Οι αποφάσεις της αυριανής Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και οι επικείμενες, νέες, κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά της Ρωσίας σηματοδοτούν -και τυπικά- την καινούργια φάση του (όσο κι αν αποφεύγεται η ορολογία) Β’ Ψυχρού Πολέμου.
Η Αθήνα, αν και επιθυμεί θερμές σχέσεις με τη Μόσχα και επιδιώκει τη στήριξή της σε κρίσιμα θέματα με κορυφαίο το Κυπριακό, δεν έχει άλλη λύση παρά να συμπαραταχθεί με τους εταίρους της για δύο, κυρίως, λόγους:
– Πρώτον, πρόκειται για θέμα αρχής, γιατί (παρότι δεν αμφισβητείται η εγκυρότητα του δημοψηφίσματος στην Κριμαία και η βούληση των κατοίκων της υπέρ της Ρωσίας) οι εξελίξεις οδήγησαν σε μια υπόθεση εισβολής και προσάρτησης με σαφέστατες αναλογίες με το Κυπριακό. Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Τουρκία δηλώνουν -για διαφορετικούς λόγους- «άλλο Κριμαία και άλλο Κύπρος», αλλά η ελληνική διπλωματία έχει συμφέρον να επιμένει στο αντίθετο.
– Δεύτερον, η Ελλάδα δεν έχει άλλη λύση από το να τιμά τις σχέσεις με εταίρους και συμμάχους και να υλοποιεί κοινές αποφάσεις, όπως οι κυρώσεις. Είναι γεγονός ότι η Ε.Ε. έκανε αφόρητα λάθη στον χειρισμό της ουκρανικής κρίσης και η Μόσχα πιέζεται, επί σειράν ετών, από την αίσθηση ότι το ΝΑΤΟ φτάνει στο κατώφλι της, αλλά η (αναμενόμενη) εντονότερη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας τις προσεχείς εβδομάδες θα αλλάξει τα πάντα και επί μακρόν στην Ευρώπη.
Το κλίμα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι κατεξοχήν αρνητικό έναντι της Ρωσίας και δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή στάση της ελληνικής κοινής γνώμης υπέρ της Μόσχας ή με την εδώ δημοφιλία του προέδρου Β. Πούτιν. Δεν υπάρχει, επίσης, περίπτωση προβολής μιας «ελληνικής ιδιαιτερότητας», όπως στη δεκαετία του ’90, όταν το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. είχαν δεχθεί τις προνομιακές σχέσεις Αθήνας – Βελιγραδίου κατά τη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου και του πολέμου στο Κόσοβο.
Ωστόσο, η συμμόρφωση προς την πολιτική των κυρώσεων δεν είναι δυνατόν να ακολουθείται χωρίς ανταλλάγματα ή -πιο ευγενικά- χωρίς στήριξη προς την Αθήνα. Οι ζημίες των εξαγωγέων φρούτων κι άλλων προϊόντων προς τη Ρωσία θα αποδειχθούν μηδαμινές συγκριτικά με το πλήγμα που θα υποστεί η ελληνική οικονομία σε περίπτωση (ακόμα και μερικής ή προσωρινής) διακοπής της ροής ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Η ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων στήριξης από τους ισχυρούς φίλους και εταίρους δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, καθώς ως τώρα έχουν εντελώς αντίθετο σκεπτικό. Χαρακτηριστικό είναι το περσινό παράδειγμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, με την Ουάσινγκτον και όλες τις κοινοτικές πρωτεύουσες να ξορκίζουν το ενδεχόμενο εξαγοράς από τις ρωσικές Gazprom ή Sintez, αλλά χωρίς να παροτρύνουν αμερικανικές, γερμανικές ή γαλλικές εταιρίες να αναμειχθούν.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η στάση της Γερμανίας: τις τελευταίες ημέρες το Βερολίνο εγκωμιάζει τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά έχει στηρίξει μόνον ένα από τα τρία «υποταμεία» του νέου Ταμείου Ανάπτυξης, η ανάμειξη της τράπεζας KfW είναι ακόμα στα χαρτιά και συγκεκριμένο ενδιαφέρον γερμανικών εταιριών δεν αναμένεται πριν από τον Μάρτιο του 2015.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.


