Η πορεία της θα εξαρτηθεί από το πόσο πειστικές θα είναι οι απαντήσεις της κυβέρνησης στις μεγάλες προκλήσεις του επιχειρείν
Μιλώντας για τις προοπτικές που ανοίγονται το 2026, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ένα κρίσιμο δεδομένο: θα είναι η τελευταία χρονιά κατά την οποία η ελληνική οικονομία θα ενισχύεται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ολες οι διαθέσιμες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι μετά το 2026 το ποσοστό ανάπτυξης της χώρας μας θα βαίνει μειούμενο, γεγονός που επιβάλλει σοβαρό προβληματισμό και, κυρίως, έγκαιρες πολιτικές αποφάσεις.
Ουσιαστικά, η πορεία του 2026 θα εξαρτηθεί από το πόσο πειστικές και αποτελεσματικές θα είναι οι απαντήσεις της κυβέρνησης στις μεγάλες προκλήσεις του επιχειρείν. Προκλήσεις που σήμερα έχουν συγκεκριμένα ονόματα: ακρίβεια, υψηλοί λογαριασμοί ενέργειας, ακριβή στέγη, έλλειψη ρευστότητας και ένα διογκούμενο ιδιωτικό χρέος. Υπολογίζεται ότι περίπου 300.000 μικρομεσαίοι επιχειρηματίες κινδυνεύουν να βρεθούν σε εξαιρετικά δυσμενή θέση λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους. Αν δεν υπάρξει παρέμβαση, όπως μια νέα ρύθμιση οφειλών, δεν αποκλείεται να δούμε ακόμη και μαζικά λουκέτα.
Ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου βρίσκονται αντιμέτωπες και με έναν επιπλέον, άνισο ανταγωνισμό: τη ραγδαία διείσδυση ξένων ψηφιακών πλατφορμών στην ελληνική αγορά, χωρίς τους ίδιους κανόνες και υποχρεώσεις. Με τα σημερινά δεδομένα η εικόνα δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί δυσοίωνη. Ωστόσο, ως επιχειρηματικός κόσμος, θέλουμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο και να ελπίζουμε σε μια στοχευμένη πολιτική που μπορεί να αλλάξει την πορεία.
Το πρόβλημα της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό και περιορίζει συνολικά τις προοπτικές ανάπτυξης της Ε.Ε. Στη χώρα μας, όμως, επιτείνεται από την επιλογή να διατεθούν πόροι που αγγίζουν το 5% του ΑΕΠ για εξοπλιστικά προγράμματα. Πρόκειται για «ζεστό χρήμα» που θα λείψει από την πραγματική οικονομία και την αγορά.
Βασικό αίτημα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών παραμένει η ισόνομη αντιμετώπιση των επιχειρήσεων και η εφαρμογή οικονομικής δικαιοσύνης. Καθένας πρέπει να επιβαρύνεται ανάλογα με το εισόδημά του, ενώ ισονομία πρέπει να υπάρχει και στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Δεν μπορεί τα χρηματοδοτικά εργαλεία να αφορούν μόνο τους λίγους και μεγάλους. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις χρειάζονται στήριξη για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας. Παράλληλα, απαιτούνται πολιτικές για τον περιορισμό των ολιγοπωλίων και την πάταξη των καρτέλ. Μόνο έτσι το 2026 μπορεί να αποτελέσει γέφυρα προς μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.


