
Η Αννα Γερολυμάτου και ο Χρήστος Κεχαγιόγλου είναι δύο καλλιτέχνες που έχουν βρει τους τρόπους να έλκουν συγκινησιακά την προσοχή του θεατή
Από την
Αθηνά Σχινά
Είναι παρήγορο στις μέρες μας το γεγονός μιας αναμφίβολα νέας και πολύτροπης εικαστικής ποιότητας που συχνά αναδύεται ως εκφραστική αντίσταση απέναντι στην ισοπεδωτική ομοιογένεια, στην «εκσυγχρονιστική» -πλην εξαιρέσεων- νεωτερικότητα, απέναντι στον σοφιστικό επίσης και γεμάτο φρούδες ρητορείες μιμητισμό, στη διαπραγματευτική δύναμη και την καταναλωτική ρηχότητα συναλλακτικών «ιδεών» και εν τω μεταξύ στη διάχυτη βία που πολιορκεί τις ανοχύρωτες, πλέον, ζωές μας. Κι αυτό το διαπιστώνει κανείς μέσα από τα έργα αρκετών καλλιτεχνών, οι οποίοι δεν αγνοούν ασφαλώς την πραγματικότητα που βιώνουμε, αλλά και δεν καταβάλλονται από την κρίση αξιών που εκείνη καθημερινά υπαγορεύει, χωρίς, από την άλλη πλευρά, να αδιαφορούν, εφόσον όλοι αντιμετωπίζουμε τα αντικρίσματα μιας καθολικότερης χρεοκοπίας.
Ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης δεν εξαντλείται ασφαλώς στην κριτική διάσταση που εμπεριέχει, αφυπνίζοντας -αμεσότερα είτε υπαινικτικά- συνειδήσεις. Αλλωστε, η έννοια της κριτικής και των διάφορων αναθεωρήσεων που επιβάλλει λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Πριν ωστόσο απ’ όλα οφείλει κανείς να ξέρει, μέσα από τα έργα τέχνης που διαμορφώνει και προτείνει ο καλλιτέχνης στον θεατή, τι υποδεικνύει ότι εγκαταλείπει και με τι το αντικαθιστά, πώς διαχειρίζεται το υπόστρωμα της συλλογικής μνήμης και τις σχέσεις παρελθόντος/παρόντος, ποιους επίσης νέους ορίζοντες ανοίγει στον θεατή και αποδέκτη, όπως επίσης με ποιες ευθύνες τον επιφορτίζει. Για όλα αυτά πάντως, αλλά και για άλλα τόσα, ένα είναι σίγουρο και έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό στην πράξη. Κι αυτό είναι πρώτιστα το ερέθισμα του υποσυνειδήτου που προκαλείται εκ μέρους του ποιητικού λόγου της εικονοπλασίας, αλλά και η έλξη που πρέπει εκείνη να ασκεί, βασιζόμενη στον εσωτερικό ρυθμό των παρατηρούμενων -τονικών χρωμάτων και σχεδιασμών-, η αισθαντικότητα και η υποβλητικότητα επίσης της ατμόσφαιρας που το έργο καλλιεργεί, προκειμένου να κινητοποιείται δημιουργικά ο συνειρμός, για να αποκτήσει ο εικονισμός (παραστατικός ή αφαιρετικός) μια μεταγλώσσα.
Οι εικαστικοί καλλιτέχνες στους οποίους θα αναφερθώ, παρουσιάζοντας σταδιακά κι άλλους, έχουν βρει τους τρόπους να έλκουν συγκινησιακά την προσοχή του θεατή, αφού προηγουμένως έχουν επιλέξει και μετουσιώσει τις εμπειρίες, τα υλικά και τη γραφή τους, αποδίδοντας εκφραστικά μια αποκαλυπτόμενη «στρωματογραφία» από εντυπώσεις κι αναμνήσεις, συλλογισμούς και βιώματα, στοχασμούς κι αναζητήσεις, πράξεις και συναναστροφές. Μια τέτοιου τύπου προσέγγιση, όσον αφορά τις επιλογές των υλικών της και τον τρόπο συνομιλίας τους ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, έχει κάνει μέσα από τα έργα της η ζωγράφος Αννα Γερολυμάτου.
Η ζωγράφος ζει μόνιμα και εργάζεται στις Βρυξέλλες, έχοντας πρόσφατα -και μάλιστα με εξαιρετική επιτυχία- παρουσιάσει τη δουλειά της σε διεθνές φυσικά κι απαιτητικό κοινό, μέσα από την Galerie Theorema. Τα δικά της ερανίσματα, τα στοιχεία με άλλα λόγια που με ιδιαίτερη προσοχή επιλέγει προκειμένου να διαμορφώσει το παλίμψηστο των εικαστικών επιφανειών της, αποτελούνται από παλιές φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, χειρόγραφες επιστολές και σφραγίδες, μοτίβα υφασμάτων και ταπετσαριών, σελίδες από λαϊκά περιοδικά κι εφημερίδες, αποσπάσματα από αλλοτινές διαφημιστικές αφίσες και ημερολόγια, παρτιτούρες και προσωπικές κάποτε γραμμένες σημειώσεις, εικόνες από ξεχασμένες λιθογραφίες και χαρακτικά, κεντήματα και δαντέλες, διακοσμητικές δηλαδή λεπτομέρειες μαζί με ό,τι θα μπορούσε με υποβλητικούς τρόπους να διαμορφώσει μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας, πολυσυλλεκτικής μνήμης, ανακλήσεων και αποτυπωμάτων της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η Αννα Γερολυμάτου, μέσα από την υπόδειξη μιας περιθάλπουσας τρυφερότητας, που μεταγγίζεται στα τεκμήρια αλλοτινών εποχών (όπως εκείνη τα μεταμορφώνει, προσδίδοντάς τους μια ιδιάζουσα υφολογία), αποκαλύπτει σταδιακά έναν μετασχηματιζόμενο κι αναθρώσκοντα κόσμο. Εναν κόσμο με ηχητική, θαρρείς, σουρντίνα αισθαντικότητας κι ευφροσύνης, αθωότητας κι ερωτισμού, με άρωμα και γοητεία παρελθόντος, προκειμένου ο θεατής (αφού υπερακοντίσει τον λυρισμό και τα σκιρτήματα κάποιας μακρινής ωραιότητας συναγωνιζόμενης την αναπόφευκτη ματαιοδοξία) να διερωτηθεί έμμεσα τόσο για την έννοια όσο και για το πικρό βίωμα της απώλειας. Πρόκειται για την απώλεια που αφήνει πίσω της κενά και ερωτήματα, ισοδυναμώντας ανάλογα -στην προκειμένη περίπτωση εμφανέστερα- με την αγωνιώδη ανίχνευση των αιτίων που αφορούν την αλλοτρίωση πολιτισμικών αξιών, οι οποίες έχουν πλέον συμπαρασύρει καθημερινές κυρίως συμπεριφορές, με δραματικές μάλιστα αλλαγές, απειλώντας πρωτόγνωρα τη συνεκτικότητα του κοινωνικού ιστού στις μέρες μας.
Ο Χρήστος Κεχαγιόγλου χαρτογραφεί τον δικό του εικαστικό κόσμο, μέσα, θαρρεί κανείς, από την ασυνόρευτη αθωότητα της παιδικής ματιάς και μιας πραγματογνωστικής παραδοξότητας, που οδηγεί σε νοσταλγίες και αινίγματα, για τα περασμένα και τα μελλούμενα, για τα υποδεικνυόμενα και τα παρελκόμενα, για τα γνωστά επίσης και τα διαρκώς αποκαλυπτόμενα. Οσα μεταφέρονται και κυρίως μεταγγίζονται από την ενδοχώρα μιας προσωπικής μνήμης στην εικαστική κάθε φορά επιφάνεια του ζωγράφου, μέσα από την εσωτερική τους φωταύγεια, τη διαχειριστική τους ζωντάνια και τη χρωμοπλαστική σπαργή ενός πολυμερισμένα οργανικού, αλλά πάντοτε πρωτοφανέρωτου σχηματισμού. Η ασυνόρευτη αυτή αντίληψη, μέσω της οποίας διαμορφώνει ο Χρ. Κεχαγιόγλου την ποιητικής δυναμικής εικονοπλασία του, μετατρέπει το μακρινό σε κοντινό γεγονός και το οικείο σε ανοίκειο.
Στην πρόσφατη παρουσίαση της ζωγραφικής ενότητάς του, που είδαμε στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, με τίτλο «Μέλλον», ο Χρ. Κεχαγιόγλου, χωρίς να απομακρύνεται από την αναγνωριστική αφηγηματικότητα των θεμάτων του, υπήρξε πολύ πιο αφαιρετικός, οδηγώντας το βλέμμα του θεατή σε ένα βαθύτερο επίπεδο: εκείνο που γεννά τον ποιητικό συνειρμό, τις ενέργειες και τις δράσεις του λόγου, καθώς ανασύρονται από το υποσυνείδητο, ως μνημοτεχνικές, μετουσιωτικές και ρυθμογενετικές καταστάσεις. Οι εικόνες του ζωγράφου, με μια εσωτερικευμένη δυναμική, που αποτυπωνόταν στη χειρονομία, με μεγαλύτερη επίσης ελευθερία σχεδιασμού και πιο υποβλητικούς χρωματισμούς, απέδιδαν παραθαλάσσια τοπία στο χαρτί ή στον καμβά.
Αλλοτε, πάλι, εξέφραζαν μεταιχμιακά και μετέωρα στιγμιότυπα, την ώρα που, «αυθαιρετώντας», αποκαθηλώνονταν αυτές οι εικόνες από τις εκλογικευμένες δεσμεύσεις τους, οριοθετώντας το βλέμμα μας σε ένα διακύβευμα ανάμεσα στη θάλασσα και τη στεριά, στη γη και στον ουρανό, στις στάσεις και τις αναμονές, στο παρελθόν και το μέλλον. Αλλωστε το «μέλλον» ο Χρ. Κεχαγιόγλου το διαπραγματεύεται χωροχρονικά, σαν μια αντικατοπτρική «υπόθεση» και παράλληλα μια συγκερασμένη προβολή του παρελθόντος στο μέλλον. Ο αντικατοπτρισμός αυτός προεκτείνεται μάλιστα και στην αντιστροφή, καθώς δεν κοιτάζει ο θεατής μονοσήμαντα κάθε τοπίο, αλλά αφ’ ης στιγμής, στη ζωγραφική του Χρ. Κεχαγιόγλου, ο θεατής κοιτάζει κι εμψυχώνει το τοπίο, με τη σειρά του κι εκείνο προσκομίζει, ως τεκμήρια της ζωντάνιας του, τα δικά του «βλέμματα», κοιτώντας και συνομιλώντας με τον εκάστοτε θεατή.
*Κριτικός & ιστορικός τέχνης


