Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΡΩΣΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Η περιορισμένη και πολλές φορές στρεβλή γνώση πολλών εκπροσώπων των ημετέρων μέσων μαζικής ενημέρωσης σχετικά με την ιστορική διαδρομή των ελληνο-ρωσικών σχέσεων, που ήρθαν ξανά στο επίκεντρο τη επικαιρότητας με αφορμή το πρόσφατο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην Μόσχα του Πούτιν, στις 8 Απριλίου 2015, το οποίο έθεσε σε κίνηση μία σειρά επαφών υψηλού επιπέδου που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, καθιστά χρήσιμη μια σύντομη σκιαγραφία ορισμένων σημαντικών ιστορικών πτυχών τους, εμπλεκόμενων πάντοτε με τις σχέσεις μας και με άλλες ευρωπαϊκές (και όχι μόνον) δυνάμεις, χωρίς αυτή να επεκτείνεται στα πρόσφατα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πέραν αυτού, τα οποία θα αναλυθούν σε βάθος στο εκτενές έργο μου «Τοτέμ και Ταμπού της Νεώτερης Ιστορίας μας» που πρόκειται να δημοσιευθεί συντόμως.

Α΄. Η ΡΩΣΙΚΗ ΑΡΜΑΔΑ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Οι Ρώσοι, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, θεωρούν πάντοτε τους εαυτούς τους νόμιμους κληρονόμους του Βυζαντίου, λόγω του ότι η ανεψιά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Σοφία, παντρεύτηκε τον πρώτο τους τσάρο και δημιουργό του Μοσχοβίτικου κράτους που συγκροτήθηκε δια συνενώσεως ρωσικών περιοχών, Ιβάν Γ΄ (1462-1505), γεγονός που δημιούργησε έκτοτε έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η ανερχόμενη δύναμη της Ρωσίας στο διεθνές γίγνεσθαι καθιστά σαφή την παρουσία της, μετά την άνοδο στον τσαρικό θρόνο του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος το 1711 εκδίδει προκήρυξη προς τους ομόδοξους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καλώντας τους να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Ο Μεγάλος Πέτρος διακατέχονταν από ειλικρινή φιλελληνικά αισθήματα, τονίζοντας σε επίσημες ομιλίες του ότι «η επιστήμη διαδόθηκε παντού από την Ελλάδα», και ότι μεταξύ Ρωσίας και Βυζαντίου υπήρχε ιδιαίτερη σχέση, ενώ σε χαλκογραφία του, που φιλοτεχνήθηκε στο Άμστερνταμ το 1710, αναγράφονταν ως «Πέτρος, αυτοκράτωρ Ρωσογραικών».
Οι Έλληνες, μεγάλος αριθμός των οποίων είχε καταφύγει και συμμετείχε δυναμικά στη ζωή της Ρωσίας, απογοητευμένοι από τις δυτικές δυνάμεις, εναποθέτουν, μετά την προκήρυξη του Πέτρου, τις ελπίδες απελευθέρωσής τους στην βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων. Ήταν η εποχή που ο μοναχός Θεόκλητος Πολυειδής γράφει το προφητικό του βιβλίο «Αγαθάγγελος» που αναφέρεται στην ανάσταση των Ελλήνων με την βοήθεια του Ξανθού Γένους, υπονοώντας τους Ρώσους. Η προσδοκία της απελευθέρωσης του Γένους από τους «Μόσκοβους» (Ρώσους) οι οποίοι θα κατέβουν από τον Βορρά με το «σεφέρι» (στρατό), φθάνει μέχρι του σημείου να γίνει δημοτικό τραγούδι: «Ακόμα τούτ’ η άνοιξη, ραγιάδες-ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, καϋμένη Ρούμελη, όσο νά ’ρθει ο Μόσχοβος, ραγιάδες-ραγιάδες, να φέρει το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη».

Αυτά τα αισθήματα ενισχύονται όταν η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη, προβλέπουσα την έκρηξη ρωσοτουρκικού πολέμου, αποστέλλει γύρω στο 1765 πράκτορες στην κατεχόμενη Ελλάδα, κυριότερος των οποίων ήταν ο Μακεδόνας (από τη Σιάτιστα) αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης, για αποτίμηση της επαναστατικής διαθέσεως των Ελλήνων και ενίσχυση των προοπτικών εξέγερσής τους. Αυτός προλειαίνει το έδαφος για την εξέγερση των Ελλήνων, ερχόμενος σε επαφή το 1766 με την άρχουσα οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης, τον Μανιάτη προύχοντα της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη (εγγονό του Μανιάτη αρχιπειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη), και πολλούς άλλους Πελοποννήσιους προεστούς. Ο Παπάζω(γ)λης (ή αλλιώς Παπάζογλου) κυκλοφορεί μάλιστα και στρατιωτικό εγχειρίδιο στα ελληνικά, με τίτλο «Διδασκαλία, ήγουν ερμηνεία της πολεμικής τάξεως και τέχνης» για να προετοιμάσει τους Έλληνες στις πολεμικές τέχνες.
Με την κήρυξη του πολέμου κατά της Ρωσίας από τους Τούρκους, επί σουλτάνου Μουσταφά Γ΄ το 1768, η Μεγάλη Αικατερίνη, κατόπιν εισηγήσεως του ευνοουμένου της κόμη Γρηγορίου Ορλώφ, θέτει σε εφαρμογή, ως κίνηση αντιπερισπασμού, το «Ελληνικόν Σχέδιον», στέλνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας την ρωσική αρμάδα (στόλο) στην Μεσόγειο. Στην Ελλάδα αποστέλλει μοίρα ρωσικού στόλου, η οποία ξεκινώντας από την Κρονστάνδη της Βαλτικής περί τα τέλη Ιουνίου 1769, ως μέρος της ρώσικης αρμάδας υπό τον ναύαρχο Γκριγκόρι Αντρέγιεβιτς Σπυριδώφ, και περιπλέοντας τον Ατλαντικό, καταπλέει τον Φεβρουάριο του 1770 υπό τον Θεόδωρο Ορλώφ (αδελφό του Γρηγορίου) στον όρμο του Οιτύλου, έδρα των Μαυρομιχαλαίων, ηγεμόνων της Μάνης, και ξεσηκώνει τους Μανιάτες σε επανάσταση.

Οι Μανιάτες, οι αποκαλούμενοι από τους απεσταλμένους της Μεγάλης Αικατερίνης ως το «Σπαρτιατικόν Έθνος το πρεσβεύον το χριστιανικόν δόγμα», χωρίζουν τις δυνάμεις τους σε δύο «σπαρτιατικές λεγεώνες» οι οποίες, κινούμενες η μια ανατολικά (υπό τους Μπαρκώφ, Ψαρό, και Γρηγοράκη, με 1.200 Μανιάτες ενδεδυμένους με ρωσικές στολές για να πανικοβάλλουν τον εχθρό) και η άλλη δυτικά (υπό τους Δολγορούκωφ, Ιωάννη Μαυρομιχάλη, και Κουμουνδούρο, με 200 Μανιάτες και 12 Ρώσους), καταλαμβάνουν τον Μάρτιο του 1770, η πρώτη τον Μυστρά και την Σπάρτη, και η δεύτερη την Καλαμάτα και την Κυπαρισσία.
Εν τω μεταξύ τον Απρίλιο του 1770 καταπλέει και δεύτερη μοίρα ρωσικού στόλου, υπό τον έτερο αδελφό του Γρηγορίου, Αλέξιο Ορλώφ, ο οποίος καταλαμβάνει την Πύλο και πολιορκεί την Μεθώνη. Μετά την κατάληψη του Μυστρά οι Μανιάτες ενισχυμένοι με Ζακυνθινούς και Κεφαλλονίτες, υπό τον Ελληνορώσο Μυκονιάτη Αντώνιο Ψαρό, προελαύνουν βορειότερα και πολιορκούν την Τρίπολη, που έχει όμως ήδη ενισχυθεί με Τουρκαλβανούς από τον σουλτάνο. Η πολιορκία της Τρίπολης, αποτυγχάνει, και οι Τούρκοι επιδίδονται στην σφαγή 3.000 Ελλήνων αμάχων, κατοίκων της πόλεως. Οι ούτως ή αλλιώς μικρές ρωσικές δυνάμεις αποσύρονται στα πλοία τους κατά τα τέλη Μαϊου του 1770, εγκαταλείποντας τους Έλληνες έκθετους στην εκδικητική μανία των Τούρκων. Στις συγκρούσεις με τους Τουρκαλβανούς του Χατζή Οσμάν, που επελαύνει από την Τρίπολη για να τιμωρήσει τους εξεγερμένους Μανιάτες, διακρίνεται ιδιαίτερα ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, γνωστός λόγω της ανδρείας του ως Σκυλόγιαννης, ο οποίος με 400 Μανιάτες υπερασπίζεται το Νησί (Μεσσήνη) μέχρι τελικής πτώσεως αυτού του ιδίου, του «γενναιότερου Μανιάτη», και των συμπολεμιστών του, στον Μελίπυργο της Μικρομάνης (κοντά στη Μεσσήνη).

Την ίδια εποχή ανάστατη είναι και η Κρήτη, η οποία βιώνει την πρώτη μεγάλη της εξέγερση στα Σφακιά υπό τον Δασκαλογιάννη (Ιωάννη Δάσκαλο, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Ιωάννης Βλάχος). Ο ρομαντικός αρχικαπετάνιος της Κρήτης, «Ιωάννης υιός Ανδρέου», όπως είναι γνωστός στους Τούρκους, ναυτικός, καραβοκύρης, πολυταξιδεμένος και αληθινός άρχοντας, ζούσε στην «χώρα Σφακίων», στον Ομπρός Γιαλό «με τσ’ εκατόν τις εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια». Ήτανε υπερήφανος, ονειροπόλος, γενναίος, πλούσιος, και τολμηρός, και σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά αποτέλεσε την «κορυφή της κρητικής θυσίας». Ο Δασκαλογιάννης, με την ελπίδα ότι από στιγμή σε στιγμή θα καταπλεύσει στην Κρήτη ο ρωσικός στόλος, ξεσηκώνει τα Σφακιά αρνούμενος να συνδιαλλαγεί με τους Τούρκους, στους οποίους απαντά με το λακωνικό: «Κατ’ ουδένα τρόπον ησυχάζομεν!». Οι Τούρκοι εισβάλλουν με ισχυρές δυνάμεις στα Σφακιά τον Μάϊο του 1770, και μετά από ομηρικές πολύνεκρες μάχες που διαρκούν μέχρι και το φθινόπωρο του 1770, οι Σφακιανοί καταφεύγουν σε ανταρτοπόλεμο. Ο Δασκαλογιάννης, αναμένοντας μάταια την ρωσική επέμβαση και απογοητευμένος από την διάψευση των ελπίδων του, για να σώσει τους αμάχους, παραδίδεται στους Τούρκους έναντι χορήγησης γενικής αμνηστίας στους Σφακιανούς (Οι Τούρκοι στις 17 Ιουνίου 1771 τον εκτελούν δημόσια, γδέρνοντάς τον επί ώρες ζωντανό, μαρτύριο το οποίο υπέμεινε μέχρι τέλους χωρίς να λυγίσει, κάνοντας τους να λυσσάξουν κυριολεκτικά. Ένας Τούρκος αυτόπτης μάρτυρας, ο Χασάν Μαράζης, δήλωνε μέχρι τα βαθιά του γεράματα: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου»).
Πάντως, ο ρωσικός στόλος παραμένει στο Αιγαίο και στις 25 προς 26 Ιουνίου του 1770 καταναυμαχεί στον Τσεσμέ (σημαίνει «Κρήνη» και βρίσκεται επί των Μικρασιατικών παραλίων, ακριβώς απέναντι από την Χίο) τον εκεί ναυλοχούντα τουρκικό στόλο, μετά από την επιτυχή δράση πολλών ελληνικών (Ψαριανών) πυρπολικών, καταγάγοντας περιφανή νίκη εναντίον του. Η νίκη αυτή αναπτερώνει τις ελπίδες των Ελλήνων, όμως η εξέγερσή τους, που έμεινε γνωστή ως τα Ορλωφικά, πνίγεται στο αίμα. Οι Τούρκοι προβαίνουν σε άγριες σφαγές στη Σμύρνη, Έφεσο, Λήμνο, Τρίκαλα, Λάρισα, Αιτωλικό, ενώ ιδιαίτερα καταστροφικές είναι οι συνέπειες για την Πελοπόννησο, άντρο της εξέγερσης, στην οποία οι Τούρκοι αποστέλλουν αλβανικό στρατό από 60.000 άνδρες, ο οποίος σφάζει, λεηλατεί, βιάζει, και κακουργεί. Η Ελλάδα βυθίζεται στο πένθος, ενώ μόνο στην Πελοπόννησο, που κυριολεκτικά ερημώθηκε, χάθηκαν 100.000 ανθρώπινες ζωές. Την εγκατάλειψη των Ελλήνων από τους Ρώσους την οποία τους επεφύλαξε η Μεγάλη Αικατερίνη, η αποκαλούμενη και «Σεμίραμις του Βορρά», στιγμάτισε σε γράμμα του προς αυτήν ο Γάλλος φιλόσοφος Βολταίρος, αναφερόμενος «στην προδοσία που διέπραξε μια κραταιοτάτη αυτοκρατορία λησμονώντας υποσχέσεις και υποχρεώσεις σε ένα ομόδοξο δυστυχισμένο έθνος».

Απόρροια πάντως της νίκης των Ρώσων στην ναυμαχία του Τσεσμέ ήταν η κατάληψη από αυτούς πολλών νησιών του Αιγαίου και ο εξαναγκασμός της Τουρκίας να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Ρώσους στο Κιουτσούκ Καϊναρτζή τον Οκτώβριο του 1774. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, στην διαμόρφωση της οποίας συνέβαλε τα μέγιστα ο Φαναριώτης Μέγας Διερμηνεύς της Υψηλής Πύλης το 1774 Αλέξανδρος Ιωάννη Υψηλάντης (παππούς του Αλέξανδρου Υψηλάντη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821), αλλά και με τους όρους των αμέσως μεταγενέστερων συνθηκών το 1779 και το 1789, η Ρωσία αναγνωρίζεται ως προστάτιδα δύναμη των δικαιωμάτων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ σε όλα τα πλοία που υψώνουν ρωσική σημαία (και συνακόλουθα και στα ελληνικά υπό ρωσική σημαία την οποία πολλά υψώνουν ως «σημαία ευκαιρίας») διασφαλίζεται ο ελεύθερος διάπλους από τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Επίσης διασφαλίζεται το δικαίωμα των τριών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, και Ψαρά) να ναυπηγούν μεγάλα πλοία, προνόμιο που επετεύχθη λόγω των ενεργειών των Φαναριωτών και μετέπειτα Μεγάλων Διερμηνέων του Στόλου Κωνσταντίνου Γ. Χατζερή (1790-1797) και Παναγιώτη Κ. Μουρούζη (1803-1806). Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η αποκληθείσα και «θαύμα της φαναριώτικης διπλωματίας», επέτρεψε την αλματώδη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας (ελληνικά πλοία υπό ρωσική σημαία), και κατά συνέπεια και του ελληνικού εμπορίου, με αποτέλεσμα την οικονομική ευμάρεια των ναυτικών νήσων του Αιγαίου (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Σκιάθος, Σκόπελος, Άνδρος, Μύκονος, Πάτμος, Καστελόριζο, Κάσος) αλλά και λιμανιών όπως η Κύμη και το Γαλαξίδι. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεταφορές εμπορευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις δια της θαλασσίας οδού ήταν κυρίαρχες, όπου υπήρχε δυνατότητα θαλάσσιας προσέγγισης του τόπου προορισμού τους, σε σχέση με την ποταμοπλοΐα ή την μεταφορά τους δια ξηράς κατά την εποχή εκείνη, κατά την οποία δεν υπήρχαν ακόμα οι σιδηρόδρομοι. Η σχέση κόστους μεταφοράς μεταξύ της θαλασσίας, της ποταμιαίας και της κατά ξηράν οδού ήταν τότε 1:5:40 αντιστοίχως.

Εξάλλου, με την αποχώρηση των Ρώσων από τα νησιά του Αιγαίου, πολλοί νησιώτες τούς ακολούθησαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Ρωσία, ενισχύοντας τις υπάρχουσες ή ιδρύοντας νέες παροικίες, και ισχυροποιώντας τους εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Πάντως η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας στους χρόνους της οθωμανικής κατοχής έφτασε στο απόγειό της λίγα χρόνια μετά, κατά την διάρκεια του ναυτικού αποκλεισμού (εμπάργκο) που επέβαλε η Αγγλία εναντίον της Γαλλίας του Μεγάλου Ναπολέοντος, τον οποίον τα ελληνικά πλοία, παρά την παρουσία του βρετανικού στόλου, κατάφερναν να διασπούν συνεχώς.
Απόηχος του επαναστατικού πνεύματος που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα από την κάθοδο των Ρώσων στο Αιγαίο ήταν η κίνηση του Λάμπρου Κατσώνη, αξιωματικού του ρωσικού ναυτικού (από την Λιβαδειά), να συγκροτήσει με την διπλωματική υποστήριξη της Ρωσίας, το 1788, αυτόνομο ελληνικό καταδρομικό στολίσκο («πειρατικό» κατά τους Τούρκους), με δαπάνες των Ελλήνων της Τεργέστης, με τον οποίο επί σειρά ετών διέπλεε τις ελληνικές θάλασσες, με ορμητήρια την Κέα και την Ιθάκη, επιτιθέμενος συστηματικά κατά τουρκικών πλοίων. Ο Κατσώνης καταναυμαχεί το 1788 τον τουρκικό στόλο στην Κάρπαθο, και το επόμενο έτος 1789 στο Δυρράχιο στην Αδριατική, και στον μεταξύ Μυκόνου και Σύρου θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Στον στόλο του επιβιβάζει τον διάσημο οπλαρχηγό Γεώργιο «Ανδρούτσο» Βερούση (πατέρα του Οδυσσέα) με 500 αντάρτες του, και επιδίδεται σε επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Τα καταπληκτικά του κατορθώματα εξάπτουν τον ελληνικό λαό και προκαλούν το θαυμασμό της Μεγάλης Αικατερίνης, η οποία όμως, μετά τη σύναψη ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης το 1789, του ζητά να παύσει τη δράση του. Ο Λάμπρος Κατσώνης συνεχίζει απτόητος λέγοντας: «Εάν η Μεγάλη Αικατερίνη συνομολόγησε την ειρήνη της, ο Λάμπρος δεν συνομολόγησε ακόμη τη δική του». Το 1790 χάνει την ναυαρχίδα του, «Αθηνά της Άρκτου», σε σύγκρουση των 7 σκαφών του με τουρκικό στόλο 37 πλοίων έξω από την Άνδρο, και καταφεύγει στο ακροταινάριο ορμητήριο της Μάνης Πόρτο Κάγιο, όπου το 1792 αποκλείεται από τουρκικό και γαλλικό στόλο, και δραπετεύει με ένα του πλοίο στα Κύθηρα και από εκεί στην Ιθάκη. Αμέσως μετά μεταβαίνει στη Ρωσία, όπου και πέθανε το 1804 σε ηλικία 52 χρονών, στην Κριμαία, σε μια τοποθεσία που οι Ρώσοι προς τιμήν του έδωσαν το όνομα της ιδιαιτέρας πατρίδας του Λιβαδειάς (Λιβάντια), εκεί που το 1945 έλαβε χώρα η γνωστή διάσκεψη της Γιάλτας.
Η δεύτερη εμφάνιση της ρωσικής αρμάδας στις ελληνικές θάλασσες λαμβάνει χώρα επί τσάρου Παύλου Α΄, με αφορμή την γαλλική εκστρατεία του Ναπολέοντος στην Αίγυπτο (1798) η οποία γίνεται με στρατηγικό σκοπό να στερήσει από την Αγγλία τις δυνατότητες επικοινωνίας της με την μεγάλη αποικία της των Ινδιών. Μετά την νίκη των Άγγλων υπό τον Νέλσωνα επί του γαλλικού στόλου το 1798, στην ναυμαχία του Αβουκίρ, λιμένος σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την Αλεξάνδρεια, η Ρωσία συνάπτει συμμαχία εναντίον της Γαλλίας, μαζί με την Αγγλία, την Τουρκία, την Αυστρία και το Βασίλειο της Νεαπόλεως, και το φθινόπωρο του 1798 η ρωσική αρμάδα υπό τον ναύαρχο Φιοντόρ Φιοντόροβιτς Ουσακώφ εξέρχεται στην Μεσόγειο, πρώτη φορά δια των Στενών. Ο Ουσακώφ με 6 πλοία της γραμμής (ιστιοφόρα με 120 τηλεβόλα) και 7 φρεγάτες (ιστιοφόρα με 60 τηλεβόλα) διασχίζει το Αιγαίο, περιπλέει την Πελοπόννησο και κατευθύνεται στο Ιόνιο όπου το 1799 καταλαμβάνει τα Επτάνησα τα οποία ευρίσκοντο υπό γαλλική κατοχή. Τα μέχρι το 1797 ενετοκρατούμενα Επτάνησα είχαν περάσει στην κατοχή της Γαλλίας από τις 17 Ιουνίου 1797, όταν ο Γάλλος στρατηγός Ζεντιγί αποβιβάσθηκε στην Κέρκυρα. Μετά την κατάληψή τους από τον Ουσακώφ το 1799, και μετά από μακρές συζητήσεις, τα Επτάνησα, δια της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 21ης Μαρτίου 1800 αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητη ελληνική Πολιτεία των Ιονίων Νήσων, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό ρωσική προστασία.

Η τρίτη και τελευταία προ της ελληνικής Επαναστάσεως εμφάνιση της ρωσικής αρμάδας στη Μεσόγειο λαμβάνει χώρα το 1806, όταν η Ρωσία συμμαχεί με την Αγγλία διεξάγοντας πόλεμο κατά της Τουρκίας που υποστηρίζεται αυτή την φορά από τον Ναπολέοντα. Η ρωσική αρμάδα υπό τον ναύαρχο Ντμίτρι Νικολάγιεβιτς Σινιάβιν, η οποία έχει αποπλεύσει από την Κρονστάνδη της Βαλτικής με 10 πλοία της γραμμής και 5 φρεγάτες, παρουσιάζεται προ του λιμένος της Κερκύρας τον Ιανουάριο του 1806. Με τον Σινιάβιν, κατά την διάρκεια της παρουσίας του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο το 1807, συνεργάζεται ο αρματολός του Ολύμπου Γιάννης Σταθάς, γαμπρός του διάσημου κλεφταρματολού Μπουκουβάλα (συνεπικουρούμενος από τον Νικοτσάρα), ο οποίος συγκροτεί με βάση την Σκιάθο τον περίφημο «πειρατικό» καταδρομικό στολίσκο, γνωστό ως «μαύρα καράβια» (από το χρώμα των μικρών πλοίων του, των ιστίων τους, αλλά και την περιβολή των ανδρών του) με τα οποία υπερασπίζεται τα ελληνικά δίκαια. Όμως, κατά το ίδιο έτος (1807) μετά την σύναψη της συνθήκης του Τίλσιτ μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, τα Επτάνησα περιέρχονται εκ νέου στην γαλλική κατοχή, ο δε ρωσικός στόλος του Σινιάβιν διαφεύγει δια του Γιβραλτάρ από την Μεσόγειο, ανησυχώντας για τις βρετανικές αντιδράσεις, αλλά αποκλείεται από αγγλική ναυτική δύναμη στις εκβολές του Τάγου ποταμού στις ιβηρικές ακτές του Ατλαντικού, η οποία και κατάσχει τα ρωσικά πλοία, επιτρέποντας στους αξιωματικούς και τα πληρώματα του Σινιάβιν να επιστρέψουν δια ξηράς στην Ρωσία. Η Αγγλία είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει την δημιουργία ρωσικών ναυτικών βάσεων στην Μεσόγειο, την κυριαρχία της οποίας προσπαθεί να ελέγξει δια της κατοχής του Γιβραλτάρ, της Μάλτας και της Κέρκυρας. Την κατοχή της τελευταίας επιτυγχάνει μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντος, όταν στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 της εκχωρούνται τα Επτάνησα, τα οποία από το 1807 είχαν περιέλθει εκ νέου υπό γαλλική κατοχή.

Β΄. ΡΩΣΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, υπασπιστής του Τσάρου πασών των Ρωσιών, και ηγέτης της ελληνικής εθνεγερσίας, μετά την εισβολή του από ρωσικό έδαφος στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας (Φεβρουάριος 1821) και την ήττα των ελληνικών του δυνάμεων στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821) καταφεύγει στην Τρανσυλβανία και κατορθώνει να περάσει τα σύνορα της Αυστρίας, όπου συλλαμβάνεται και παραμένει έγκλειστος στον πύργο του Μούνκατς (στην σημερινή Ουκρανία, που τότε ανήκε στην Αυστροουγγαρία) για τα επόμενα έξι χρόνια, για να ελευθερωθεί λίγους μήνες πριν να πεθάνει στη Βιέννη το 1828. Δέκα μέρες μετά τη μάχη στο Δραγατσάνι, ο οπλαρχηγός του Υψηλάντη Αθανάσιος Καρπενησιώτης με 400 Έλληνες οχυρώνεται στο Σκουλένι, δίπλα στον Προύθο ποταμό, και δίνει κρατερή μάχη με τον πασά της Βράϊλας, ο οποίος ηγείται τουρκικού στρατού από 7.000 άνδρες. Υπό τις επευφημίες των Ρώσων που παρακολουθούν από την αντίπερα όχθη του Προύθου, ο Καρπενησιώτης εξολοθρεύει 1.800 Τούρκους πριν πέσει ηρωϊκά μαχόμενος, διασώζοντας την τιμή των ελληνικών όπλων. Ο μεγάλος ρώσος φιλέλληνας ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν, στο ποίημά του «Πιστή Γραικιά, μην τον θρηνείς! Έχει σαν ήρως πέσει», αποθανάτισε την θυσία του Καρπενησιώτη με τους στίχους (σε απόδοση Κώστα Βάρναλη): «Έτσι κι αυτός απόμεινε στη μάχη ένας γενναίος, γι’ αυτό που δεν ορίζεται, και δε μετριέται χρέος»!

Ο τραγικός επίλογος της εκστρατείας του Υψηλάντη κλείνει τον Σεπτέμβριο του 1821 στη Μονή του Σέκου όπου έχει καταφύγει ο Γεωργάκης Ολύμπιος, μαζί με τον οπλαρχηγό Ιωάννη Φαρμάκη και ελάχιστους άνδρες. Ο Ολύμπιος απορρίπτει πρόταση των αυστριακών αρχών να διαφύγει («Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω. Ορκίστηκα να πολεμήσω για την Ελευθερία των Ελλήνων όσο μου μένει πνοή»), και στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 μέσα στο καμπαναριό του μοναστηριού, και ενώ αφήνει τους πολυάριθμους Τούρκους να εισβάλλουν, βάζει φωτιά στα βαρέλια με το μπαρούτι και γίνεται ολοκαύτωμα στέλνοντας στο θάνατο πολυάριθμους εχθρούς. Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, στο δοκίμιό του «Σημείωμα για την Επανάσταση του Υψηλάντη», που έγραψε στα Γαλλικά το 1821 στο Κισινιώφ (της σημερινής Μολδαβίας), περιγράφει με θαυμασμό την ηρωϊκή αντίσταση του Γεωργάκη Ολύμπιου: «Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απειλούμενος με δολοφονία, διέφυγε στην Αυστρία ακολουθώντας τη συμβουλή του Ολύμπιου και από εκεί έκανε την εμπρηστική διακήρυξή του. Ο Γεωργάκης, επικεφαλής οκτακοσίων ανδρών, έδωσε πέντε μάχες με τον τουρκικό στρατό και στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Μονή Σέκου. Προδομένος από τους Εβραίους και περικυκλωμένος από τους Τούρκους, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και τινάχτηκε στον αέρα».

Στην πορεία των γεγονότων κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, λόγω των βιαιοπραγιών των Τούρκων και ιδιαίτερα του απαγχονισμού του Πατριάρχη, το κλίμα που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη ήταν σαφώς αντιτουρκικό, ιδιαίτερα στην Ρωσία, όπου ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, κατόπιν παρεμβάσεων του Υπουργού του επί των Εξωτερικών Καποδίστρια, απέστειλε τελεσίγραφο στον σουλτάνο ζητώντας του να παύσει τους διωγμούς των Ελλήνων αδιακρίτως ατομικής ευθύνης, να εγγυηθεί την ασφάλεια και προστασία των εκκλησιών, και να αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η Υψηλή Πύλη απέρριψε το τελεσίγραφο και η Ρωσία ανακάλεσε τον πρεσβευτή της Στρογγανώφ από την Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουλίου 1821. Οι πιέσεις όμως που εξασκήθηκαν επί του τσάρου από τον Μέττερνιχ, τον φιλότουρκο Άγγλο Υπουργό των Εξωτερικών Κάστελριγκ, αλλά και τον έτερο επί των Εξωτερικών Υπουργό της Ρωσίας, τον Νέσσελροντ, απέτρεψαν τον επαπειλούμενο ρωσοτουρκικό πόλεμο, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Καποδίστρια ο οποίος αποχωρεί της ενεργού υπηρεσίας, λαμβάνοντας απεριόριστη άδεια.

Στην συνέχεια του μακροχρόνιου ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία, οι τρεις αυτοαποκληθείσες «προστάτιδες» Δυνάμεις, Αγγλία-Ρωσία-Γαλλία, υπογράφουν στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου 1827, τη λεγόμενη Ιουλιανή Σύμβαση, κατά την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως αυτόνομο κράτος υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, με βόρεια σύνορα την οριοθετική γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού. Τον Αύγουστο του 1827, καταπλέουν στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα της επαναστατημένης Ελλάδας, οι ναύαρχοι Κόδριγκτον της Αγγλίας και Δεριγνύ της Γαλλίας, και πληροφορούν την ελληνική κυβέρνηση για την Ιουλιανή Σύμβαση και την πρόθεση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων να επιβάλουν τους όρους τους στους εμπολέμους, πρόταση που γίνεται ευμενώς δεκτή από τους Έλληνες. Όμως, η Υψηλή Πύλη απορρίπτει τη Συνθήκη και συνεχίζει τις εχθροπραξίες.
Οι στόλοι των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, υπό τους ναυάρχους Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέϋδεν αντιστοίχως, εν αναμονή ενδεχόμενης τουρκικής αντίδρασης για την καταβύθιση τουρκικού στολίσκου από τον φιλέλληνα πλοίαρχο Άστιγξ στην Ιτέα τον Σεπτέμβριο του 1827, καταπλέουν στον κόλπο του Ναυαρίνου για να αποκλείσουν τον εκεί ναυλοχούντα αιγυπτιακό στόλο υπό τον Μουχαρέμπεη, ο οποίος έχει ενισχυθεί από τον Μάϊο του 1827 με ισχυρό τουρκικό στόλο υπό τον Ταχίρ πασά. Στις 8 Οκτωβρίου 1827, εισέρχεται στον κόλπο του Ναυαρίνου, υπό τον Κόδριγκτον, η αγγλική ναυαρχίδα «Ασία», ακολουθούμενη από 10 αγγλικά πλοία και έπεται η γαλλική ναυαρχίδα «Μαδαγασκάρη» υπό τον Δεριγνύ, ακολουθούμενη από 6 γαλλικά πλοία. Μετά από προστριβή και ανταλλαγή πυροβολισμών, η σύγκρουση γενικεύεται, και εξελίσσεται σε μία πρωτοφανούς εκτάσεως και εντάσεως ναυμαχία μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία θυμίζει επανάληψη της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Μετά από την πρώτη ώρα και καθώς η έκβαση ήταν αμφίρροπη, εισέρχεται στον κόλπο του Ναυαρίνου και ο ρωσικός στόλος υπό τον Χέϋδεν, με τη ναυαρχίδα του «Αζώφ» και 7 πλοία, τα βαριά πυροβόλα των οποίων συντρίβουν τα τουρκοαιγυπτιακά πυροβολεία της ακτής και βυθίζουν πολλά εχθρικά πλοία.
Η ναυμαχία τελειώνει σύντομα με την πλήρη καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Εκ των 89 πλοίων του, κατεστράφησαν 60 ενώ οι απώλειές του ανήλθαν σε 6.000 άνδρες, έναντι 655 ανθρώπινων απωλειών των τριών συμμάχων, οι οποίοι ουδέν εκ των 24 πολεμικών πλοίων τους απώλεσαν. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) οδήγησε στη μεγαλύτερη ναυτική πανωλεθρία της Τουρκίας, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571).
Στις 8 Ιανουαρίου του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης πλέον της Ελλάδας, καταπλέει στο Ναύπλιο υπό τις επευφημίες του λαού και τους χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς των ξένων πολεμικών πλοίων που τον συνοδεύουν. Τον Απρίλιο του 1828 η Ρωσία, υπό τον νέο δυναμικό τσάρο Νικόλαο Α΄ (ο οποίος διαδέχθηκε τον αναποφάσιστο Αλέξανδρο Α΄ – τον αποκαλούμενο «ανεμοδείκτη» από τον Μέττερνιχ – μετά τον θάνατό του το 1825), με αφορμή την άρνηση της Πύλης να δεχθεί τις αποφάσεις των τριών Δυνάμεων επί του ελληνικού ζητήματος, κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ενώ παράλληλα, στις 30 Μαΐου του 1828, αποστέλλει στον Καποδίστρια, ως οικονομική βοήθεια – και όχι ως δάνειο – για την Ελλάδα, 500.000 ρούβλια (και αργότερα, περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1829, στρατιωτικό εξοπλισμό από 6.000 τουφέκια και 12 πυροβόλα). Ταυτόχρονα η Γαλλία, υπό τον φιλέλληνα βασιλέα της Κάρολο, δηλώνει την πρόθεσή της να αποστείλει στρατό στην Πελοπόννησο για να εκδιώξει τον Ιμπραήμ, ο οποίος εξακολουθεί, παρά την ήττα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου του στο Ναυαρίνο, να παραμένει εκεί.

Η Αγγλία, προ του κινδύνου να απολέσει την πρωτοβουλία στην επίλυση του ελληνικού ζητήματος, προς όφελος της Ρωσίας και της Γαλλίας, επιτυγχάνει, δια της αποστολής του ναυάρχου Κόδριγκτον στην Αίγυπτο και της σύναψης με τον Μωχάμετ ΄Αλυ (σατράπη της Αιγύπτου και πατέρα του Ιμπραήμ) της συνθήκης της Αλεξανδρείας τον Ιούλιο του 1828, την ανάκληση των υπό τον Ιμπραήμ αιγυπτιακών στρατευμάτων από την Πελοπόννησο. Έτσι, ενώ ο Γάλλος στρατηγός Μαιζών αποβιβάζει τα πρώτα του στρατεύματά στο Πεταλίδι κοντά στην Πύλο τον Αύγουστο του 1828, ο Ιμπραήμ, σκιά του εαυτού του, καταπονημένος από τις ήττες του στη Μάνη (Βέργα, Διρός και Πολυάραβος) και τον συνεχή ανταρτοπόλεμο του Κολοκοτρώνη, αναχωρεί σχεδόν ταυτόχρονα (τον Σεπτέμβριο του 1828), αφήνοντας την Πελοπόννησο ελεύθερη.
Εν τω μεταξύ ο Καποδίστριας αναθέτει τις ανώτατες στρατιωτικές διοικήσεις στον βρετανό στρατηγό Ριχάρδο Τσωρτς και τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι οποίοι ανακαταλαμβάνουν σταδιακά μέσα σε ένα περίπου χρόνο τα εδάφη της Δυτικής και Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας αντιστοίχως, δεδομένου ότι οι Τούρκοι όχι μόνον αδυνατούν πλέον να αποστείλουν ισχυρά εκστρατευτικά σώματα, αλλά λόγω της μείζονος εμπλοκής τους στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, αναγκάζονται σταδιακά να την εκκενώσουν. Η Πύλη πάντως, παρά την δυσμενή γι’ αυτήν τροπή του ρωσοτουρκικού πολέμου κατά το 1829, εξακολουθεί να αρνείται την αναγνώριση της ελληνικής αυτονομίας, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Όμως, μετά την προέλαση του Ρώσου στρατάρχη Ιβάν Φεντόροβιτς, το 1829, από τον Καύκασο στην Αρμενία και την Μικρά Ασία, και την διάβαση του Δούναβη από τον γερμανικής καταγωγής στρατάρχη Ιβάν Ιβάνοβιτς Ντίμπιτς (Χανς Καρλ φον Ντίμπιτς), ο οποίος καταλαμβάνει την Σιλιστρία και επελαύνει κατά της Ανδριανούπολης την οποία και κυριεύει, η Πύλη, φοβούμενη πλέον για την τύχη της Κωνσταντινούπολης από την επέλαση των Ρώσων, αναγκάζεται να υπογράψει στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829 την συνθήκη της Ανδριανούπολης, δια της οποίας αναγνωρίζει ότι η Ελλάς καθίσταται κράτος υποτελές εις την Τουρκία, με βόρεια σύνορα από τον Αμβρακικό μέχρι του Παγασητικού. Τότε η Αγγλία και η Γαλλία, οι οποίες δεν επιθυμούν να χάσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα, επιτυγχάνουν τον Ιανουάριο του 1830, δια της υπογραφής του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, την αναγνώριση από την Πύλη της πλήρους ανεξαρτησίας της Ελλάδος, περιορίζοντας τα βορειοδυτικά της σύνορα.
Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καταλυτικός παράγοντας για την ανεξαρτησία της Ελλάδος υπήρξε η έκβαση του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828-1829, όπως χαρακτηριστικά το επισημαίνει ο Καρλ Μαρξ σε άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα «New York Tribune» δημοσιευμένο στις 21 Απριλίου 1853:
«Ποιος έλυσε την έκβαση του αγώνα κατά την εξέγερση των Ελλήνων; Ούτε οι συνωμοσίες και ανταρσίες του Αλή πασά στα Γιάννενα, ούτε η ναυμαχία στο Ναυαρίνο, ούτε ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά ο Ντίμπιτς που εισέβαλε επικεφαλής του ρωσικού στρατού μέσα από τα Βαλκάνια στην πεδιάδα του Έβρου, ενώ τον καιρό που η Ρωσία, εντελώς ήσυχα και χωρίς να φοβάται τίποτα, έκανε τη δουλειά της με τον διαμελισμό της Τουρκίας, οι διπλωμάτες της Δύσης συνέχιζαν να εγγυώνται και να υποστηρίζουν το status quo και το απαραβίαστο της Τουρκίας».

Γ΄. ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Μετά την «Οχτωβριανή Επανάσταση» των μπολσεβίκων στην Ρωσία το 1917 και στο επακολουθήσαν τα επόμενα έτη ρευστό πλαίσιο συγκρούσεων και συνεχώς εναλλασσόμενων εφήμερων «ερυθρών» και «λευκών» κυρίαρχων διαφόρων περιοχών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά από αίτημα της γαλλικής κυβέρνησης του Κλεμανσώ, και για να επιτύχει την στήριξη από την Γαλλία των ελληνικών μικρασιατικών και λοιπών εθνικών μας διεκδικήσεων εν όψει του Συνεδρίου Ειρήνης που θα συνερχόταν στο ανάκτορο των Βερσαλλιών στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919, αμέσως μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις 11 Νοεμβρίου του 1918, απέστειλε τον ίδιο μήνα (Νοέμβριο του 1918) ένα Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα 23.000 ανδρών υπό την διοίκηση του υποστρατήγου Κωνσταντίνου Νίδερ στην Ουκρανία, συνιστάμενο από έξι συντάγματα: πέντε του πεζικού, το 1ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα, το 2ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, το 3ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη, το 7ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Καμμένο, το 34ο υπό τον συνταγματάρχη Χρήστο Τσολακόπουλο και μετέπειτα τον συνταγματάρχη Πέτρο Καρακασώνη, και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα.

Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα συμπαρατάχθηκε με ένα αντίστοιχο Γαλλικό Εκστρατευτικό Σώμα και μία μεραρχία του Πολωνικού Στρατού, υπό την αρχιστρατηγία του πρώην διοικητού των συμμαχικών δυνάμεων στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης το 1917, του Γάλλου στρατηγού Φρανσαί ντ’ Εσπεραί. Μετά από σκληρές μάχες με τους ερυθρούς (μπολσεβίκους), τους κοζάκους του αταμάνου Νικιφόρ Γκριγκόριεφ και τους αναρχικούς του Νέστορος Μάχνο, στην Οδησσό, την Κριμαία, την Χερσώνα, την Μπερεζόβκα, την Σεβαστούπολη και στο Νικολάγιεφ, το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα απεσύρθη τον Απρίλιο του 1919, για να μετάσχει στην αρχόμενη εκείνη την εποχή Μικρασιατική εκστρατεία.
Στις αρχές Μαΐου του 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη υπό τις ευλογίες των Αγγλογάλλων, οι οποίοι επιδιώκουν με αυτή τους την επιλογή να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα, δηλαδή αφενός μεν να περιστείλουν τις επεκτατικές βλέψεις που τρέφει η Ιταλία στην περιοχή, αφετέρου δε να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις του Κεμάλ που οργανώνονταν στα βάθη της Ανατολίας, χωρίς οι ίδιοι να εμπλακούν σε πολεμικές επιχειρήσεις με τους Τούρκους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η περιοχή της Σμύρνης εκείνη την εποχή κατοικείτο από 200.000 Έλληνες επί συνόλου 350.000 κατοίκων.

Στην πορεία της Μικρασιατικής περιπέτειας, ο ελληνικός στρατός, από τον Μάρτιο του 1921, προελαύνει νικηφόρα στο βάθος της Τουρκίας καταλαμβάνοντας διαδοχικά το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ, την Κιουτάχεια, και φτάνει προ των πυλών της Άγκυρας τον Ιούνιο του 1921. Εν τω μεταξύ όμως ο Κεμάλ, ηγέτης του νεοτουρκικού εθνικισμού, έχει ήδη συνάψει στη Μόσχα, από τις 16 Μαρτίου 1921, «σύμφωνο φιλίας και αδελφότητας» με την Σοβιετική Ρωσία των μπολσεβίκων του Λένιν, το πνεύμα του οποίου καθομολογείται με ενάργεια στην «Παγκόσμια Ιστορία», συλλογικό έργο της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (Σοβιετικής Ένωσης) που εκδόθηκε και στην Ελλάδα το 1976, από τον εκδοτικό οίκο «Μέλισσα»: «Πριν ακόμα υπογραφεί το σύμφωνο της Μόσχας, η σοβιετική κυβέρνηση είχε αρχίσει να βοηθάει τον τουρκικό λαό. Αργότερα η βοήθεια αυξήθηκε και πλάτυνε παρ’ όλο που η ίδια η Σοβιετική χώρα δοκίμαζε τεράστιες στερήσεις. Η σοβιετική κυβέρνηση, έδωσε στον τουρκικό λαό δωρεάν πάνω από δέκα εκατομμύρια χρυσά ρούβλια, σημαντικές ποσότητες από όπλα, πυρομαχικά κ.τ.λ. Η ανιδιοτελής σοβιετική ενίσχυση βοήθησε την Τουρκία να συγκεντρώσει δυνάμεις, να οργανώσει τακτικό στρατό και να ανακόψει την επίθεση των Άγγλων και Ελλήνων εισβολέων». Πράγματι, ο Κεμάλ με την στρατιωτική βοήθεια που αφειδώς έλαβε από τους μπολσεβίκους της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίοι δεν ξεχνούσαν την συμβολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος κατά την επέμβαση των δυτικών δυνάμεων εναντίον τους (τέλος του 1918 με αρχές του 1919), νικάει στον Σαγγάριο τον Σεπτέμβριο του 1921 τις ελληνικές δυνάμεις.
Η ελληνική πλημμυρίς στην Μικρά Ασία καθίσταται σταδιακά άμπωτις και μετά από ένα χρόνο από την ήττα στον Σαγγάριο, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1922, αμέσως μετά από την κατάρρευση του μετώπου του Αφιόν Καραχισάρ στο τέλος Αυγούστου του 1922 κάτω από την πίεση μιας γενικής κεμαλικής αντεπίθεσης, ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει την Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 την παντελώς ανυπεράσπιστη Σμύρνη, σφάζουν, βιάζουν, καταστρέφουν, πυρπολούν και αφανίζουν κάθε τι το ελληνικό δημιουργώντας 1.500.000 πρόσφυγες, οι οποίοι κατορθώνουν μακροπρόθεσμα, κάτω από δραματικές συνθήκες, να καταφύγουν στην Ελλάδα.

Περιοδικό Patria, τεύχος 44, Μάϊος-Ιούνιος 2015

{{-PCOUNT-}}22{{-PCOUNT-}}

Κορυφαίες Ειδήσεις