Ερχονται τριβές με ΗΠΑ και εταίρους στην Ε.Ε. εν όψει του νέου γύρου στενότατων επαφών μεταξύ Ελλάδας – ΚίναςΑπό τον
Αλέξανδρο Τάρκα
Διπλωματικές εμπλοκές στις σχέσεις με ισχυρούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Eνωσης και τις Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να προκληθούν τις επόμενες εβδομάδες, εν όψει της έναρξης νέου γύρου στενότατων επαφών μεταξύ της Ελλάδας και της Κίνας.
Αν και η οικονομική συνεργασία Αθήνας – Πεκίνου αποτελεί επιλογή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2006, με την υπογραφή δήλωσης στρατηγικής συνεργασίας από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και τον τότε πρόεδρο Γουέν Τζιαμπάο και την έκτοτε ανταλλαγή πλήθους επισκέψεων Κινέζων και Ελλήνων αξιωματούχων (μεταξύ αυτών, οι Αντ. Σαμαράς και Αλ. Τσίπρας, το 2013 και το 2017 αντίστοιχα), τα νέα στοιχεία που θα προκαλέσουν τριβές είναι δύο:
• Πρώτον, η Ε.Ε. και η Ουάσινγκτον συνδέουν πλέον το επενδυτικό ενδιαφέρον της Κίνας για τη νότια Ευρώπη με συγκεκριμένους στρατηγικούς, πολιτικούς -ή ακόμα και στρατιωτικούς- στόχους διείσδυσής της στην ευρύτερη περιοχή.
• Δεύτερον, οι διαβουλεύσεις Αθήνας – Πεκίνου περνούν πια σε πολύ πιο ουσιαστική φάση για την επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην πρωτοβουλία «16+1» (σήμερα διαθέτει ιδιότητα παρατηρητή), την πρακτική σύνδεσή της με τη μείζονος σημασίας πρωτοβουλία του «Νέου Δρόμου του Μεταξιού» («One Belt, One Road» – OBOR/BRI) και την εμβάθυνση της ενεργειακής συνεργασίας (State Grid στον ΑΔΜΗΕ, Beijing Shenhua και Guoha για λιγνιτικά πεδία και China Energy Corp για ποικίλα ηλεκτροπαραγωγικά προγράμματα).
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι συνομιλίες του υπουργού Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλου στο Πεκίνο, στις αρχές Μαρτίου, επικεντρώθηκαν σε σειρά πρακτικών ζητημάτων για την BRI και την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων (προγραμματισμός επισκέψεων εργασίας και υπογραφής διακρατικών κειμένων) και αποδείχθηκαν σημαντικότερες, συγκριτικά με τις άνευ πρακτικού αποτελέσματος διαβουλεύσεις του προκατόχου του, Ν. Κοτζιά, πέρυσι τον Αύγουστο.
Κατά τις ίδιες πηγές, η κυβέρνηση, αναμένοντας προφανώς την αμερικανική δυσαρέσκεια, έχει ήδη σπεύσει να εξηγήσει στην Ουάσινγκτον κατά τον Στρατηγικό Διάλογο του Δεκεμβρίου και σε προγενέστερες και μεταγενέστερες επαφές ότι κύρια προτεραιότητά της είναι η προσέλκυση επενδύσεων για την ανάπτυξη των υποδομών και την έξοδο από την κρίση, χωρίς διακρίσεις. Οι προϋποθέσεις που θέτει η Αθήνα για την έγκριση επενδύσεων είναι η τήρηση της διαφάνειας βάσει των ελληνικών νόμων και ο σεβασμός των κανόνων της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., οπότε κάθε χώρα είναι ευπρόσδεκτη. Ανάλογες διατυπώσεις είχαν χρησιμοποιηθεί για τη δικαιολόγηση παλαιότερων επαφών με τη Ρωσία, χωρίς να υπάρξει τελικά κρίση με τις ΗΠΑ, καθώς η Μόσχα διευκρίνισε, αυτοβούλως, πως μεγάλες εταιρίες, όπως η Gazprom, δεν ενδιαφέρονται για την Ελλάδα χωρίς την εξασφάλιση προηγούμενης έγκρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Βέβαια, εν όψει της ιδιωτικοποίησης λιμένων και της λήψης αποφάσεων για το LNG, οι σχέσεις Αθήνας – Μόσχας θα ξαναβρεθούν στο αμερικανικό μικροσκόπιο.
Πάντως, στην περίπτωση της Κίνας, η αμερικανική πλευρά δεν συμμερίζεται την ελληνική επιχειρηματολογία στο παραμικρό. Φέρεται ότι δεν έχει καν εισέλθει στη συζήτηση περί όρων και προϋποθέσεων των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, προειδοποιώντας ότι το μόνο που ενδιαφέρει το Πεκίνο είναι η αύξηση της επιρροής του στη ΝΑ Μεσόγειο και στον ευρωπαϊκό Νότο. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσινγκτον έχει περιγράψει την κινεζική τακτική ως παραπλανητική στο σκέλος των υποσχέσεων παροχής χρηματοδοτήσεων και εμπορικών κινήτρων, ώστε να ακολουθήσει το σκέλος των πολιτικών δεσμεύσεων και της εξάρτησης από την BRI.
Με δεδομένες τις αμερικανικές αντιδράσεις, η ελληνική διπλωματία θα μπορούσε ίσως να οχυρωθεί πίσω από το σύνηθες επιχείρημα της κοινής θέσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης έναντι του Πεκίνου. Φαινομενικά, οι δύο πλευρές όχι μόνον εξακολουθούν να συνομιλούν, αλλά ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Κ. Γιούνκερ, ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν και η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ εμφανίστηκαν ικανοποιημένοι από τις χθεσινές επαφές τους, στο Παρίσι, με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, προσβλέποντας με αισιοδοξία στη Σύνοδο Κορυφής Ε.Ε. – Κίνας στις 9 Απριλίου.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, οι τομείς συνεργασίας Ε.Ε. – Κίνας θα είναι ελάχιστοι και συγκεκριμένοι, και -το κυριότερο για την Αθήνα- οι επαφές κεντρικά συντονισμένες από τις Βρυξέλλες με γαλλική και γερμανική επιρροή, χωρίς περιθώρια ελιγμών από τα μικρότερα κράτη-μέλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Μακρόν δήλωσε πως «η εποχή της ευρωπαϊκής αφέλειας (για την Κίνα) έχει τελειώσει» και πως δεν είναι δυνατόν το Πεκίνο να εκμεταλλεύεται τις ευρωπαϊκές διαφωνίες, συμπληρώνοντας πως υποστηρίζει αυστηρότερους κανόνες έναντι των κινεζικών επενδύσεων.
Σε αντίθεση με τη στάση Μακρόν – Μέρκελ, η Ιταλία υπέγραψε, το Σάββατο, συμφωνία ένταξης στην BRI, δείχνοντας πως η αντιπαράθεση Ρώμης – Ε.Ε. θα γίνει σκληρότερη, με σαφείς επιπτώσεις και στην Ελλάδα.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη