Δεν ανήκω σε εκείνους που χάρηκαν με την κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Γερμανία. Ενας λόγος παραπάνω, το γεγονός ότι η ομάδα αυτή φρόντισε να τερματίσει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την πνευματική ηγεμονία που ασκούσε για περισσότερο από μισό αιώνα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο η Βραζιλία και μάλιστα μέσα στο σπίτι της!
Προσπαθώ, όμως, να μην επιτρέψω στα συναισθήματά μου να συσκοτίσουν την καθαρότητα της ανάλυσής μου. Είμαι υποχρεωμένος ως εκ τούτου να παραδεχθώ ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι μάλλον δίκαιος καρπός για τους νικητές. Καρπός που αυτήν τη φορά τον κατέκτησαν όχι μόνο με τα συνήθη προτερήματά τους. όπως η αυταπάρνηση, η αντοχή, η μέθοδος και η πειθαρχία. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί, ξεπερνώντας τον εαυτό τους, κατάφεραν όχι μόνο να νικούν αλλά και να αρέσουν!
Πώς, όμως, συνέβη αυτό ; Ποιοι είναι οι παράγοντες που έφεραν αυτήν την αλλαγή; Πρώτα απ’ όλα και πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 συνειδητοποίησαν τη στασιμότητά τους. Ο μέχρι τότε τρόπος παιχνιδιού τους δεν ήταν απλώς άχαρος, αλλά είχε γίνει και αναποτελεσματικός. Η κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Γαλλία το 1998, με βάση παιδιά μεταναστών από τις αραβικές χώρες της βόρειας Αφρικής και τις αποικίες, αποτέλεσε το έναυσμα για την αλλαγή στρατηγικής.
Εβαλαν τη διδασκαλία του ποδοσφαίρου στα σχολεία, γέμισαν τη χώρα ακαδημίες και φυτώρια, εισήγαγαν και υιοθέτησαν μεθόδους προπόνησης και παιχνιδιού από άλλες χώρες, το κυριότερο εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το ανοιχτό μυαλό χαρισματικών προσωπικοτήτων, ντόπιων και ξένων, που εργάζονταν στη χώρα τους. Ετσι προέκυψε ένα ποδοσφαιρικό «θαύμα» που έχει το πρόσωπο και των μεταναστών της δεύτερης και τρίτης γενιάς: Μεσούτ Οζίλ (Τουρκία), Μίροσλαβ Κλόζε, Λούκας Ποντόλσκι (Πολωνία), Σάμι Κεντίρα (Τυνησία), Ζερόμ Μπόατενγκ (Γκάνα), Σκόντραν Μουστάφι (Αλβανία), και έπεται συνέχεια.
Τα παιδιά των γκασταρμπάιτερ δεν πρόσφεραν μόνο το ταλέντο τους στην πατρίδα που τα μεγάλωσε, αλλά και κάτι πολύ σημαντικότερο. Προσέθεσαν στην ηθική του ποδοσφαίρου και τον αγώνα κατά της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Από τον καιρό που ο αείμνηστος Ιταλός δημοσιογράφος Τζιάνι Μπρέρα έδωσε άλλη μορφή στην ανάλυση και στην κριτική των αγώνων ποδοσφαίρου προσθέτοντάς τους στοιχεία φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά, έγιναν της μόδας οι πιο σοφιστικέ αναγωγές και εξηγήσεις. Καταντά εύκολα γελοίο τόσο το να πολιτικοποιείς και να ιδεολογικοποιείς την μπάλα όσο και το να ποδοσφαιροποιείς την πολιτική. Μπορείς, όμως, να βγάλεις χρήσιμα συμπεράσματα από ένα παιχνίδι για τα σοβαρά.
Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, μεταξύ θρύλου και Ιστορίας, είναι ένας από τους μεγαλύτερους ήρωές μας. Λίγο και ακόμη πιο λίγοι, όμως, στεκόμαστε στο προσωνύμιο «Διγενής», που το απέκτησε εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: Η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από τη Συρία. Περισσότερα στο έπος!
Εκατοντάδες διγενείς και παιδιά μεταναστών γεμίζουν και θα γεμίζουν, αναπόφευκτα πια, τις αυλές των σχολειών μας, τις παιδικές χαρές και τις πλατείες μας. Το ποδόσφαιρο προσφέρει μία μοναδική ευκαιρία για ουσιαστική ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία μας. Τα παραδείγματα της Γαλλίας και της Γερμανίας είναι τρανά.
Η Βραζιλία μπορεί να κατατροπώθηκε, όμως η χαρά του «ωραίου παιχνιδιού» θα δίνει πάντα στους ανθρώπους γήπεδο για να κάνουν μαζί, σαν ομάδα, όμορφα πράγματα. Εδώ έβαλε ψυχή και χάρη ακόμη και στις «μηχανές»!
Γιώργος Κ. Στράτος


