Σημαντικές αλλαγές στον τρόπο υπαγωγής οφειλών προς δήμους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης χρεών φέρνει το άρθρο 32 του νομοσχεδίου του Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο βρίσκεται αυτή την περίοδο σε δημόσια διαβούλευση. Η νέα ρύθμιση δίνει πλέον τη δυνατότητα σε οφειλέτες να ενταχθούν στον εξωδικαστικό ακόμη και στην περίπτωση που έχουν ήδη επιβληθεί από δήμο ή νομικό πρόσωπο δήμου μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικά μέτρα, αίροντας ένα βασικό εμπόδιο που μέχρι σήμερα λειτουργούσε αποτρεπτικά.
Η διάταξη τροποποιεί το σχετικό άρθρο του ν. 5143/2024, ο οποίος είχε θεσπίσει ειδικό πλαίσιο για την υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό οφειλών προς δήμους και τα νομικά τους πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ. Το βασικό αυτό όριο διατηρείται, ωστόσο το νέο νομοσχέδιο προχωρά σε ουσιαστικές παρεμβάσεις στον τρόπο εφαρμογής της διαδικασίας.
Μέχρι σήμερα, όταν μια οφειλή προς δήμο καθίσταται ληξιπρόθεσμη, το σύνολο του ποσού –μαζί με πρόστιμα και προσαυξήσεις– βεβαιώνεται στην αρμόδια ΔΟΥ και αντιμετωπίζεται ως χρέος προς το Δημόσιο. Η διαχείριση γίνεται βάσει του ν. 4738/2020, με την ΑΑΔΕ να αναλαμβάνει τόσο την είσπραξη όσο και την επιβολή μέτρων. Σε περίπτωση επιτυχούς ολοκλήρωσης της διαδικασίας του εξωδικαστικού και είσπραξης των οφειλών, η ΑΑΔΕ παρακρατεί ποσοστό 5% και αποδίδει το υπόλοιπο ποσό στον δήμο ή στο νομικό πρόσωπο δήμου εντός 30 ημερών. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, με αποτέλεσμα να επιβάλλονται μέτρα που, στην πράξη, μπλοκάρουν τη δυνατότητα υπαγωγής στον μηχανισμό.
Τι θα ισχύσει στο εξής
Το νέο άρθρο διατηρεί τον βασικό κορμό της ρύθμισης, αλλά εισάγει αλλαγές με στόχο να αρθεί αυτό το αδιέξοδο. Πρώτη μεταβολή αφορά τον χρόνο απόδοσης των εισπραχθέντων στους δήμους, ο οποίος διπλασιάζεται: η προθεσμία αυξάνεται από 30 σε 60 ημέρες από την είσπραξη, χωρίς να αλλάζει το ποσοστό παρακράτησης 5% από την ΑΑΔΕ. Πρόκειται για αλλαγή που επηρεάζει αποκλειστικά το χρονοδιάγραμμα απόδοσης των χρημάτων και όχι το δικαίωμα των δήμων να τα εισπράξουν.
Η ουσιαστικότερη όμως καινοτομία είναι η προσθήκη ειδικής παραγράφου για τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και τα ασφαλιστικά μέτρα που έχουν ήδη επιβληθεί από δήμους. Για πρώτη φορά προβλέπεται ρητά ότι η ύπαρξη κατασχέσεων, δεσμεύσεων ή άλλων ασφαλιστικών μέτρων δεν εμποδίζει την υποβολή αίτησης στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Με τον τρόπο αυτό αίρεται το «μπλόκο» που μέχρι σήμερα καθιστούσε ανενεργή στην πράξη τη ρύθμιση για πολλούς επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Μετά την οριστική υποβολή της αίτησης, ενεργοποιείται και για τον δήμο ή το νομικό πρόσωπο δήμου η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τον ίδιο τρόπο που ισχύει για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες πιστωτές. Παράλληλα, εφαρμόζονται και οι κανονιστικές πράξεις που προβλέπουν την αναστολή μέτρων από τη Φορολογική Διοίκηση. Εφόσον η διαδικασία οδηγήσει σε σύναψη σύμβασης αναδιάρθρωσης, προβλέπεται η άρση των ήδη ληφθέντων μέτρων αναγκαστικής είσπραξης ή διασφάλισης. Αντίθετα, σε περίπτωση ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης, ο δήμος προχωρά άμεσα εκ νέου στη λήψη αναγκαστικών και διασφαλιστικών μέτρων.
Επιπλέον, αν κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης από τρίτο, ο δήμος ή το νομικό του πρόσωπο αναγγέλλονται ως δανειστές, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρούν την αποκλειστική αρμοδιότητα διαχείρισης των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των οφειλών που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης.
Τι σημαίνει στην πράξη η νέα ρύθμιση
Με τις νέες αυτές προβλέψεις, αποσαφηνίζεται θεσμικά ότι οι δημοτικές κατασχέσεις και τα ασφαλιστικά μέτρα δεν λειτουργούν πλέον ως «κόφτης» για την υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Για επαγγελματίες και επιχειρήσεις που έχουν ήδη δεσμευμένους λογαριασμούς ή άλλα μέτρα σε εξέλιξη, το πλαίσιο αυτό επιχειρεί να προσφέρει μια ουσιαστική ανάσα, επιτρέποντας την προσπάθεια αναδιάρθρωσης χωρίς την ταυτόχρονη πίεση της εκτέλεσης, αλλά με σαφείς κανόνες τόσο για την αναστολή όσο και για την επαναφορά των μέτρων, αν η συμφωνία δεν τηρηθεί.
Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, η οποία ολοκληρώνεται στις 8 Ιανουαρίου 2026.


