Αντιγράφω από το ρεπορτάζ: «Μια προκαταρκτική αξιολόγηση της UNESCO ενέκρινε την ένταξη της ιταλικής κουζίνας στους καταλόγους “Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς”. Η υποψηφιότητα τέθηκε τον Μάρτιο του 2023 από τα υπουργεία Γεωργίας και Πολιτισμού της Ιταλίας και παρουσιάζει την ιταλική κουζίνα -από ζυμαρικά και πίτσα μέχρι ριζότο και κανόλι- ως μια κοινωνική τελετουργία που συνδέει οικογένειες και κοινότητες.
Η απόφαση αναμένεται σήμερα (Τετάρτη). “Δεν υπάρχει ενιαία ιταλική κουζίνα, αλλά ένα μωσαϊκό τοπικών εκφραστικών ποικιλομορφιών” δήλωσε κυβερνητική πηγή. “Από το οσομπούκο της Λομβαρδίας (κοκκινιστό μοσχαρίσιο μπούτι γαρνιρισμένο με γκρεμολάτα, δηλαδή πράσινη σάλτσα από μυρωδικά) μέχρι το ορεκιέτε με φύλλα γογγυλιού της Απουλίας, δηλαδή ζυμαρικά σε σχήμα αυτιού με χόρτα γογγυλιού, κάθε περιοχή παρουσιάζει την ιταλική βιοποικιλότητα και δημιουργικότητα” ανέφερε η ίδια πηγή. Η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι έχει υποστηρίξει την προσπάθεια, χαρακτηρίζοντας την ιταλική κουζίνα σύμβολο “πολιτισμού, ταυτότητας, παράδοσης και δύναμης”».
Εντάξει, καλή είναι η ιταλική κουζίνα, αλλά πολύ καλύτερη είναι η δική μας, νομίζω. Επιτρέψετέ μου, ως μανιώδης θαυμαστής και αθεράπευτος καταναλωτής τής σε οποιαδήποτε μορφή μακαρονάδας, να σας πω ότι οι δικές μας μακαρονάδες είναι πολύ καλύτερες! Εχω δοκιμάσει μακαρονάδες από τη Σικελία, τη Σαρδηνία, τη Νάπολι, τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, μέχρι τη Γένοβα και το Τορίνο, αλλά τη γεύση της ελληνικής (ίσως ιταλοφέρνουσας) μακαρονάδας δεν τη συνάντησα.
Ολως περιέργως, καλές ιταλικές μακαρονάδες έχω απολαύσει μόνο… εκτός Ιταλίας. Περί πίτσας μη με ρωτήσετε, δεν είμαι φίλος. Ιταλοί, όμως, φίλοι, τα καλοκαίρια στην Ανδρο μού λένε ότι «λα πίτσα γκρέκα ε μεραβιλιόζα» κι όταν τους καλώ να συγκρίνουν, μου λένε ότι η… ελληνική (ιταλική) πίτσα είναι πιο πλούσια και πιο καλοφτιαγμένη. Δεν γνωρίζω εάν η δική μας κυβέρνηση υπέβαλε υποψηφιότητα, αλλά αν είχε υποβληθεί -ας πούμε- η συνταγή «κόκορας κρασάτος με χοντρό μακαρόνι και λευκή πετσέτα στον λαιμό», θα κερδίζαμε όχι μόνο βραβείο μακαρονάδας αλλά και… μοντέρνας ζωγραφικής, αν απλώναμε την πετσέτα με τις στάμπες της σάλτσας σε ένα καβαλέτο.
Κάλο το οσομπούκο, αλλά για σκεφθείτε το δικό μας κότσι, μαγειρεμένο με μυρωδικά, σταμναγκάθι και ολίγον πηχτό αβγολέμονο, δεν θα ήταν απολύτως ανταγωνιστικό; Ξέχασα, όμως. Εμείς, εδώ, έχουμε γίνει η χώρα των «επιδοτήσεων», των «έκτακτων βοηθημάτων» και των «μπλόκων». Ποιος, αλήθεια, στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σκέφθηκε ποτέ την αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου; Και πώς να μην περιμένουμε προσεχώς να χαθεί και το σταμναγκάθι, αφού στην Κρήτη πλέον καλλιεργούνται, εξάγονται και πωλούνται ως «σπέσιαλ προϊόντα» άλλης λογής… ευγενή χορταρικά;
Ε, ρε ξύλο που μας χρειάζεται!
Η ΑΚΙΣ



