Αγορά Μοδιάνο. Οι άνθρωποι εδώ κινούνται σε ρυθμούς δικούς τους, αλλά όχι παράταιρους. Προσαρμόζονται στην εποχή, αλλά πάντοτε βαδίζουν στα χνάρια μιας ιστορίας που ξεκινά δεκάδες χρόνια πριν.
Ανάμεσα στις οδούς Αριστοτέλους, Ερμού, Κομνηνών και Βασιλέως Ηρακλείου, η κεντρική αγορά τροφίμων, όπως χαρακτηρίζεται, είναι γνωστή για τα κρεοπωλεία, τα ψαράδικα, τα μανάβικα και τον κόσμο που έχουν όλα φιλέψει. Με φήμη μέχρι και σήμερα, προσπαθεί να κρατήσει τον τίτλο της κόντρα στην κρίση και τη μίζερη πλέον καταναλωτική συμπεριφορά των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Κερδίζοντας πόντους χάρη στο κεντρικό γεωγραφικό της σημείο και στην πολύβουη καθημερινότητά της, αναζητά τη σπίθα που θα την αναγεννήσει στους ίδιους της τους κόλπους. Ξεκινώντας κανείς από τα ιχθυοπωλεία κάνει μια πικρή διαπίστωση… κάποτε ήταν 34 και τώρα έχουν απομείνει οκτώ. Τα αφεντικά τους δεν γκρινιάζουν πολύ, αλλά δεν παύουν να μεταφέρουν τη θλιβερή κατάληξή της.
Οι ιστορίες
Μέσα σε αυτό το παράξενα μουντό κλίμα, ακολουθώντας το παγωμένο τρίμμα και τα φρέσκα ψάρια, η βόλτα έχει διάφορους σταθμούς με μικρά ονόματα κι όχι με επίθετα, γιατί σε αυτήν τη γειτονιά όλοι γνωρίζονται καλά μεταξύ τους. Ο Νίκος ζει στην ψαραγορά από παιδί και καθαρίζοντας το φασί με μεράκι και σβελτάδα μνημονεύει τον πατέρα του. Οι περισσότεροι ιχθυοπώλες είναι γιοι άξιων μπαμπάδων που άφησαν στην επόμενη γενιά το κειμήλιο της εργατιάς. Η ζωή του είναι ένας κύκλος άμεσα συνδεδεμένος με τη δουλειά του που αρχινά στις 11 το βράδυ από την ιχθυόσκαλα της Μηχανιώνας. Μέχρι τις 4.00 τα ξημερώματα παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του τα πιο φρέσκα ψάρια και θαλασσινά κι εκείνος δεν έχει παρά να διαλέξει. Κι αν κάποτε οι αστακοί, οι συναγρίδες και τα φαγκριά ήταν τα πρώτα που γέμιζαν το καλάθι του, τώρα προτιμά πιο προσιτά καλούδια… γαύρο, γλώσσες, θράψαλα, μπαρμπούνια. «Τώρα ζητούν τα πιο φτηνά» λέει και χαμογελάει. Απαίτηση των τελευταίων χρόνων αποτελεί το καθάρισμα των ψαριών, που μοιάζει με έξτρα υπηρεσία για να μη λερώνονται οι νεροχύτες των νοικοκυρών από τα λέπια και τα εντόσθια.
Περπατώντας στο καλντερίμι και μετρώντας τους πάγκους με τους ολόφρεσκους θαλασσινούς θησαυρούς, το μάτι πέφτει αμέσως στις καλοκαθαρισμένες πεσκαντρίτσες του Βασίλη, για τις οποίες φημίζεται χρόνια. Τώρα είναι η εποχή τους και οι ανεμότρατες οργώνουν το Αιγαίο φτάνοντας μέχρι την Κρήτη για να τις αμπαρώσουν. Τούτες είναι από τα νερά της Χαλκιδικής και το μυστικό τους κρύβεται στο συκώτι τους που έχει περισσότερα Ω3 κι από τον σολομό. «Ο πελάτης που γνωρίζει για το συκώτι δεν παίρνει το ψάρι. Το συκώτι γίνεται ωραία κακαβιά ή ψαρόσουπα» επισημαίνει ο ίδιος και χτυπά με τον κόπανο τον δροσίτη -γνήσιο γαλέο από τα παράλια της Τουρκίας- μέχρι να βρει μεδούλι. Κι αν τα ιχθυοπωλεία δίνουν στο Μοδιάνο μια αίγλη που δεν έχει σβήσει παρά τα δύσκολα σημάδια των καιρών, τα κρεοπωλεία του βλέπουν τον μαρασμό καθημερινά.
Τα ταβερνεία
Ο κ. Απόστολος χορταίνει τους Θεσσαλονικείς με φρέσκα κρέατα εδώ και 32 χρόνια. «Παλιά δεν χωρούσες να περάσεις, το 90% των μαγαζιών στο Μοδιάνο ήταν κρεοπωλεία και τώρα έχουμε μείνει τρία» τονίζει. Δεν τα ρίχνει όμως όλα στην κρίση. Στη γλώσσα των χασάπηδων, που γι’ αυτόν έχουν μεγαλύτερη μπέσα, εκείνο που έφταιξε ήταν, όπως λέει, «το ζαμανφουτιλίκι των κυβερνώντων», ξεκινώντας από τους τοπικούς άρχοντες. «Τώρα πονάνε όλοι για το κέντρο, αλλά τώρα… είναι αργά» καταλήγει, αν και η φιλική ματιά του δείχνει εκείνη τη διάθεση για μια καινούργια αρχή. Αυτή είναι ίσως και η αισιόδοξη πλευρά της Αγοράς Μοδιάνο: οι άνθρωποί της που την πονούν και αρνούνται να την εγκαταλείψουν.
Οι συνταγές από τη Σμύρνη
Καθώς η βόλτα ψάχνει τελικό προορισμό μεταξύ των φούρνων, των βραδυφαγείων και των delicatessen, οι αισθήσεις εστιάζουν στις μυρουδιές από τη Μυροβόλο Σμύρνη, την παρεΐστικη ατμόσφαιρα στο Μπαζαγιάζι και το Ρετσινάδικο Μοδιάνο, το αδιαχώρητο που συμβαίνει στα Βομβίδια. Αλλωστε το καλό φαγητό στο Μοδιάνο έχει όνομα και οι θαμώνες του το γνωρίζουν από πρώτο χέρι. Πατώντας πάνω σε μικρασιατικές μαγικές συνταγές και με αφομοιωμένη τη σύγχρονη κουζίνα, το Μοδιάνο ξεκουράζει τα στομάχια των περαστικών και κάνει την περιήγηση εντός της στοάς να μοιάζει με εκδρομή.
Χτισμένη το 1922 από τον αρχιτέκτονα μηχανικό Ελί Μοδιάνο, γόνο πλούσιας εβραϊκής οικογένειας της εποχής, πατά πάνω στις στάχτες της εβραϊκής συνοικίας Kadi από την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Ως μέρος του σχεδίου Εμπράρ, αποτέλεσε την κοιτίδα της εμπορικής δραστηριότητας στο κέντρο της πόλης, προάγοντας μια νέα αντίληψη.
Ελένη Σκάρπου