τον ανάγκασε να υπακούσει στον γέροντά του και να επιστρέψει στην Αντιόχεια, «τοῦ Θεοῦ κρεῖττόν τι προβλεψαμένου». Από κει και πέρα αρχίζει η ιερατική του διακονία στην Αντιόχεια, για να οδηγηθεί σε ηλικία 44 ετών στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, παρά τη δική του θέληση.
Οπως είπαμε, ο Ιερός Χρυσόστομος είχε αποκτήσει βαθύτατη κλασική παιδεία, ήταν άριστος χρήστης της ελληνικής γλώσσας και επιπλέον είχε έμφυτο το χάρισμα της ρητορικής δεινότητας. Μεταγενέστεροι τον χαρακτήρισαν τον «Δημοσθένη του Αμβωνος», συγκρίνοντάς τον με τον αρχαίο Αθηναίο ρήτορα. Ωστόσο, η ερμηνεία των θείων νοημάτων υπερβαίνει τις θύραθεν γνώσεις, ακόμα και αυτή την (για να το πούμε με σύγχρονους όρους) «ακαδημαϊκή» θεολογία. Η ικανότητα ερμηνείας των Γραφών είναι δωρεά της Θείας Χάριτος. Και η δωρεά αυτή δόθηκε πλουσιοπάροχη στον Χρυσορρήμονα Πατέρα της Εκκλησίας.

Υπάρχει μια διήγηση, ότι, όταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας τον είχε παρακαλέσει να του ερμηνεύσει κάποια δυσεξήγητα χωρία του Ευαγγελίου και των αποστολικών επιστολών. Ο Αγιος Γρηγόριος είχε το χάρισμα του θεολογείν και δεν είναι τυχαίο που συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών Αγίων που η Εκκλησία τους απένειμε τον τίτλο του Θεολόγου, μολονότι όλοι οι Αγιοι Πατέρες και οι Απόστολοι πριν από αυτούς είχαν τέτοιο χάρισμα.
Η άνωθεν πληροφορία
Ωστόσο, ο Αγιος Γρηγόριος έβλεπε ότι αδυνατούσε να δώσει στον βασιλιά την ερμηνεία που ήθελε. Σαν κάτι να τον εμπόδιζε. Και έλαβε άνωθεν πληροφορία, ότι αυτό το χάρισμα δεν είχε δοθεί σ’ αυτόν, «εἰ μὴ Ἰωάννῃ τῷ Ἀντιοχεῖ». Στον Ιωάννη από την Αντιόχεια. Στο μοναστήρι που ασκήτευε ο Ιερός Χρυσόστομος υπήρχε κάποιος γέροντας με το όνομα Ησύχιος. Ο Αγιος τον σεβόταν ιδιαίτερα, τον θεωρούσε πρότυπο αρετής και προσπαθούσε να τον μιμηθεί.

Το όραμα του μοναχού Ησύχιου με τον λευκοφορεμένο γέροντα από τον ουρανό. «Είμαι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Από σήμερα θα διανοιχθεί η διάνοιά σου» είπε στον Αγιο
Κάποιο βράδυ, ενώ ο Ησύχιος αγρυπνούσε προσευχόμενος, είδε ένα συγκλονιστικό όραμα. Την ώρα εκείνη, προσευχόταν και ο Ιωάννης. Ο γέροντας Ησύχιος είδε τότε έναν λευκοφορεμένο γέροντα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται μπροστά στον Ιωάννη, κρατώντας ένα ειλητάριο στα χέρια του. Ο Ιερός Χρυσόστομος, βλέποντάς τον, καταλήφθηκε από μεγάλο δέος και έπεσε πρηνής. Ο σεβάσμιος ουράνιος επισκέπτης, όμως, τον σήκωσε και του είπε: «Εχε θάρρος, μη φοβάσαι. Ο Θεός με έχει αποστείλει σε σένα. Λάβε αυτό που σου δίνω».
Και του έδωσε το ειλητάριο. «Εγώ», συνέχισε ο γέροντας, «είμαι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Πάρε, λοιπόν, αυτό το ειλητάριο και γνώριζε ότι από σήμερα θα διανοιχθεί η διάνοιά σου ώστε να εννοείς όλα τα νοήματα της Αγίας Γραφής». Ο Ιωάννης, με την ταπείνωση που τον διέκρινε, απάντησε με συστολή ότι δεν έκρινε τον εαυτό του άξιο μιας τέτοιας δωρεάς. Ο Ιερός Ευαγγελιστής τον ασπάστηκε, του είπε και πάλι να έχει θάρρος και αναλήφθηκε στον ουρανό.

Ο διορατικός Ησύχιος έμεινε για πολλές μέρες εκστατικός από το όραμα που είδε. Βλέποντάς τον σιωπηλό και συλλογισμένο, οι άλλοι μοναχοί τον ρώτησαν τι του συνέβαινε. Ο Ησύχιος τους διηγήθηκε την οπτασία του και τους συνέστησε να μην το πουν πουθενά. Διότι, τους είπε, ο Ιωάννης ξέρετε πόσο ταπεινός είναι κι αν φτάσει στα αυτιά του, μπορεί να σηκωθεί να φύγει από το μοναστήρι, για να αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων».
Βέβαια, το σχέδιο του Θεού ήταν, ούτως ή άλλως, ο Ιωάννης να εγκαταλείψει το μοναστήρι (τον υποχρέωσε η ασθένειά του, εξαιτίας της υπερβολικής ασκήσεως) και να ακολουθήσει τον ιερατικό δρόμο που θα τον οδηγούσε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ετσι, ο Αγιος Μελέτιος Αντιοχείας, που διέκρινε την πληθύν των χαρισμάτων του νεαρού μοναχού, τον χειροτόνησε εις διάκονον. Από κει αρχίζει ήδη το διδασκαλικό του έργο, συνεχίζοντας παράλληλα τη συγγραφή πραγματειών.
Τη Μ. Τεσσαρακοστή του 386 ο Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας Αγιος Φλαβιανός θα τον χειροτονήσει εις πρεσβύτερον. Κατά την πρώτη του ομιλία, ο νεοχειροτονηθείς Ιωάννης είπε ότι του φαινόταν απίστευτο που μιλούσε ενώπιον του εκκλησιάσματος αυτός, ένας «μειρακίσκος» (δηλαδή πολύ νέος και άπειρος από κηρύγματα). Ωστόσο, η εικόνα αυτή που παρουσίασε για τον εαυτό του δεν έπεισε το εκκλησίασμα, που ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό στον λόγο του. Ηδη διαφαινόταν ποιος θα γινόταν ο νεαρός διάκονος, ο μέγας διδάσκαλος και Πατέρας της Εκκλησίας.
Η Αντιόχεια την εποχή εκείνη ήταν μια μεγαλούπολη, που αριθμούσε 200.000 ελεύθερους πολίτες, ενώ μαζί με τους δούλους και τους απελεύθερους ίσως έφτανε τους 500.000. Ηταν πολυπολιτισμική, με την έννοια ότι κατοικούσαν και πολλοί παγανιστές, καθώς και Ιουδαίοι, θρησκευτικές ομάδες που δημιουργούσαν προσκόμματα στη διάδοση του χριστιανισμού. Αλλά, επιπλέον, κι αυτό ήταν ίσως το δυσκολότερο σημείο, η Εκκλησία ταλανιζόταν και από τις διάφορες αιρέσεις και τα σχίσματα. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον άρχισε ο Ιερός Χρυσόστομος την ποιμαντική του διακονία στην Αντιόχεια. Και σύντομα, με μεγάλο όπλο τον λόγο του, τον εμπνευσμένο από το Αγιο Πνεύμα, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στην πνευματική ζωή της πόλεως.
Προφανώς είναι φτωχά τα λόγια για να περιγράψουν το έργο, την προσωπικότητα και τη δύναμη του λόγου του κορυφαίου Πατέρα της Εκκλησίας. Είναι μεγάλη άνωθεν δωρεά το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα έργα του Ιερού Χρυσοστόμου έχουν διασωθεί. Ο όγκος τους, όπως αναφέρεται στον πρόλογο κάποιας από τις εκδόσεις του έργου του, δεν είναι μόνον ο επιβλητικότερος όλων των άλλων έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και η ποιότητά τους, από απόψεως περιεχομένου, γλώσσας και εκφράσεως, είναι ανυπέρβλητη.

Η λαμπρότητα του ύφους του υπογραμμίζεται ιδιαίτερα και από ξένους μελετητές, ένας εκ των οποίων είπε ότι μπροστά σ’ αυτό το ανυπέρβλητο αττικό ύφος οι εθνικοί της εποχής του φαίνονται σαν βάρβαροι κακοτέχνες. Αλλά και ο σύγχρονός του και θαυμαστής του Αγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης, ο οποίος περιγράφει τον αττικισμό ως κάτι που σημαίνει σαφήνεια και ομαλότητα, δηλώνει ανεπιφύλακτα ότι ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξεπερνά όλους στον αττικισμό.

«Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ»
Το τάλαντο αυτό, ο κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας, το έθεσε στη διακονία της. Και ο Δεσπότης Χριστός τοϋ προσέθεσε την αγιοπνευματική Χάρη της ερμηνείας των Θείων Γραφών, όπως περιγράφεται στην παραβολή των ταλάντων: «Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου».


