Την Κυριακή που μας πέρασε, διάβασα στον βρετανικό «Observer» το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Κέιτι Αλεν σχετικά με το ζήτημα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στη Βρετανία, με αφορμή τη δήλωση του Εντ Μίλιμπαντ, ηγέτη των Εργατικών και αναμφίβολα μιας χαρισματικής πολιτικής προσωπικότητας, που συνεχίζει τη βρετανική παράδοση η οποία επιβάλλει την όσο το δυνατόν ταχύτερη ανέλιξη των πολιτικών στην κομματική ιεραρχία, προτού το «βάρος» της ωριμότητάς τους τούς καταστήσει κοινωνούς στασιμότητας αντί της διαρκούς μεταβολής με ορίζοντα το μέλλον.
Ο Εντ Μίλιμπαντ δήλωσε ορθά ότι «οι νέοι που δεν έχουν τα προσόντα για να βγουν στην αγορά εργασίας πρέπει να ακολουθήσουν τον δρόμο της περαιτέρω εκπαίδευσης αντί των οικονομικών βοηθημάτων». Είναι προφανές ότι επιδιώκει να τραβήξει μια κόκκινη γραμμή, αντιτιθέμενος στην ισχυρή εσωτερική τάση στο κόμμα των Εργατικών οι οποίοι θεωρούν ότι τα επιδόματα που λαμβάνουν οι άνεργοι νέοι από την ηλικία των 18-24 ετών -πλέον του επιδόματος ανεργίας (π.χ. στέγαση, επίδομα κίνησης κ.ά.)- αποτελούν ιερή παρακαταθήκη των θεμελίων του κοινωνικού κράτους του Κλέμεντ Ατλι αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αρθρογράφος επεκτείνει τη σκέψη του Μίλιμπαντ και συζητεί για μια συνολική αλλαγή στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το άρθρο μού δημιούργησε τους ανάλογους συνειρμούς για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Εδώ και πολλές δεκαετίες, πολύ πριν από τη Μεταπολίτευση, το όνειρο κάθε οικογένειας ήταν τα παιδιά της να γίνουν «λευκά κολάρα». Γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί ήταν το τρίπτυχο της ιδανικής εξέλιξης για τους νέους και τις νέες της χώρας από οικογένειες οι οποίες, έχοντας βιώσει οι περισσότερες τις στερήσεις της Κατοχής και γνωρίζοντας ότι τα παιδιά τους τα περίμενε είτε το Πανεπιστήμιο/Πολυτεχνείο είτε η «κακούργα ξενιτιά» (για τον παρελκυστικό αυτόν όρο θα μιλήσουμε τις επόμενες εβδομάδες), επιθυμούσαν το καλύτερο για αυτά. Και ενώ ο στόχος ήταν καθ’ όλα ορθολογικός στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ή σε αυτήν των μεγάλων ευκαιριών του ’50, φαντάζει ξεπερασμένος πλέον στην Ελλάδα της κρίσης του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα.
Το ελληνικό παραγωγικό σύστημα πάσχει, διότι στην Ελλάδα έχουμε πληθώρα εξαιρετικών γιατρών και νομικών, μάνατζερ και μηχανικών, αλλά όχι δυναμικών εμπόρων, έμπειρων υδραυλικών, ηλεκτρολόγων κ.ά. Με άλλα λόγια, μολονότι υπάρχει υπερπροσφορά «λευκών κολάρων» σε μια αγορά που δεν μπορεί πλέον να τα απορροφήσει, τα «μπλε κολάρα» παρουσιάζουν έλλειψη. Σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση προσφέρει πληθώρα ευκαιριών στους μαθητές ώστε να ακολουθήσουν τεχνικά επαγγέλματα, τα οποία θα τους εντάξουν πολύ πιο γρήγορα στην παραγωγική διαδικασία και ταυτόχρονα θα τονώσουν την παραγωγή, μειώνοντας τους δείκτες ανεργίας και ημιαπασχόλησης. Ισως, λοιπόν, είναι ώρα η Ελλάδα να δώσει τη δέουσα σημασία στην προετοιμασία των «μπλε κολάρων» της επόμενης γενιάς. Υπάρχουν νέοι και νέες με πολύ καλό επίπεδο εξειδίκευσης σε τεχνικούς τομείς, με δυνατότητες άμεσης ένταξης στην παραγωγική διαδικασία και με προοπτικές, μέσω της ανέλιξης, για υψηλές απολαβές. Σε μια αγορά που έχει στερέψει από τον δυναμισμό του νεωτερισμού, όπου οι νέοι οι οποίοι δεν σπουδάζουν έχουν όνειρο να γίνουν τραγουδιστές ή μάγειρες στην τηλεόραση, μια νέα γενιά «μπλε κολάρων» με υψηλή εξειδίκευση στις νέες τεχνολογίες, αλλά και με τη δυνατότητα άμεσης ένταξης στις γραμμές παραγωγής θα είναι κάτι περισσότερο από ευλογία για την ελληνική οικονομία και την αναγκαία επανεκκίνηση της εθνικής παραγωγικής μηχανής. Ασφαλώς, αναγκαία συνθήκη για την υλοποίηση αυτού θα είναι το κίνητρο της χαμηλής φορολόγησης εκ μέρους της Πολιτείας, αλλά οι εξελίξεις αυτές θα πρέπει να προχωρήσουν παράλληλα. Η Ελλάδα μπορεί να οικοδομήσει ένα αναπτυξιακό μοντέλο με προοπτικές για το άμεσο μέλλον. Και αυτό θα μας βοηθήσει να πατήσουμε στα πόδια μας όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Σπύρου Ν. Λίτσας


