Αίθουσες τέχνης σε τόνους φθινοπώρου

Ενδιαφέρουσες εικαστικές δημιουργίες από νέους καλλιτέχνες ή και ωριμότερους, που έχουν, μέσα από την πολύτιμη εμπειρία τους, κάτι νέο να μεταφέρουνΑθηνά Σχινά*

Οταν διανύουμε τις μέρες του αποκαλόκαιρου, μεταφέρουμε εντός μας, αφενός, τους τόνους από την «παρασημαντική» γλώσσα που αφορά τις νοσταλγίες του θέρους, αφετέρου, μια διάχυτη μελαγχολία, αναμεμειγμένη με ένα ακαθόριστο είδος φόβου, άλλοτε πάλι -πιο σπάνια- μια κάποια μετέωρη και προσδοκώμενη χαρά για τα άγνωστα και τα μελλούμενα. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, από την άλλη πλευρά, επειδή είχαν απείρως μεγαλύτερη συνάφεια με τη φύση, μέσα από τα φαινόμενα της οποίας διερμήνευαν (με συμβολικό τρόπο) την πορεία και την εξέλιξη της ζωής τους, όπως, π.χ., στα Ελευσίνια Μυστήρια, θεωρούσαν το φθινόπωρο εποχή της σποράς, με παράλληλη την παροχή δυνατοτήτων για μια ενθαρρυντική και νέα κάθε φορά αναγεννητική αρχή.

Οι αίθουσες τέχνης μόλις άρχισαν τα καινούργια προγράμματά τους, παρουσιάζοντας μέσα από ενδιαφέρουσες εικαστικές δημιουργίες νέους καλλιτέχνες ή και ωριμότερους, που έχουν, μέσα από την πολύτιμη εμπειρία τους, κάτι νέο να μεταφέρουν. 
Ο ζωγράφος Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος εμπνέεται από το φθινόπωρο -και όχι μόνο, θα έλεγα-, επιλέγοντας τα ανάλογα υλικά του, προκειμένου να εκφράσει τις αφορμές που του δίνει η ρεαλιστική εκδοχή κάποιας κάθε φορά διαφορετικής πραγματικότητας, τροφοδοτώντας από κει κι ύστερα τα βλαστήματα της φαντασίας του. Πότε με λάδι κι άλλοτε με ακουαρέλα ή με χρώματα ακριλικά, εκφράζει ορισμένες συνισταμένες του κλίματος και της ατμόσφαιρας που βιώνουμε αυτές τις μέρες, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Θέλω να πω με αυτό ότι το φθινόπωρο λειτουργεί στα έργα του ως καταστατική και ψυχολογική συνθήκη, υποδεικνύοντας περισσότερο τις διαθέσεις μας και τους τρόπους που εσωτερικεύουμε τις πτυχές της εποχής, παρά τις όποιες αλήθειες της, που συνεχώς μεταλλάσσονται και τις αμφισβητούμε, όποτε χρειαστεί να τις ανακαλέσουμε.

Τα χρώματα του Γερ. Γ. Γερολυμάτου ακολουθούν το νηφάλιο και αρκετά μελετημένο του σχέδιο, που περιλαμβάνει και αναδεικνύει λεπτεπίλεπτες ισορροπίες ανάμεσα στην απόδοση του στιγμιαίου, του εφήμερου και μιας διάρκειας επιθυμητής, που διαστέλλει τον χώρο και τον χρόνο του πραγματικού, μεταφράζοντάς τον σε μνημικό γεγονός. Ενα γεγονός που ανασύρεται από το υποσυνείδητο. Χρησιμοποιώντας ο καλλιτέχνης την παραστατικότητα (συνήθως με υφέρποντες συμβολισμούς) και σε άλλα έργα του μέσα από μια εξπρεσιονίζουσα αφαίρεση, αποκαλύπτει στις επιφάνειές τους όψεις, όπως επίσης και ελεγειακές, θα λέγαμε, συνόψεις της καθημερινότητας, σαν να τις αντλεί από το υπέδαφος της μνήμης, ανασυνθέτοντάς τες σε μια εικαστική αυλαία. Γι’ αυτό και τα χρώματά του λάμπουν, μέσα από μια βαθύτερη φωταύγεια, που τα κάνει να συγγενεύουν με τα σμάλτα ή με ορυκτά πετρώματα, προσδίδοντας πολυτιμότητα στα ταπεινά και τα αμελητέα των πραγμάτων, των συνομιλιών, των συναναστροφών μας, όπως επίσης της ζωής μας που απέλειπε και του αναγκαίου περιβάλλοντος που ψυχοδυναμικά και πολιτισμικά την αντικατοπτρίζει.

Η εικαστική φωτογράφος Μαρία Στέφωση παρουσιάζει αυτήν την περίοδο, σε μια εξαιρετική από κάθε άποψη έκθεση, στην Γκαλερί Αργώ της Αθήνας τα «Φαγιούμ των λουλουδιών». Ο τίτλος παραπέμπει στα νεκρικά και ελεγειακά εκείνα πορτρέτα, που διαμορφώθηκαν με εγκαυστική ζωγραφική κάποτε (κατά τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια), προκειμένου να απεικονίσουν τη μετέωρη κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, αποτυπώνοντας κυρίως την ίδια τη χαρμολύπη που γεφυρώνει -μέσα από τη νοσταλγία, τη σκιώδη πικρία της ωραιότητας και ταυτόχρονα της ματαιότητας των εγκοσμίων- τον πόνο και την ελπίδα, τη λαχτάρα και την αποδρομή, τη μακαριότητα και την απαντοχή, τα σκιρτήματα ζωής και την αναχώρηση για τον υπερβατικό κόσμο, ισορροπώντας οριακά ανάμεσα στις αντιθετικά συνυπάρχουσες αυτές στιγμιαίες καταστάσεις, που απαρτίζουν τους κρίκους, θαρρείς, μιας αλυσίδας. Της αλυσίδας που χαρακτηρίζει από τη μια πλευρά τη φύση κι από την άλλη την ανθρώπινη υπόσταση. Η εμπνευσμένη και εντυπωσιακά αισθαντική αυτή φωτογράφος προσωποποιεί τις ιδιότητες των λουλουδιών, καθώς εκφραστικά τα αποδίδει ανά μονάδα ή μέσα από ευάριθμες ομάδες, που τις διαμορφώνει σαν να πρόκειται για συνάξεις ανθέων, που υπομνηματίζουν μνήμες εγκόσμιες και συναναστροφές υπερκόσμιες, οι οποίες εμφανίζονται στην αυλαία της θέασης, μέσα από ομιλήματα και σιωπές. 

Οι επισφαλείς βεβαιότητες της ευκρίνειας και της υποτιθέμενης ακινησίας αποκαθηλώνονται στο βλέμμα του θεατή, ο οποίος παρακολουθεί στα έργα αυτά της μετουσίωσης την ίδια τη μετάπραξη που επιτελεί το φως, ως παλμογενετικό φαινόμενο και ως σειραϊκή ακολουθία ανάμεσα σε συνέχειες και ασυνέχειες. Αυτές άλλωστε είναι εκείνες που ορίζουν το εκάστοτε μήκος κύματος της οπτικής αντιπαροχής του φωτός, το οποίο, ως μορφή, στην ουσία υποδηλώνει τον μεταιχμιακό χωροχρόνο της ευάλωτης και ταυτοχρόνως αειθαλούς παρουσίας κάθε άνθους, πάνω στο λευκό ή μαύρο φόντο του. Η Μαρία Στέφωση, συνδυάζοντας ευφυώς την ασπρόμαυρη με την έγχρωμη τεχνική απόδοση στα αφοπλιστικής ωραιότητας λουλούδια της, όπως και στα φυλλώματα που επιλέγει φωτογραφικά να αποκαλύψει, γράφει στην κυριολεξία με το φως τη φύση και την πεμπτουσία της διαφάνειας, αναδεικνύοντας τον καταλυτικό ρόλο της μέσα από τις λεπτεπίλεπτες τονικότητες της φωταύγειας και του σκότους, μέσα επίσης από την απτότητα και τις εσωτερικές δονήσεις μιας αδιόρατης μεμβράνης, που κρύβει και ταυτοχρόνως αποκαλύπτει ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στις ψευδαισθήσεις και τις αλήθειες του εδώ και του επέκεινα τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Με μελάνι, κάρβουνο, μολύβια, δηλαδή με «ελαφρά», όπως χαρακτηρίζονται υλικά, η Ματίνα Γαλάτη σκιαγραφεί τα δικά της ουτοπικά και ταυτοχρόνως μετουσιωτικά τοπία, ενός συναισθαντικού φθινοπώρου. Περισσότερο εκφράζει τη στοχαστικότητα, το κλίμα και την ατμόσφαιρα, μέσα από τη ρευστότητα και τις γοργές όσο και παράδοξες μεταλλαγές των διαθέσεων της ψυχικής ενδοχώρας. Στη γραφή της (όπως βλέπει κανείς στην Γκαλερί Myro της Θεσσαλονίκης) συνδυάζει την παραστατικότητα με την αφαίρεση και το χειρονομιακό εικαστικό αποτύπωμα με την εσωτερικευμένη δυναμική ενός μετεξπρεσιονισμού. 

Η ζωγράφος δομεί με ευελιξία και εναλλακτικότητα τα κέντρα βάρους της κάθε σύνθεσής της, ένα χαρακτηριστικό της άλλωστε γνώρισμα -σε αυτήν τουλάχιστον την ενότητα των έργων της-, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο καθοδηγεί υποβλητικά, αλλά χωρίς να δεσμεύει το βλέμμα του θεατή, προκειμένου να τον μυήσει ανεπίληπτα στην ατμόσφαιρα των έργων της. 

Η Ματίνα Γαλάτη, καθοδηγούμενη από έναν ενδιάθετο, θαρρεί κανείς, παλμογράφο, απεικονίζει μέσα από τις τονικές διακυμάνσεις της εκάστοτε αναρρυθμιζόμενης και προπαντός εικονοπλαστικής της φωτοσκιάς τη διαστρωμάτωση που διαμορφώνουν ποικίλες ατομικές μνήμες, αλλά και πολυπρόσωπες εμπειρίες, προερχόμενες κυρίως από την ασιατική καλλιγραφία και τη φιλοσοφία των χωρών της Απω Ανατολής. 
Επομένως, δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει όσα παρατηρεί, αλλά όσα η φύση και η ζωή μπορούν -ως ένα μεταισθητικό αμάλγαμα- να δημιουργήσουν στο υποσυνείδητό της. Η συγκεκριμένη ζωγράφος, σε κάθε περίπτωση, ενσωματώνει, πολυεπίπεδα αφομοιώνει και ανανεωτικά ενυδατώνει ποικίλα ερεθίσματα και εντυπώσεις, προερχόμενες από το ασταθές και συνεχώς μεταβαλλόμενο υποσυνείδητο, όσο κι από τις εσωτερικές απηχήσεις αρχετύπων, αλλά και συνεχόμενων αναδράσεων του συλλογικού ασυνειδήτου, χωρίς η ψυχολογική αυτή συνθήκη να αναιρεί τη στοχαστικότητα και την πνευματικότητα όσων θέλει, μέσα από τη «δραματουργία» ή την επιτελεστική διαδικασία της εικαστικής πράξης, να υποδείξει, σαν μια αφαιρετική ακολουθία υπαινιγμών, που παραπέμπουν στις πραγματικότητες του διαισθητικά ορατού.

Ο Γιάννης Κοντοβός, που εκθέτει αυτήν την εποχή μια σειρά έργων του στην Art Gallery της Αλεξανδρούπολης, διαθέτει έναν αξιόλογο και πολυεπίπεδο προβληματισμό, που σχετίζεται με τον ρόλο του καλλιτέχνη και του μοντέλου που εκείνος ζωγραφίζει, αναθέτοντάς του ως αφηγητής και παράλληλα ως αφηγούμενος -μέσα από ένα «δραματουργικό» και θεατρικού τύπου πλαίσιο- να ισορροπήσει τη φυσική ή βιωματική πραγματικότητά του με την αναφορική ή σημασιολογική «πραγματικότητα» του έργου της τέχνης. Σε άλλα έργα του Γιάννη Κοντοβού (ο οποίος συνδιαλέγεται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στην αφαίρεση ή ανάμεσα στην παραστατικότητα και στον σουρεαλισμό) το διώνυμο αυτό επεκτείνεται, περιλαμβάνοντας διαλεκτικά τη φυσική και την τεχνητή πραγματικότητα, όπως επίσης το ατμοσφαιρικό φως και τον ηλεκτρικό λαμπτήρα, την παιδική ηλικία της αθωότητας και τη μελαγχολική ηλικία του φθινοπώρου. Στην προκειμένη περίπτωση, τα σουρεαλιστικά στοιχεία ή μοτίβα του ζωγράφου παρενθέτουν και συμβολιστικές εκδοχές. 

Ο δημιουργός μπορεί με άνεση και ευρηματικότητα να διαπραγματεύεται μια ποικιλία κι ένα εύρος υλικών, αλλά εκείνα τα υλικά και φυσικά ο επιδέξιος χειρισμός τους που απηχεί υποβλητικότερα την ποιητική και στοχαστική διάσταση των θεμάτων του, όπως επίσης και την «ελαφρότητα», θα λέγαμε, του «είναι» τους, αφορά το κάρβουνο, που με σχεδιαστική ευχέρεια ο Γιάννης Κοντοβός χειρίζεται, μαζί με τον γραφίτη και τα χρωματιστά μολύβια, καθώς αποδίδει την επάλληλη λεπταισθησία των στρωμάτων της εικαστικής γραφής του, απελευθερώνοντας μια φωτογενή διαφάνεια, που αναδύεται σαν διαπνοή, μέσα από τις μορφές του. 
Τα φθινοπωρινά ασπρόμαυρα σύννεφα του ζωγράφου συνεχώς μετασχηματίζονται, παραπέμποντας στα όνειρα και στις αφαιρετικές εικονοπλασίες των ενδογενών διεργασιών, τις οποίες προβάλλει το υποσυνείδητο στον ουρανό της θέασης. Κάτω από το ουράνιο στερέωμα των έργων του Γιάννη Κοντοβού, άλλοτε πάλι σαν άνεμος της εποχής που προμηνύει πρωτοβρόχια ή σαν διακριτική και μαζί ανεξαίρετη σκιά κάτω από τα δέντρα, εμφανίζεται να αιωρείται ο αινιγματικός χαρακτήρας της ζωής.

*Κριτικός & ιστορικός τέχνης

{{-PCOUNT-}}15{{-PCOUNT-}}

Κορυφαίες Ειδήσεις