Κυβέρνηση, εργοδότες και εργατικά συνδικάτα ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν σε κοινωνική συμφωνία για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Το υπουργείο Εργασίας παρουσιάζει την εξέλιξη ως «νέα εποχή» που ενισχύει την προστασία των εργαζομένων, ωστόσο πίσω από τις πανηγυρικές δηλώσεις παραμένει ο προβληματισμός για το αν η κυβέρνηση πράγματι αίρει τους περιορισμούς ή αν απλώς επιχειρεί επικοινωνιακή διόρθωση μετά από χρόνια απραξίας.
Η υπουργός Νίκη Κεραμέως υποστήριξε πως η συμφωνία «δίνει οριστικό τέλος στους μνημονιακούς περιορισμούς». Στην πραγματικότητα όμως η επίσημη κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της κυβέρνησης να αποκαταστήσει έγκαιρα το πλαίσιο που διαλύθηκε στη μνημονιακή περίοδο.
Οι ρυθμίσεις προβλέπουν ότι η κλαδική σύμβαση θα επεκτείνεται σε ολόκληρο τον κλάδο, ακόμη και σε όσους δεν είναι μέλη εργοδοτικών ενώσεων ή συνδικάτων. Το υπουργείο μιλά για «εξορθολογισμό» και «ευκολότερη επέκταση», όμως οι αλλαγές αυτές έρχονται με σχεδόν δέκα χρόνια καθυστέρησης σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που θωράκισαν την προστασία των εργαζομένων πολύ νωρίτερα.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει ως «κατάκτηση» το γεγονός ότι το απαιτούμενο ποσοστό εργοδοτών για την επέκταση σύμβασης μειώνεται από πενήντα σε σαράντα τοις εκατό. Πρόκειται όμως για προσαρμογή που είχε ζητηθεί πολλά χρόνια πριν και η οποία είχε μείνει στα συρτάρια, εξαιτίας της ιδεολογικής προσήλωσης της ΝΔ σε ένα πιο απορρυθμισμένο εργασιακό μοντέλο.
Απλοποιήσεις στα μητρώα και μερική αποκατάσταση δικαιωμάτων
Η συμφωνία προβλέπει λιγότερα απαιτούμενα στοιχεία για την εγγραφή στα μητρώα εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς και μετριασμό των κυρώσεων. Παρουσιάζεται ως μεγάλη μεταρρύθμιση, όμως η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση διορθώνει τώρα ένα σύστημα που η ίδια δημιούργησε, επιβάλλοντας υπερβολικά γραφειοκρατικά βάρη στα συνδικάτα.
Σημαντικότερο ζήτημα είναι η επαναφορά των προ μνημονίων κανόνων για τη μετενέργεια της σύμβασης. Οι όροι της συλλογικής σύμβασης θα ισχύουν πλήρως και μετά τη λήξη της, έως ότου υπογραφεί νέα συμφωνία. Παρότι το μέτρο είναι θετικό, δεν αναιρεί ότι η κυβέρνηση άφησε για χρόνια χιλιάδες εργαζόμενους εκτεθειμένους σε επισφαλείς ατομικές συμβάσεις.
Η συμφωνία προβλέπει ταχύτερη επίλυση διαφορών μέσω ΟΜΕΔ, όμως και αυτή η διάταξη αποτελεί διορθωτική παρέμβαση σε ένα σύστημα που τα προηγούμενα χρόνια υπολειτουργούσε. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να επιταχύνει διαδικασίες που η ίδια είχε επιβαρύνει με καθυστερήσεις.
Το υπουργείο ανακοινώνει ότι το Σχέδιο Δράσης θα εκδοθεί μέσα στον Δεκέμβριο και οι νομοθετικές αλλαγές θα έρθουν στις αρχές του 2026. Ωστόσο η ουσία παραμένει. Η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις παραμένει χαμηλή, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υψηλή ευελιξία εις βάρος της ασφάλειας των εργαζομένων και οι μισθολογικές ανισότητες δεν έχουν αντιμετωπιστεί ουσιαστικά.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να προβάλει την εικόνα συναίνεσης και κοινωνικού συμβολαίου, όμως για τους εργαζόμενους η πραγματική δοκιμασία θα είναι αν οι νέες ρυθμίσεις θα εφαρμοστούν στην πράξη και αν θα περιοριστεί η εργοδοτική αυθαιρεσία. Μέχρι σήμερα η ΝΔ έχει αποδείξει ότι οι διακηρύξεις της απέχουν από τις πραγματικές συνθήκες στους χώρους εργασίας.