Νέα εμπόδια ανακύπτουν στη διαπραγμάτευση της Λευκωσίας με την τρόικα. Λίγες ώρες μετά το δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού «Spiegel» αναφορικά με έκθεση των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος στην Κύπρο, εκπρόσωπος των Γερμανών Σοσιαλιστών επανέρχεται στο θέμα αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι το Βερολίνο θα θέσει επιτακτικά στη Λευκωσία -σε σχέση με το υπό διαπραγμάτευση μνημόνιο- θέμα αύξησης του εταιρικού φόρου που σήμερα ανέρχεται σε 10%. Οπως δήλωσε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» ο εκπρόσωπος Τύπου του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος των Σοσιαλιστών στη Γερμανία (SPD) Mάρκους Γκαλάντερ, η κυβέρνηση Μέρκελ διαβεβαίωσε το SPD ότι θα εγείρει θέμα «ξεπλύματος χρήματος» κατά τις διαβουλεύσεις που θα ακολουθήσουν με την κυπριακή κυβέρνηση. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, το SPD θα θέσει θέμα αύξησης του εταιρικού φόρου στην Κύπρο πριν από τη λήψη αποφάσεων από τη γερμανική Βουλή.
Ο κ. Γκαλάντερ υποστήριξε ότι «η Κύπρος είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Ρωσία και αυτά τα χρήματα πιστεύεται ότι είναι μαύρα, τα οποία διοχετεύονται μέσω της Κύπρου και του κατ’ αναλογίαν μεγάλου χρηματοπιστωτικού της τομέα». Ο Κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου, σχολιάζοντας δημοσίευμα του περιοδικού «Spiegel» αναφορικά με έκθεση των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος στην Κύπρο, απέρριψε τις κατηγορίες. Η Κύπρος, τόνισε ο Στεφάνου, «έλαβε εύσημα για το επίπεδο του νομικού της πλαισίου». Τόνισε ακόμη ότι δεν ετέθη ποτέ θέμα εταιρικού φόρου στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, ούτε ετέθη ζήτημα από άλλα κράτη-μέλη. Οι ισχυρισμοί και τα δημοσιεύματα αυτά, πρόσθεσε ο κύριος Στεφάνου, «στοχεύουν να συκοφαντήσουν και να πλήξουν την Κύπρο ως διεθνές επενδυτικό κέντρο». Σύμφωνα με δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, οι διαφορές στις εκτιμήσεις Κομισιόν και ΔΝΤ σε ό,τι αφορά το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι ο λόγος της καθυστέρησης της καθόδου της τρόικας στην Κύπρο.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι για την ανακεφαλαιοποίηση απαιτούνται 15 δισ. ευρώ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το ποσό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 9 και 11 δισ..