H λεκτική υπερβολή που ακυρώνει έννοιες και παράγει τελολογικούς μαξιμαλισμούς είναι σύμφυτη με τη νεοελληνική ταυτότητα. Η πλέον κλασική είναι το επίθετο που αποδίδεται στον πρόεδρο των ΗΠΑ· «πλανητάρχης»! Είμαστε το μοναδικό δυτικό κράτος που αποδίδει αυτόν τον χαρακτηρισμό σε έναν δημοκρατικά εκλεγμένο πολιτικό ηγέτη. Στο τέλος της ημέρας όμως το «πλανητάρχης» δεν βλάπτει κανέναν, ίσως πέρα της βασανισμένης αισθητικής μας και της χιλιοταλαιπωρημένης λογικής μας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντα με όλες τις λεκτικές υπερβολές που ταλανίζουν τον δημόσιο βίο μας, δημιουργούν τάσεις και παράγουν υψηλά φορτία αρνητισμού.
Πόσες φορές, άραγε, την ημέρα έχετε ακούσει και διαβάσει ότι οι καλοί και άξιοι Ελληνες φεύγουν για το εξωτερικό, όπου προκόβουν και μεγαλουργούν; Ασφαλώς διαρκώς, γιατί αυτή είναι η νέα αγαπημένη ατάκα όλων. Από τον πρωτοπόρο Ελληνα επιστήμονα στη Ρομποτική Ιατρική ή στη θεωρία των χορδών της Κβαντικής Φυσικής μέχρι τον Πασχάλη, που πήγε στην άλλη άκρη του Θεού και άνοιξε σουβλατζίδικο για να τρώνε οι ξενύχτηδες της Παρασκευής και του Σαββάτου, τα ελληνικά ΜΜΕ θα τους αποθεώσουν, θα τους ανεβάσουν στους επτά ουρανούς, θα τους κάνουν να αισθανθούν μοναδικοί για τα επόμενα τρία λεπτά της ζωής τους, αποδίδοντάς τους τον χαρακτηρισμό του επιτυχημένου. Τι δημιουργεί αυτό; Μια ανελαστική κοινωνική πεποίθηση στο εσωτερικό της χώρας που ξεκινά από το σαλόνι της θείας Μαριγώς και ξεχύνεται στις λεωφόρους της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, αντηχώντας στην ακόλουθη αταβιστική λεκτική εξίσωση «Ο,τι έξω καλό. Ο,τι μέσα κακό». Και να τα τηλέφωνα της θείας Μαριγώς στη θεία Ευτέρπη για τον Ακη, τον γιο της κυρα-Μυρσούδας, που έφυγε και πήγε στο Γη του Πυρός και πρόκοψε τυλίγοντας σπληνάντερο, γιατί «όλοι οι καλοί και άξιοι φεύγουν έξω». Κάποιο ελληνικό κανάλι ή εφημερίδα θα ανακαλύψει τον Ακη, θα του πάρει συνέντευξη και η θεία Μαριγώ θα μπορεί πλέον με σιγουριά να υποστηρίζει στα κυριακάτικα σουαρέ μπιρίμπας ότι «ο Ακης βρήκε τον δρόμο του έξω, γιατί όλοι οι καλοί φεύγουν και προκόβουν».
Καλή η πλάκα, αλλά η πραγματικότητα τείνει να πάρει διαστάσεις κοινωνικής επιδημίας. Πράγματι, στο εξωτερικό φεύγουν -τουλάχιστον στον χώρο της επιστήμης- κορυφαίοι, τους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει πολλά αν κατάφερνε να κρατήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι μείναμε εδώ είμαστε ο πιο αδύνατος κρίκος του Ελληνισμού. Πόσο μάλλον όταν κάποιοι επιλέξαμε -καλώς ή κακώς, η Ιστορία θα το δείξει- να αφήσουμε θέσεις στο εξωτερικό και να επιστρέψουμε στην Ελλάδα οπλισμένοι με δονκιχωτικό ρομαντισμό και το σύνδρομο του Οδυσσέα.
Στον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας προβάλλεται η μετανάστευση όχι ως μια λύση βιοπορισμού ή περαιτέρω συνέχισης των σπουδών σε ανώτερο επίπεδο όπως σε άλλα κράτη του δυτικού κόσμου αλλά ως το αποφασιστικό κριτήριο για το αν κάποιος είναι καλός και άξιος ή άχρηστος και ακαμάτης. Κάποτε η καταξίωση καθοριζόταν από το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσες. Σήμερα, με το one way αεροπορικό εισιτήριο. Η παραμονή στην Ελλάδα ακόμα και γι’ αυτούς με καλές επαγγελματικές προοπτικές τείνει να εξελιχθεί σε μια σιωπηρή αποδοχή μετριότητας, δημιουργώντας μια νέα τάση φυγής που δεν στηρίζεται σε κριτήρια ανάγκης αλλά σε μια νόρμα φυγής και σε μια αύρα αποτυχίας. Μια αίσθηση αποτυχίας που πλέον διαπερνά το συλλογικό συνειδητό και οικοδομεί ένα νέο τεχνητό αδιέξοδο που πλέον αφορά την οντολογία του νεοελληνικού κράτους.
Είμαστε λαός της υπερβολής, κι αυτό γιατί ο ορθολογισμός έχει θεωρηθεί από τις πλατιές πλειοψηφίες «μη συναρπαστικός» στα βαλκανομπααθικά αδιέξοδά μας. Και είναι φορές που η υπερβολή αυτή είναι απλώς διασκεδαστική και διαπερνά τις κυριακάτικες οικογενειακές συνάξεις ως μια ενδιαφέρουσα εκδοχή σουρεάλ κινηματογράφου του ’60. Αλλά είναι άλλες φορές που η υπερβολή αυτή χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή παράγοντας ανυπολόγιστες βλάβες σε συνειδησιακό κοινωνικό επίπεδο.
Σπύρος Ν. Λίτσας


