Το καλοκαίρι του 2025 αποδείχθηκε μια ακόμη χρονιά τουριστικής υπεραπόδοσης για την Ελλάδα, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να φθάνουν τα 16,7 δισ. ευρώ στο οκτάμηνο και να ξεπερνούν τα 20 δισ. στο εννεάμηνο.
Οι αφίξεις κινήθηκαν σε ιστορικά υψηλά και τα περισσότερα νησιά έφθασαν στα όρια των υποδομών τους. Σε αυτή τη συγκυρία, ο κλάδος της εστίασης θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει την ανοδική πορεία. Αντιθέτως, για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο καταγράφεται πτώση τζίρου σε εθνικό επίπεδο και μάλιστα σε προορισμούς που αποτελούν βαρόμετρο για ολόκληρη τη χώρα.
Στο τρίτο τρίμηνο του 2025 ο τζίρος της εστίασης διαμορφώθηκε στα 3,98 δισ. ευρώ από 4,05 δισ. το 2024, ενώ και το προηγούμενο τρίμηνο είχε σημειωθεί πτώση σχεδόν τρία τοις εκατό. Στο εννεάμηνο ο κλάδος φθάνει τα 8,55 δισ. ευρώ έναντι 8,84 δισ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα. Η κάμψη αυτή δεν είναι οριζόντια. Δύο νησιά που συνδέονται άμεσα με την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, η Μύκονος και η Σαντορίνη, εμφανίζουν πολύ βαθύτερο πρόβλημα, γεγονός που ανησυχεί τους ειδικούς και δείχνει μια μεταβολή στη συμπεριφορά των ταξιδιωτών.
Η αντίφαση ανάμεσα στο ρεκόρ επισκεπτών και τη μείωση της κατανάλωσης εξηγείται από τη σταθερή πτώση της μέσης δαπάνης ανά ταξιδιώτη. Μελέτες καταγράφουν διαχρονική υποχώρηση, από περίπου 640 ευρώ ανά επίσκεψη το 2011 στα περίπου 530 ευρώ το 2024. Η Ελλάδα προσελκύει διαρκώς περισσότερους ταξιδιώτες, αλλά δαπανούν λιγότερα. Η εστίαση είναι ο πρώτος τομέας που απορροφά αυτό το πλήγμα, αφού η κατανάλωση φαγητού και ποτού αποτελεί τον βασικό δείκτη της οικονομικής συμπεριφοράς των επισκεπτών.
Η Σαντορίνη παρουσιάζει την πιο έντονη ανατροπή. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 ο τζίρος στην εστίαση μειώνεται κατά είκοσι ένα τοις εκατό και τα έσοδα υποχωρούν από εκατόν σαράντα πέντε εκατομμύρια σε εκατόν δεκατρία εκατομμύρια ευρώ. Στο τρίτο τρίμηνο η εικόνα σταθεροποιείται σε αρνητική κατεύθυνση με μείωση σχεδόν δεκαπέντε τοις εκατό στα καταλύματα και δεκατρία τοις εκατό στην εστίαση.
Μέσα σε ένα εξάμηνο η αγορά χάνει σχεδόν το ένα τρίτο του τζίρου της. Η σεισμική δραστηριότητα που επηρέασε τη ζήτηση αποτελεί έναν παράγοντα, ενώ παράλληλα καταγράφεται μετακίνηση μέρους των επισκεπτών σε Πάρο, Νάξο, Κρήτη και Ρόδο. Η εικόνα όμως δεν περιορίζεται μόνο στη συγκυρία.
Η Σαντορίνη βρίσκεται πλέον στο ανώτατο όριο ανοχής τιμών για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, με κόστος ανά άτομο που συχνά ξεπερνά τα σαράντα και πενήντα ευρώ. Το νησί έχει μια αγορά κορεσμένη από επιχειρήσεις και μια τουριστική αιχμή που δοκιμάζει τις υποδομές του. Όταν η ζήτηση μετατοπίζεται έστω και λίγο προς φθηνότερες λύσεις, οι απώλειες γίνονται δυσανάλογες.
Η Μύκονος ακολουθεί διαφορετική τροχιά αλλά οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 η εστίαση μειώνεται κατά οκτώ τοις εκατό και στο τρίτο τρίμηνο κατά δυόμισι τοις εκατό. Οι απώλειες είναι μικρότερες σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με τη Σαντορίνη, αλλά η Μύκονος εμφανίζει ένα σταθερό μοτίβο υποαπόδοσης σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Ήδη από το 2024 τα καταλύματα και η εστίαση της χώρας κινήθηκαν ανοδικά, ενώ τα δύο νησιά κατέγραφαν πτώση, γεγονός που δείχνει πως το πρόβλημα έχει ρίζες που προηγούνται της φετινής χρονιάς.
Στη Μύκονο τα αίτια είναι περισσότερο δομικά. Το κόστος ζωής και οι τιμές στην εστίαση έχουν φθάσει σε επίπεδα που περιορίζουν το εύρος των επιλογών του μέσου επισκέπτη. Τα beach bars και τα εστιατόρια λειτουργούν με εξαιρετικά υψηλά λειτουργικά έξοδα, ενώ η παραμικρή αλλαγή στη συμπεριφορά του κοινού, όπως η στροφή προς προορισμούς της Πορτογαλίας, της Κροατίας ή των Βαλεαρίδων, αποτυπώνεται άμεσα στα έσοδα.
Η Μύκονος δεν έχασε τον όγκο των επισκεπτών, αλλά έχασε τη δυνατότητα να τους πείσει να ξοδέψουν με τον ίδιο ρυθμό που θεωρούνταν δεδομένος πριν από λίγα χρόνια.



