Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του μεταβατικού αρχηγού της Ν.Δ., ξεκίνησε καλά. Απρόσμενα καλά για αρκετούς. Υιοθέτησε την τακτική των χαμηλών τόνων, της συναίνεσης και της ευθύνης για το καλό της πατρίδας. Σε αντιδιαστολή με τις ακρότητες του Αντώνη Σαμαρά (που ούτε στο τηλέφωνο δεν ήθελε να μιλήσει με τον Αλέξη Τσίπρα) επέδειξε πολιτικό πολιτισμό και δεν δίστασε να δώσει το χέρι στον πρωθυπουργό δημοσίως στη Βουλή. Στις δύσκολες συζητήσεις που έγιναν στην Ολομέλεια τον Ιούλιο (πριν από την τελική συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές) χρησιμοποίησε ήπιο λόγο και σοβαρά επιχειρήματα, ήταν άμεσος, αληθινός και προσγειωμένος. Κάθε λέξη του ήταν ζυγισμένη και προσεκτική, ενώ η συνολική παρουσία του έδινε την εντύπωση ενός προέδρου που έχει απολύτως συνειδητοποιήσει το βατερλό που υπέστη το κόμμα του λίγους μήνες πριν.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ήταν τόσο θλιβερή η παρουσία του Αντώνη Σαμαρά μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, που όποιος κι αν συγκρινόταν μαζί του, θα φαινόταν πολύ καλύτερος. Ομως ο κ. Μεϊμαράκης φέρθηκε έξυπνα. Δεν είχε στόμφο αρχηγού, δεν έκανε βαρύγδουπες δηλώσεις και προσπαθούσε να μοιράσει δίκαια και σωστά την κομματική τράπουλα. Η ανάκαμψη της Ν.Δ., που φαίνεται ήδη σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, πιθανότατα οφείλεται σε αυτή την τακτική.
Ομως όλα αυτά άλλαξαν όταν ο κ. Μεϊμαράκης εξασφάλισε ότι θα είναι πρόεδρος έως την άνοιξη του 2016. Νιώθοντας προφανώς ισχυρός, άρχισε να ξεφεύγει και να χαλάει την καλή εικόνα που είχε δημιουργήσει έως εκείνη τη στιγμή. Ο δημόσιος λόγος του μεταλλάχθηκε και από ήπιος και συναινετικός έγινε «μάγκικος», λαϊκός και εξυπνακίστικος. Φράσεις, όπως «πού το πάει επιτέλους ο τύπος;» (εννοώντας τον Αλέξη Τσίπρα), και χαρακτηρισμοί, όπως «ψευταράκος» και «πονηρούλης», δεν ταιριάζουν σε σοβαρό αρχηγό, ειδικά αυτή την κρίσιμη στιγμή.
Αν ο κ. Μεϊμαράκης επιλέξει τελικά το σκληρό ροκ σε αυτή την προεκλογική περίοδο, θα βγουν χαμένοι τόσο αυτός όσο και η Ν.Δ. Η εποχή δεν σηκώνει… τσαμπουκάδες και η Ν.Δ. δεν έχει το ηθικό πλεονέκτημα για να ανεβάσει τόσο πολύ τους τόνους και να δείχνει με το δάχτυλο, γιατί δεν πάει πολύς καιρός που κυβερνούσε (με τραγικά αποτελέσματα). Λίγη αυτοσυγκράτηση δεν βλάπτει, λοιπόν, γιατί ο λαός δεν ξέχασε σε επτά μήνες τα έργα και τις ημέρες του κ. Σαμαρά.
Επιπλέον, η Ν.Δ. ψήφισε το «Μνημόνιο Τσίπρα – Καμμένου» και δεν μπορεί τώρα να το καταγγέλλει, παριστάνοντας την… αθώα. Κριτική ασφαλώς θα πρέπει να ασκήσει (και μάλιστα αυστηρή), όμως εντός συγκεκριμένου πλαισίου και όχι αφ’ υψηλού, σαν να μην έχει η ίδια καμία ευθύνη για την κατάσταση της χώρας.
Δεύτερο κακό σημάδι για τη μετάλλαξη Μεϊμαράκη είναι η επιλογή του να μπουν στην πρώτη γραμμή του προεκλογικού αγώνα φθαρμένα στελέχη του σαμαρικού παρελθόντος, παρότι όταν είχε αναλάβει υποσχέθηκε ανανέωση. Δυστυχώς έως τώρα δεν προώθησε ούτε ένα νέο στέλεχος. Το τρίτο σημάδι είναι ότι δεν κατάφερε ακόμα να «μαζέψει» τους ακραίους του κόμματος, που συνεχίζουν να προκαλούν τον λαό.
Χρόνος βέβαια υπάρχει ακόμα. Αν τις επόμενες εβδομάδες η Ν.Δ. εμφανιστεί ως η ήρεμη δύναμη ευθύνης, που έχει επίγνωση των λαθών της και είναι έτοιμη για συνεργασίες, τότε μπορεί να κάνει ακόμα και τη μεγάλη έκπληξη. Αν όμως συνεχίσει το σκληρό ροκ και τη ρητορική πεζοδρομίου, θα ξυπνήσει δυσάρεστες μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος και θα κάνει το πιο μεγάλο δώρο στον κ. Τσίπρα.
Δημήτρης Ριζούλης