Μια νέα εξέταση για τους άνδρες με προβλήματα υπογονιμότητας που δεν τους επιτρέπουν να αποκτήσουν παιδιά ανέπτυξαν επιστήμονες στην Ιρλανδία.
Οπως εξηγούν στην ανακοίνωσή τους, η νέα εξέταση τους βοηθά να εντοπίσουν το πρόβλημα που έχουν καθώς και την έκτασή του, ενώ παράλληλα δείχνει ποιοι από αυτούς μπορούν να αποκτήσουν σύντομα παιδί, ώστε να ξεκινήσουν τη θεραπεία που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να τους βοηθήσει. Ετσι, κερδίζουν πολύ χρόνο αλλά και χρήματα που δίνουν για θεραπείες, οι οποίες τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι κατάλληλες για την περίπτωσή τους.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι περισσότερες εξετάσεις γονιμότητας εκτιμούν την ποιότητα του σπέρματος ελέγχοντας στο μικροσκόπιο το σχήμα του, την ταχύτητα και τη συγκέντρωσή του. Αντίθετα, η νέα εξέταση ελέγχει αν υπάρχουν μικροσκοπικά «σχισίματα» στο DNA του σπέρματος, τα οποία το καταστρέφουν. Μάλιστα, όταν υπάρχουν μειώνονται κατά πολύ οι πιθανότητες εγκυμοσύνης, η οποία, αν τελικά προκύψει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταλήξει σε αποβολή.
Η μελέτη για τη νέα εξέταση πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 239 ζευγαριών με ανεξήγητη υπογονιμότητα, από ερευνητές του Queen’s University Belfast και συγκεκριμένα από τη Σχολή Ιατρικής, Οδοντιατρικής και Βιοϊατρικών Επιστημών του πανεπιστημίου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, η συντριπτική πλειονότηταα των «ανεξήγητων» προβλημάτων υπογονιμότητας στα ζευγάρια προέρχονται από τους άνδρες. Μάλιστα, στο 80% των ζευγαριών τα προβλήματα έχουν εξήγηση, καθώς ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδί είναι η κακή ποιότητα του σπέρματος.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας, καθηγήτρια Σίνα Λιούις, τα ζευγάρια αυτά συχνά επενδύουν πολύ χρόνο και χρήμα σε θεραπείας για την υπογονιμότητα, όπως η ενδομήτρια σπερματέγχυση, που όμως δεν έχουν πολλές πιθανότητες επιτυχίας. «Μέχρι σήμερα, σχεδόν στο ένα τρίτο αυτών των ζευγαριών η διάγνωση κάνει λόγο για ανεξήγητα προβλήματα, επειδή δεν εντοπίζεται κάποια προφανής αιτία» είπε στα βρετανικά μέσα. «Ωστόσο, τώρα που βρέθηκε η αιτία, θα μπορούν οι άνδρες να ακολουθήσουν μια ειδική εξατομικευμένη θεραπεία».
Αλεξάνδρα Χυδηριώτη