Ενα νέο πολιτιστικό ίδρυμα ήρθε να προστεθεί στον μουσειακό χάρτη της πόλης. Η Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα έπειτα από πολλές καθυστερήσεις και απανωτές αναβολές άνοιξε τις πύλες της και επισήμως, σε μια εποχή όπου οι ευχάριστες ειδήσεις γύρω από τον πολιτισμό είναι μετρημένες στα δάχτυλα.
Το όμορφο νεοκλασικό στην οδό Κριεζώτου 3, που για περισσότερο από 40 χρόνια αποτελούσε το ορμητήριο του σπουδαίου Ελληνα εικαστικού, είναι έτοιμο να υποδεχτεί τους φιλότεχνους για να τους μυήσει στα μυστικά του ζωγραφικού έργου του Γκίκα αλλά και στην καλλιτεχνική δημιουργία της γενιάς του ’30.
«Σίγουρα ο Γκίκας θα ήταν ευχαριστημένος με αυτό που έχει γίνει εδώ» είπε ο Αγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη -παράρτημα του οποίου είναι η νέα πινακοθήκη- κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Το κτίριο στο νούμερο 3 της οδού Κριεζώτου κληροδοτήθηκε στο Μουσείο το 1989 ύστερα από παρότρυνση της δεύτερης συζύγου του Γκίκα, Μπάρμπαρα. Μοναδική του επιθυμία, να γίνει στον τέταρτο όροφο μια πινακοθήκη έργων του.
«Οταν το 1981 μπήκα για πρώτη φορά στο σπίτι του Γκίκα στον 5ο όροφο για να τον δω, θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε. Ηταν ένας χώρος μαγικός. Αποκομμένος από τη βουή, το φως ξετρύπωνε διακριτικά. Θυμάμαι τα αμέτρητα βιβλία και τα αντικείμενα που υπήρχαν και σε προκαλούσαν να τα περιεργαστείς» δήλωσε η Εβίτα Αράπογλου, η συγγραφέας του βιβλίου «Κριεζώτου 3», η οποία ήταν παρούσα στη χθεσινή εκδήλωση.
Η περιήγηση στην πινακοθήκη ξεκινάει από το ισόγειο με τη δωρεά της Λίτσας Παπασπύρου, αντικείμενα δηλαδή και δημιουργίες που χάρισε στη μνήμη του πατέρα της, του διαπρεπούς Γάλλου Gustave Boissiere.
Εκεί ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την όψη ενός γαλλικού σαλονιού από την πατρική της κατοικία στο Παρίσι, η οποία περιστοιχίζεται με έργα ζωγραφικής των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα αλλά και έπιπλα του 16ου-18ου αιώνα.
Πίνακες των Pierre Laprade, Jean Puy αλλά και πολλών ακόμη καλλιτεχνών, οι οποίοι έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον γάμο της το 1960 με τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Αναστάσιο Παπασπύρου.
Στο ισόγειο και πιο συγκεκριμένα στην κεντρική προθήκη υπάρχουν εκτός από εμβληματικά έργα του Φώτη Κόντογλου, του Γεράσιμου Στέρη και το περίστροφο με το οποίο αυτοκτόνησε ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης στην Πρέβεζα, οι σφαίρες αλλά και ιδιόγραφα σημειώματά του.
Τρεις όροφοι από το ανακαινισμένο νεοκλασικό είναι αφιερωμένοι στην πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της Ελλάδας, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή: Την περίοδο ανάμεσα στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τις παραμονές της δικτατορίας του 1967. Μοναδικά αντικείμενα, χειρόγραφα σημειώματα, γλυπτά, έργα τέχνης, επιστολές αλλά και σπάνιες εκδόσεις «ντύνουν» τις προθήκες, καλώντας τον επισκέπτη σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο των ιδεών στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Πίνακες του Σπύρου Παπαλουκά και του Γιάννη Μόραλη, σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα της διεθνούς φήμης Nelly’s, γλυπτά του Γιώργου Ζογγολόπουλου, ιδιόγραφα σημειώματα του Μάνου Χατζιδάκι αλλά και πολλά ακόμη έργα τέχνης και αντικείμενα που κοσμούν το μουσείο χάρη στην ευγενική χειρονομία των ιδίων αλλά και των μελών των οικογενειών τους, που δέχτηκαν να τα παραχωρήσουν. Στον τρίτο όροφο ακόμη βρίσκεται η Πινακοθήκη του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, στην οποία εκτίθενται πίνακες, σχέδια, γλυπτά, σκηνικά και χειρόγραφα.
Στον τέταρτο όροφο ο επισκέπτης μπορεί να δει την κατοικία του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, το μέρος όπου ο κοσμοπολίτης εικαστικός του 20ού αιώνα περνούσε τον χρόνο του όταν δεν ζωγράφιζε. «Αυτό το διώροφο, ο τέταρτος δηλαδή και ο πέμπτος όροφος της Κριεζώτου, ήταν ο χώρος της συνάντησης με τους καλλιτέχνες της εποχής αλλά και ο κύριος τόπος καλλιτεχνικής διαμονής του» υποστήριξε η κυρία Ιωάννα Προβίδη, η οποία ασχολείται με την επεξεργασία του υλικού της πινακοθήκης τα τελευταία 22 χρόνια.
Το σαλόνι μάλιστα διαμορφώθηκε από τον ίδιο τον Γκίκα σύμφωνα με τις επιθυμίες αλλά και την αισθητική του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η έντονη χρήση του μπετόν στις κολόνες, στα περιθυρώματα, στα δοκάρια της οροφής αλλά και η εντυπωσιακή βιβλιοθήκη. Αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία που εκθειάστηκαν από τους συγχρόνους του για την πρωτοτυπία τους.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο χώρος της τραπεζαρίας, όπου αναπόφευκτα τη ματιά αιχμαλωτίζει η μνημειακή ελαιογραφία του 1951 «Κηφισιά», η οποία βρίσκεται πάνω από την ειδικά σχεδιασμένη ξύλινη κονσόλα με τα φωτιστικά. Εκεί μπορεί κάποιος να θαυμάσει και τον επιβλητικό πίνακα του ζωγράφου, που απεικονίζει τον ίδιο καθώς ζωγραφίζει, με τη γυναίκα του Μπάρμπαρα.
Την τραπεζαρία συνδέει εξωτερικά με το καθιστικό μια μεγάλη βεράντα, που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης πολλών έργων του Γκίκα. Σε αυτή θα μπορεί να δει κανείς τις χαρακτηριστικές πήλινες Καρυάτιδες, ενώ ο διάκοσμος συμπληρώνεται από δύο γλυπτά της Ναταλίας Μελά. Σε αυτόν τον όροφο υπάρχει και το γραφείο του μεγάλου Ελληνα εικαστικού. «Προσπαθήσαμε να το κρατήσουμε ανέπαφο διατηρώντας την ατμόσφαιρα που απέπνεε. Τους τοίχους του πλαισιώνουν τα σκοτεινά πορτρέτα αλλά και τα οικογενειακά κειμήλια» δήλωσε η κυρία Προβίδη.
Ο επόμενος όροφος είναι αφιερωμένος στο ατελιέ του καλλιτέχνη. Το ήσυχο και φωτεινό μέρος όπου ο Γκίκας δεχόταν τους φίλους του, ξεφύλλιζε τα αγαπημένα του βιβλία και ζωγράφιζε. Εκεί περνούσε άλλωστε και τις περισσότερες ώρες της ημέρας από το 1957 έως και το 1994. Τα ζωγραφικά του πινέλα, οι καμβάδες και τα καβαλέτα πλαισιώνονται από τα παλιά του έπιπλα από το αρχοντικό της Υδρας, τους εκατοντάδες τόμους βιβλίων του αλλά και τα αναμνηστικά αντικείμενα από τα ταξίδια του.
Οπως ανακοίνωσε ο κ. Δεληβορριάς, στα άμεσα σχέδια της πινακοθήκης είναι η διοργάνωση τακτικών οργανωμένων ξεναγήσεων στους χώρους της, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η επίσκεψη και από ανθρώπους οι οποίοι ενδεχομένως να μη γνωρίζουν πολλά για την πολιτιστική δραστηριότητα της περιόδου αυτής.
Ιδιαίτερη μνεία έγινε από τον κ. Δεληβορριά στους δωρητές, οι οποίοι ενίσχυσαν οικονομικά το εκθεσιακό πρόγραμμα της πινακοθήκης.
Γιώτα Βαζούρα


