Σταμάτης Κόκοτας – Καλό ταξίδι στου παραδείσου τα σοκάκια τα βραδάκια…

Αυτές τις μέρες πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για τον μεγάλο Σταμάτη Κόκοτα, τον βελούδινο τραγουδιστή με τις «μεταξένιες φαβορίτες», που πέταξε σε άλλους κόσμους, τα ξημερώματα του Σαββάτου της 1ης Οκτωβρίου.

• Του Χρήστου Μπολώση

Άκουσα για πρώτη φορά τον Κόκοτα σε ένα από εκείνα τα διαφημιστικά ημίωρα των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών της δεκαετίας του ’60, της «Κολούμπια-Χις Μάστερς βόις-Κάπιτολ» αφ’ ενός και της «Οντεόν-Παρλοφών» αφ’ ετέρου. Τα ημίωρα αυτά μεταδίδονταν, το ένα μετά το άλλο, τα Κυριακάτικα μεσημέρια, από το Β΄ Πρόγραμμα του τότε ΕΙΡ. Το ημίωρο της «Κολούμπια» είχε για εναρκτήριο σήμα, την εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Βασίλη Τσιτσάνη, που τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης, ενώ της «Οντεόν» την εισαγωγή του τραγουδιού «Οι γλάροι»  σε μουσική του Νίκου Μεϊμάρη, που τραγούδησε ο Πάνος Γαβαλάς, που είχε γράψει και τους στίχους.

Σε μία τέτοια εκπομπή λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά το μεσημέρι της  Κυριακής του Πάσχα του 1967 τον Σταμάτη Κόκοτα να ερμηνεύει το «Βρέχει ο Θεός», σε  στίχους του Νίκου Γκάτσου και μουσική του Δήμου Μούτση, ασύλληπτα μεγέθη για την σημερινή εποχή. Το τραγούδι και προ παντός ο ερμηνευτής, μου άρεσαν τόσο, ώστε από κει και πέρα, ο πρώτος που αποκτούσε τους καινούργιους δίσκους του Σταμάτη ήταν ο ίδιος και ο δεύτερος ήμουν εγώ…

Με είχε γοητεύει αυτή η απαλή και λίγο νοσταλγική φωνή του, που την χρωμάτιζε, όπως εκείνος ήξερε, με αποτέλεσμα να την κάνει μοναδική. Πολλοί προσπάθησαν να τον  μιμηθούν και ιδίως από την αντίπαλη δισκογραφική εταιρία, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Είδα για πρώτη φορά τον Κόκοτα «ζωντανό» στο κέντρο «Δειλινά», που βρισκόταν  στην οδό Κέας, έναν κάθετο στην  Πατησίων δρόμο, κοντά στην  Πλατεία Κολιάτσου. Τότε η πρόσβαση την περιοχή αυτή ήταν ελεύθερη και δεν χρειαζόταν διαβατήριο, όπως  σήμερα, αφού ήδη από ελεύθερες περιοχές, από ετών είναι κατεχόμενα εδάφη, από τους αδελφούς μουσουλμάνους. Τέλος πάντων.

Τότε, τα κέντρα διασκεδάσεως, ήταν τελείως διαφορετικά από τα σημερινά «ορθάδικα». Όλοι οι θαμώνες κάθονταν στα τραπέζια (εν τάξει, στις καρέκλες όπως χτυπιόταν και ο θρυλικός Μπρίλης στα «Κίτρινα γάντια», καθόσον «κάθονται στα τραπέζια οι άνθρωποι;»…). Όλοι λοιπόν καθιστοί (υπήρχαν και μερικοί στα σκαμπό του μπαρ, που έρχονταν για λίγο), με το ταμπλ ντοτ να κυμαίνεται στο ύψος των 100-120 δραχμών και να περιλαμβάνει  και του πουλιού το γάλα. Άρχιζε από το ορεκτικό που ήταν συνήθως γαριδοσαλάτα, συνεχιζόταν με πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, σαλάτα, τυριά, γλυκό ή παγωτό και φρούτα. Η συχνότητα σερβιρίσματος ήταν  τέτοια, ώστε όλο το βράδυ και μέχρι την 1 – 2 τα ξημερώματα στο τραπέζι να υπάρχει πάντα κάτι φαγώσιμο.

Να μη μιλήσουμε για πρόγραμμα. Στη αρχή εμφανιζόταν ο μεγάλος καλλιτέχνης κι’ ας τον σνομπάρουν μερικοί ηλίθιοι, Νίκος Ξανθόπουλος, η Ελένη Ροδά και ο Λάκης Υφαντής, ένας πολύ μπριόζος τραγουδιστής, που τραγουδούσε το τραγούδι «Στη Φωκίωνος Νέγρη» («Στη Φωκίωνος Νέγρη, τριγυρνούν μπλουτζινάτοι. Τεντιμπόηδες νέοι με μαλλί ως την πλάτη…») και μερικοί άλλοι. Και στην συνέχεια; Κρατήστε την αναπνοή σας: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βίκυ Μοσχολιού και Σταμάτης Κόκοτας. Σε μία από τις «επισκέψεις» μου στα «Δειλινά» λοιπόν, άκουσα και το τότε καινούργιο τραγούδι «Όνειρο Απατηλό», σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική του Απόστολου Καλδάρα. Άλλα απλησίαστα μεγέθη, από τις σημερινές ασημαντότητες του είδους. Θυμάμαι ζητήσαμε από τον Κόκοτα να μας το τραγουδήσει ίσα με  δέκα φορές και δεν μας χάλαγε το χατίρι. Να μη ξεχάσουμε και την ορχήστρα που την αποτελούσαν  διαλεχτοί μουσικοί με επικεφαλής τους άσσους του μπουζουκιού Κώστα Παπαδόπουλο  και Λάκη Καρνέζη (ο Μπετόβεν και ο Μότσαρτ του μπουζουκιού αντιστοίχως…), που τους χρησιμοποιούσε ο Μίκης Θεοδωράκης στις δισκογραφικές δουλειές του, αλλά και στις συναυλίες. Είχα και μία φωτογραφία από εκείνη τη βραδιά, αλλά δυστυχώς δεν την βρίσκω…

Η άνοδος του Σταμάτη Κόκοτα έκτοτε, ήταν ραγδαία και ιστορικά έχουν μείνει τα γλέντια με τον μεγάλο Έλληνα Αριστοτέλη Ωνάση, οι αγώνες του στα ράλι, οι ατάκες του σε συνεντεύξεις (θρυλική το «Γράψτο όπως το λέω» στον Φρέντι Γερμανό), αλλά και οι ιστορίες οι σχετικές με τις «μεταξένιες φαβορίτες» του, για τις οποίες γνωστή εταιρία ξυριστικών λεπίδων, του είχε προσφέρει σημαντικότατο χρηματικό ποσό, για να δεχτεί να τις ξυρίσει παρουσία τηλεοπτικού φακού, πράγμα το οποίο δεν δέχτηκε καν να συζητήσει.

Διαχρονικές οι μεγάλες του επιτυχίες, διαδέχονταν η μία την άλλη: «Όνειρο απατηλό», «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά», «Στου Προφήτη Ηλία»,  «Πειραιώτισσα», «Μα παρένθεση», «Το παιδί απ’ το λιμάνι», «Φεύγω», « Ο τρελός», «Πες πως μ’  αντάμωσες», «Τι όμορφο εξώφυλλο που είσαι» και τόσες άλλες επιτυχίες, που φέρουν την υπογραφή μεγάλων συνθετών όπως ο Μούτσης ο Ζαμπέτας, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Πιτσιλαδής, Ο Χατζηνάσιος, ο Κατσαρός, ο Σπανός, ο Ξαρχάκος, ο Χατζηδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λαβράνος και πολλοί ακόμα. Αλλά και κορυφαίο στιχουργοί, έβαλαν το όνομά τους στους δίσκους του Κόκοτα. Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Και φθάνουμε στην μεταπολίτευση, η οποία ως γνωστόν υπήρξε μια λαίλαπα φαιδρότητος και υποκρισίας. Ήταν η εποχή που όλοι δήλωναν ότι «επί τέλους θα αναπνεύσουμε», ανέφεραν αντιστασιακούς τίτλους, που δεν είχαν με τις γνωστές ιλαροτραγικές διηγήσεις  ότι «Εγώ ναι μεν έλεγα τις ειδήσεις στην ΥΕΝΕΔ, αλλά τις έλεγα με τέτοιο τρόπο και τέτοιο ύφος, ώστε οι υποψιασμένοι τηλεθεατές καταλάβαιναν τα μηνύματα που ήθελα να περάσω και φυσικά καλοπληρωνόμουν» (τις τρεις τελευταίες λέξεις δεν τις έλεγε, αλλά από το… ύφος του το καταλάβαινες…). Άλλος έλεγε:  «Εμένα η χούντα με έστειλε στο εξωτερικό για να μη μ’ έχει τα πόδια της και την ενοχλώ» Δεν έλεγε ότι «έξω», ήγουν σε θέση του εξωτερικού, ελάμβανε διπλό μισθό και έτσι ενοχλούσε περισσότερο την χούντα που πλήρωνε τον τενεκέ διπλά. Όπως το δει κανείς). Άλλη έλεγε «Εμένα η χούντα δεν τολμούσε να με κουνήσει από την τηλεόραση, διότι ο θείος μου ήταν δεκανέας στους Βαλκανικούς πολέμους και τον φοβόντουσαν». Η δήλωση αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή με μερικές μετατροπές ια ευνοήτους λόγους, αφού η πρωταγωνίστριά της, ζει και βασιλεύει. Να είστε βέβαιοι ότι το… πρωτότυπο είναι απείρως ιλαρότερον.

Μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό της μπούρδας, ο Σταμάτης Κόκοτας είχε δηλώσει: «Ελπίζω να είναι καλύτερα τώρα και μπορώ να πω ότι το πιο αντιστασιακό τραγούδι είναι το δικό μου το ‘’μια παρένθεση και μόνο’’». Έτσι με μια δήλωση γεμάτη σοβαρότητα αλλά και δολοφονικό χιούμορ, ο μεγάλος ερμηνευτής ξεμπρόστιαζε όλους τους επαγγελματίες αντιστασιακούς.

Αυτός ήταν ο Σταμάτης Κόκοτας. Μεγάλος ερμηνευτής, μεγάλος φιλάνθρωπος, όπως γράφτηκε σε πολλά μέσα αυτές τις ημέρες. Ένας σοβαρός άνθρωπος. Και έχουμε τόση ανάγκη σοβαρών ανθρώπων στην εποχή μας.

Κάποτε ο Κόκοτας, γύρω στο 2000, έδωσε μία συναυλία στη Ρόδο, την οποία βέβαια παρακολούθησα, αφού έτυχε να βρίσκομαι εκείνη τη περίοδο στο σμαραγδένιο νησί. Βέβαια δεν υπήρχε η αίγλη των παλαιών συναυλιών του, αλλά η πλατεία της Ιαλυσού είχε ασφυκτικά γεμίσει. Στο τέλος τον πλησίασα και του έδωσα εκείνη την παλιά την πριν από 32 χρόνια φωτογραφία για να την υπογράψει. Την πήρε και γεμάτος συγκίνηση την υπέγραψε ψιθυρίζοντας: «Ευχαριστώ πολύ».

Γεια σου μεγάλε Σταμάτη. Καλό ταξίδι στου παραδείσου τα σοκάκια τα βραδάκια…

{{-PCOUNT-}}17{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα