Το δαιμόνιο επιχειρηματικό πνεύμα του Γιάννη Λάτση συνεχίζει να ακολουθεί τα αγαπημένα του «παιδιά» αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του. Το πλοίο «Νεράιδα», το «τέκνο» του Λάτση, που όργωνε επί χρόνια τον Αργοσαρωνικό στη μεταπολεμική Ελλάδα και ήταν μια από τις πρώτες επιχειρήσεις του, μετατράπηκε σε πλωτό μουσείο, με τις ευλογίες αλλά και την οικονομική στήριξη του ελληνικού κράτους, που το προίκισε με άγνωστης έκτασης φοροαπαλλαγές σε περίοδο κατάργησής τους για εκατομμύρια απλών Ελλήνων.
Ο καπετάν Γιάννης, ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες εφοπλιστές του 20ού αιώνα, γνώριζε καλά πώς να εκμεταλλεύεται τις πόρτες και τα παράθυρα των νόμων. Σήμερα, οι αρμόδιοι της κυβέρνησης φρόντισαν να ανοίξουν ένα παράθυρο για την αφορολόγητη έκθεση ενός κομματιού της κληρονομιάς του.
Με ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών, όπως αποκάλυψε η «δημοκρατία», δημιουργήθηκε το «κέλυφος» ώστε το πλωτό μουσείο να αποτελέσει έναν φορέα -εποπτευόμενο από το κράτος- που θα δικαιούται τις φορολογικές απαλλαγές που απολαμβάνουν τα πλοία ιστορικής σημασίας, τα οποία παρέχονται ως δωρεά στο Δημόσιο. Σκοπός του μουσείου, μεταξύ άλλων, είναι «η συγκέντρωση και η ανάδειξη αντικειμένων ιστορικού ενδιαφέροντος για τη ναυτιλιακή και γενικά τη δραστηριότητα του Ιωάννη Λάτση», όπως αναφέρεται στην εν λόγω ρύθμιση.
Συγκεκριμένα, με διάταξη που περιλήφθηκε στο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών με θέμα «Περιστολή δημοσίων δαπανών, ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις», που κατατέθηκε την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή, ιδρύθηκε αυτοδιοικούμενο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την επωνυμία «Πλωτό Μουσείο Νεράιδα» και έδρα την Κηφισιά, όπου στεγάζεται το Κοινωφελές Ιδρυμα «Ιωάννης Λάτσης» (με έδρα το Λιχτενστάιν). Το μουσείο θα εποπτεύεται από τον υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου και τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Παρόλο που το πλοίο ανήκει σε ιδιωτικό ίδρυμα, η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνοδεύει το σχετικό νομοσχέδιο, προβλέπει ρητά ότι στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστούν κατ’ εξαίρεση οι διατάξεις του νόμου «για τα εμπορικά πλοία ιστορικής σημασίας που περιέρχονται λόγω δωρεάς στο Ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πλωτά μουσεία ή εκθέματα». Συνεπώς, όπως σημειώνει η έκθεση, το μουσείο δεν θα καταβάλλει φόρους, εισφορές, τέλη ή δασμούς.
Το Γενικό Λογιστήριο εκτιμά ότι θα υπάρχει «απώλεια εσόδων» από την «επέκταση των οριζομένων φορολογικών απαλλαγών και για το πλωτό μουσείο “Νεράιδα”», χαρακτηρίζοντας όμως την απώλεια αυτή «μη σημαντική».
Η «Νεράιδα» κατασκευάστηκε για λογαριασμό εταιρίας ιταλικών συμφερόντων στη γιουγκοσλαβική Ριέκα (που τότε ανήκε στην Ιταλία), λίγο προτού ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και συγκεκριμένα το 1939. Η «Λαουράνα», όπως ήταν η αρχική ονομασία του, μήκους 55,12 μέτρων, ήταν η θαλαμηγός του Γκαλεάτσο Τσιάνο, που ήταν γαμπρός του Μουσολίνι.
Αμέσως μετά το ξέσπασμα του πολέμου, το ιταλικό πολεμικό ναυτικό επίταξε το πλοίο και το χρησιμοποίησε ως πλωτό νοσοκομείο, που έφερε μάλιστα τη σημαία του Ερυθρού Σταυρού. Το 1943, ωστόσο, το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό το κατέλαβε και το κατέσχεσε, με την αιτιολογία ότι, αντί για τραυματίες, μετέφερε στρατιώτες. Στη συνέχεια το αξιοποίησε ως σκάφος περιπολίας.
Μετά τη λήξη του πολέμου, οι Βρετανοί αρνήθηκαν να επιστρέψουν το πλοίο στους Ιταλούς και το πούλησαν σε μια μαλτέζικη ακτοπλοϊκή εταιρία, η οποία το έβαλε στη γραμμή Μάλτα – Συρακούσες. Από αυτήν την εταιρία το αγόρασε το 1948 ο Γιάννης Λάτσης, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε την επιχείρησή του στον Πειραιά. Ηταν το δεύτερο μόλις πλοίο που περιερχόταν στην κατοχή του, μετά τη «Νίκη». Δύο χρόνια αργότερα, μετονόμασε τη «Λαουράνα» σε «Νεράιδα» και έριξε το καράβι στον Αργοσαρωνικό. Για περισσότερες από δύο δεκαετίες η «Νεράιδα» πραγματοποιούσε κρουαζιέρες στην Αίγινα, στις Σπέτσες, στην Υδρα, στον Πόρο και στα Μέθανα. Ηταν το μόνο πλοίο της γραμμής που δεν έπιανε στην αρχή μέσα στο λιμάνι της Αίγινας. Οι επιβάτες επιβιβάζονταν και αποβιβάζονταν με βάρκες. Η φιγούρα της πέρασε μάλιστα στην ιστορία μέσα από καρτ ποστάλ, αλλά και από τις παλιές ελληνικές ταινίες. Το 1970 μετατρέπεται από ποστάλι σε ημερόπλοιο κρουαζιέρας σε Αίγινα – Πόρο – Υδρα.
Το 1976 ο Λάτσης αποφασίζει να την αποσύρει από τις ελληνικές θάλασσες και να τη μετατρέψει σε ένα είδος πλωτού ξενοδοχείου για τους Ελληνες μηχανικούς και τεχνοκράτες που δούλευαν στις επιχειρήσεις του στη Σαουδική Αραβία. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, όμως, η «Νεράιδα» βγαίνει στη «σύνταξη», έπειτα από 39 χρόνια ενεργού ζωής. Τα δεξαμενόπλοια και τα διυλιστήρια ήταν οι προτεραιότητες του καπετάν Γιάννη, που δεν ενδιαφερόταν πλέον για ένα πλοίο της γραμμής.
Το πλοίο αποσύρεται στην Ελευσίνα, κοντά στα διυλιστήρια Πετρόλα του ομίλου Λάτση, και ουσιαστικά εγκαταλείπεται. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τρεις δεκαετίες ώστε το αγαπημένο πλοίο του Λάτση να ξαναταξιδέψει. Το 2007, έπειτα από εντολή του Σπύρου Λάτση, που δεν ήθελε το πλοίο να διαλυθεί, η «Νεράιδα» μεταφέρθηκε -πάνω σε γερμανικό πλοίο βαρέων βαρών- στον τόπο που γεννήθηκε, με σκοπό να αναγεννηθεί. Στα παράλια της Αδριατικής -και συγκεκριμένα στο Σίμπενικ της Κροατίας- ξεκίνησε η ανακατασκευή της, με σκοπό τη μετατροπή της σε πλωτό μουσείο, που ολοκληρώθηκε το 2010.