Στα μικράτα μου, στα καφενεία των ελληνικών χωριών, η φασαρία γινόταν για το αν θα παίξει την Κυριακή ο Δομάζος ή ο Σιδέρης, για το αν ο ντόπιος βουλευτής θα επισκεφτεί την περιοχή, αν θα ασφαλτοστρωθεί η δημοσιά. Σήμερα η κουβέντα έχει αλλάξει. Ο καφενές -αν υπάρχει ακόμα- είναι άδειος ή γεμάτος με ανθρώπους που δεν μιλούν ελληνικά ή τα μιλούν σπασμένα, ούτε παραγγέλνουν ελληνικό. Φυσικά, δεν φταίνε οι «πρόσφυγες και μετανάστες» που έχουν γεμίσει πλέον κάθε γωνιά της Ελλάδας. Φταίμε εμείς που ξεχάσαμε τι σημαίνει πατρίδα.
Το Μεταναστευτικό δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα όπως θέλουν να μας το παρουσιάζουν στα δελτία. Είναι μια εισβολή που δεν της δώσαμε την πρέπουσα σημασία, που συνέβη δίπλα μας, χωρίς να το καταλάβουμε. Εμείς ασχολούμασταν με τις εκπτώσεις, τα likes και τα delivery, και κάπου εκεί το ελληνικό χωριό έγινε πολυεθνική γειτονιά. Φυσικά και υπάρχει ανάγκη για αλληλεγγύη. Δεν γεννήθηκε κανείς για να πνίγεται στο Αιγαίο. Αλλά όταν ο εντοπισμός και η διάσωση γίνονται χωρίς φραγμούς, χωρίς κανόνες και χωρίς προοπτική, τότε δεν είναι αλληλεγγύη – είναι παράδοση άνευ όρων.
Η Ελλάδα έχει μεγάλη ιστορία προσφυγιάς. Από τη Μικρασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία. Εκείνοι που ήλθαν τότε μιλούσαν ελληνικά, έκτισαν εκκλησίες, σχολεία και φύτεψαν αμπέλια. Οι σημερινοί «νεοεισερχόμενοι» έρχονται με άλλες αξίες, άλλες συνήθειες, άλλη κουλτούρα. Και δεν φταίνε εκείνοι – φταίμε εμείς που δεν έχουμε πια τίποτα να τους προτείνουμε ως «ελληνικό».
Η Πολιτεία; Απούσα. Οι ΜΚΟ; Εμπορικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτούμενες. Ο απλός κόσμος; Μπερδεμένος, κουρασμένος, φοβισμένος. Και με το δίκιο του. Το πρόβλημα δεν είναι ο μετανάστης. Είναι η απουσία σχεδίου. Είναι η πολιτική ορθότητα που έχει καταντήσει να μας κάνει ξένους στην ίδια μας τη χώρα. Είναι η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η πλημμύρα των πόλεων από πληθυσμούς που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ενταχθούν.
Μια και μόνη ματιά στην Αθήνα, πέρα από την Ομόνοια, αλλά και στα νησιά, στα οποία αποβιβάζονται πλέον όπου τους καπνίσει οι πρόσφυγες και μετανάστες, αρκεί. Δεν υπάρχει σχέδιο, υπάρχει ένα ξέφραγο αμπέλι. Η λύση; Οχι εύκολη, αλλά υπάρχει, σε δύο λέξεις: εθνική στρατηγική. Επιλογή «πόσων», «ποιων» και «πώς» τους δεχόμαστε. Δουλειές με βάση την οικονομία μας, όχι με το τι λέει κάθε οδηγία. Και πάνω απ’ όλα: να ξαναθυμηθούμε ποιοι είμαστε. Γιατί, όπως έλεγαν οι παλιότεροι, που είχαν καιρό να σκεφθούν χωρίς τα σημερινά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «αν χαθεί η ταυτότητά σου, μετά μην απορείς γιατί θα σε λένε… άλλον».
Η ΑΚΙΣ