Ο Καποδίστριας δεν χωρά στην αφήγηση των καιρών μας. Δεν εξυπηρετεί καμιά επικοινωνιακή στρατηγική, κανένα κυρίαρχο εξουσιαστικό πρότυπο. Αντιθέτως, τα διαλύει όλα αυτά. Γι’ αυτό και η αποστροφή προς το πρόσωπό του
Το ότι ο Γιάννης Σμαραγδής βρήκε κλειστές τις κυβερνητικές πόρτες για την ταινία του «Καποδίστριας» δεν αποτελεί ακόμα ένα δείγμα γραφειοκρατικής αναλγησίας, αλλά μια στυγνή πράξη πολιτικής αυτοσυντήρησης.
- Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Διότι το πολιτικό σύστημα, ενστικτωδώς, όταν αντικρίζει έναν καθρέφτη, προτιμά να τον σπάσει, παρά να δει σε αυτόν το είδωλό του.
Βλέπετε, ο Καποδίστριας δεν είναι απλώς μια ιστορική φυσιογνωμία. Είναι ένα αμείλικτο «κατηγορώ» ενάντια στο σύστημα. Και ένα κράτος που, με κενές περιεχομένου μεγαλοστομίες, διακηρύσσει πως τιμά την ιστορία του, που γεμίζει τις επετείους με στεφάνια, είναι φυσικό να αρνείται να στηρίξει ένα έργο που φωτίζει τον μοναδικό κυβερνήτη της Ελλάδος, που δεν ήταν προϊόν κομματικών μηχανισμών, συναλλαγών ή πελατειακής αναρρίχησης. Που ήρθε να υπηρετήσει και όχι να πλουτίσει. Που δολοφονήθηκε, ακριβώς διότι αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι των φατριών, του ρουσφετιού και της ιδιοτέλειας.
Ποιος, άραγε, πολιτικός οργανισμός θα χρηματοδοτούσε μια ζωντανή απόδειξη της ηθικής του χρεοκοπίας; Η άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και κάθε άλλου συναφούς θεσμού ή οργανισμού δεν είναι μια ουδέτερη πράξη. Είναι μια πράξη βαθιά πολιτική. Γιατί μορφές σαν τον Καποδίστρια αναδεικνύουν την πλήρη αντίθεση ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στη σημερινή πολιτική πρακτική. Γι’ αυτό, ακόμη και ως κινηματογραφικό πρόσωπο, είναι επικίνδυνος, γιατί θυμίζει ότι η πολιτική είναι λειτούργημα και όχι βιοπορισμός, ότι μπορείς να κυβερνάς χωρίς να χρωστάς και χωρίς να υποκύπτεις.
Αυτά, όμως, είναι αδιανόητα για ένα πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε πάνω στη φαυλότητα ως κανόνα και στην ιδιοτέλεια ως αξία. Που αναπαράγεται μέσω της μετριότητας, της αναξιοκρατίας, της αλληλοσυγκάλυψης και της επιβράβευσης της υποταγής. Οι επιτροπές, οι αξιολογήσεις, οι περιορισμένοι πόροι είναι τα προσχήματα και φυσικά δεν αφορούν έργα ακίνδυνα, ευθυγραμμισμένα με τη χλιαρή αισθητική και την «πολιτική ορθότητα» της εποχής. Τα επικαλούνται, όμως, ως εμπόδια ανυπέρβλητα για έργα που κουβαλούν κοινωνικό και πατριωτικό φορτίο, που υπενθυμίζουν ότι το έθνος μεγαλούργησε από ανθρώπους που έβαλαν το «εμείς» πάνω από το «εγώ». Τότε ξαφνικά τα ταμεία αδειάζουν και οι πόρτες βαραίνουν…
Ο Καποδίστριας δεν χωρά στην αφήγηση των καιρών μας. Δεν εξυπηρετεί καμιά επικοινωνιακή στρατηγική, κανένα κυρίαρχο εξουσιαστικό πρότυπο. Αντιθέτως, τα διαλύει όλα αυτά. Γι’ αυτό και η αποστροφή προς το πρόσωπό του. Από φόβο! Κι αυτό δεν αφορά μόνο τον κινηματογράφο. Το σάπιο και διεφθαρμένο σύστημα, που νοσεί πολιτικά και ηθικά, δεν πρόκειται ποτέ του να προωθήσει και να συνδράμει το έργο ανθρώπων με κοινωνικό και πατριωτικό προφίλ, σε οποιονδήποτε χώρο και αν δραστηριοποιούνται. Γιατί τέτοιοι άνθρωποι δεν ελέγχονται, δεν ενσωματώνονται, δεν χρωστούν. Γι’ αυτό και προτιμώνται οι πρόθυμοι, οι βολικοί, οι σιωπηλοί συνεταίροι της παρακμής.
Η περίπτωση Σμαραγδή και «Καποδίστρια» είναι αποκαλυπτική. Ξεγυμνώνει την ψευδεπίγραφη «στήριξη» στον πολιτισμό και δείχνει ξεκάθαρα τα όρια της ανεκτικότητας της εξουσίας: Μέχρι εκεί που δεν απειλείται η εικόνα του. Από κει και πέρα… σιωπή, απόρριψη, υπονόμευση. Ομως, η Ιστορία έχει το κακό συνήθειο να επιβιώνει των πρόσκαιρων κυβερνήσεων και να επανέρχεται, μαζί με τις μορφές που το σύστημα φοβάται. Αν όχι με την κρατική σφραγίδα, σίγουρα με τη λαϊκή μνήμη! Και ο Καποδίστριας δεν χρειάζεται την άδεια κανενός για να δικαιωθεί. Το ερώτημα είναι ποιοι, σήμερα, αντέχουν να σταθούν απέναντί του χωρίς να νιώσουν μικροί…
* Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»


