Ο εφιάλτης έλλειψης ρευστότητας στις ΗΠΑ έβαλε φρένο στη FED

Χαρακτηρίστηκε η κρισιμότερη συνεδρίαση της Federal Reserve από την έναρξη της κρίσης το 2008. Και όχι άδικα. Η νευρικότητα που προκάλεσε στις αγορές, ακόμη και στον Λευκό Οίκο, όλο το προηγούμενο διάστημα η προοπτική αλλαγής της νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ δικαιολόγησε την παγωμάρα που επικράτησε την περασμένη Τετάρτη στο ταμπλό της Wall Street αλλά και των ξένων χρηματιστηρίων εν αναμονή των ανακοινώσεων που θα έδινε ο Μπεν Μπερνάνκι.

Παρά τις προβλέψεις πολλών αναλυτών για αλλαγή πλεύσης στην πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ αποφάσισε τελικά να διατηρήσει αμετάβλητο στα 85 δισ. δολάρια το ύψος του προγράμματος αγοράς ομολόγων που υλοποιεί κάθε μήνα για την τόνωση της οικονομίας, αναβάλλοντας για τις επόμενες συνεδριάσεις μια ενδεχόμενη επιβράδυνση του προγράμματος. Η απόφαση ελήφθη με εννέα ψήφους υπέρ και μία κατά. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται η ανησυχία για το αυξημένο ποσοστό ανεργίας και τονίζεται ότι οι περικοπές της κυβέρνησης στις δαπάνες και η αύξηση των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια «περιορίζει την οικονομική ανάπτυξη». Παράλληλα, ο Μπερνάνκι πρόσθεσε ότι θα περιμένει για περισσότερα στοιχεία που θα καταδεικνύουν σταθεροποίηση της ανάκαμψης, προτού ξεκινήσει τη σταδιακή απαγκίστρωση από τις μηνιαίες αγορές στοιχείων ενεργητικού. Οι αναλυτές ανέμεναν μια μικρή μείωση του προγράμματος κατά 10 δισ. δολάρια, με 20 δισ. δολάρια. Παράλληλα, η τράπεζα διατήρησε αμετάβλητο το εύρος του παρεμβατικού της επιτοκίου στο 0%-0,25%.

Το βέβαιο είναι ότι η απόφαση επηρεάστηκε και από τη νέα μάχη που αναμένεται να δοθεί στο Κογκρέσο για το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους. Λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίαση της Fed, ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών Τζακ Λου προειδοποιούσε το Κογκρέσο να μην περιμένει ως την τελευταία στιγμή για να αυξήσει το όριο του δανεισμού, αφού αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μη αναστρέψιμη ζημία στην οικονομία της χώρας. Αν δεν υπάρξει συμφωνία, οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν ακόμη και τον κίνδυνο έλλειψης ρευστού στα μέσα του Οκτωβρίου.

Ο πρόεδρος της Fed είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να καθησυχάσει τις αγορές, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε μείωση του συνολικού ποσού που διοχετεύει κάθε μήνα η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν συνεπάγεται την άσκηση πιο περιοριστικής πολιτικής. Κανείς όμως δεν γνώριζε σε τι βαθμό θα επηρεάζονταν από την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού η αγορά κατοικίας και η αυτοκινητοβιομηχανία, δύο κλάδοι που θεωρούνται ατμομηχανή της αμερικανικής οικονομίας. Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη από την αγορά κατοικίας έδειξαν αύξηση στις ενάρξεις ανέγερσης κατοικιών, αλλά με ρυθμό μικρότερο των εκτιμήσεων των αναλυτών. Οι ενάρξεις αυξήθηκαν σε ποσοστό 0,9% στις 891.000, ενώ οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Dow Jones Newswires ανέμεναν να φτάσουν τις 915.000.

Μεγάλη ανησυχία για τις επιπτώσεις από τις αναταράξεις που θα προκαλούσε μια απόφαση για αλλαγή πολιτικής της Fed επικρατούσε και στις αναδυόμενες αγορές που έχουν συνδέσει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες τους με την πολιτική της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας.

Αναλυτές όπως ο Ιθαν Χάρις της Bank of America προβλέπουν ότι η Fed θα περιμένει έως το Δεκέμβριο για να μετριάσει τις αγορές ομολόγων. Κι αυτό γιατί οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι τεράστιες. Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα καλείται να χειριστεί μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: να επιστρέψει σε μια φυσιολογική κατάσταση, πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και την ύφεση που ακολούθησε. Πλήθος παραδείγματα στη Main Street μαρτυρούν ότι, αν και πολλά έχουν αλλάξει, μπορεί εύκολα να ανατραπούν εάν η Fed σταματήσει τις ενέσεις ρευστότητας και την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων. Παράδειγμα ο Ντέιβιντ και η Τζούλιαν Φιλπ, ένα ζευγάρι της μεσαίας τάξης που ζει τα τελευταία 17 χρόνια στο προάστιο Γουέιν του Νιου Τζέρσεϊ. Κατά τη διάρκεια της ύφεσης ο Ντέιβιντ έχασε τη δουλειά του το 2009. «Εμεινα χωρίς δουλειά για περίπου 14 μήνες. Το φετινό είναι το πρώτο μας καλοκαίρι έπειτα από πολύ καιρό που δεν είχαμε κάτι για να ανησυχούμε» έλεγε στο BBC.

Οι Φιλπς, όπως και πολλοί άλλοι, ήταν οι ωφελημένοι της πολιτικής που ακολούθησε η Fed. Το επιτόκιο του στεγαστικού τους δανείου έπεσε από το 5,25% που ήταν το 2009 στο 3,7%. Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα όχι μόνο να σώσουν το σπίτι τους, αλλά να κερδίσουν περίπου 300 δολάρια τον μήνα, με τα οποία πλήρωναν πιστωτικές κάρτες. Θα άντεχαν οι Φιλπς υπό άλλες συνθήκες; Οχι.

Το ερώτημα παραμένει ίδιο για το «δάσος» που είναι η αμερικανική οικονομία. Είναι αρκετά ισχυρή ώστε να συνεχίσει να αναπτύσσεται χωρίς τις τιτάνιες προσπάθειες της Fed; Προφανώς όλοι έχουν σοβαρές αμφιβολίες…

Τα golden boys της Αμερικής επανέκαμψαν και κάλυψαν τις απώλειες του 2008

Η Αμερική του 2008 δεν έχει καμία σχέση με την Αμερική του 2013. Τα golden boys ανέκαμψαν και οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι σε μια χώρα που ακόμα επιμένει να υπόσχεται όνειρα και ελπίδες χωρίς διακρίσεις. Πριν από μερικές ημέρες, οι «New York Times» δημοσίευσαν το αποτέλεσμα μιας έρευνας που διαψεύδει αυτό που υποστηρίζουν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Ομπάμα. Η πανεπιστημιακή έρευνα δείχνει μια κοινωνία που υπονομεύεται από ακραίες ανισότητες, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι επιβραβεύει τους καλύτερους και πιο ταλαντούχους, ανεξαρτήτως καταγωγής. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Τα παιδιά των πλουσίων επωφελούνται από ευκαιρίες και διασυνδέσεις στις οποίες δεν έχουν πρόσβαση τα παιδιά της μεσαίας και της εργατικής τάξης. Η έρευνα βασίστηκε στην ανάλυση των φορολογικών δηλώσεων την τελευταία δεκαετία από τους οικονομολόγους Τόμας Πίκετι και Εμανουέλ Σάεζ, και δείχνει ότι, ενώ τα ανώτατα εισοδήματα δέχθηκαν πλήγμα κατά την κρίση του 2008, κατάφεραν να καλύψουν τις απώλειες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Από τα κέρδη που δημιουργήθηκαν μετά το 2009, όταν άρχισε δηλαδή η ανάκαμψη, έστω και ισχνή, της αμερικανικής οικονομίας, το 95% πήγε στην τσέπη των υπερπλουσίων του μόλις 1%. Και πάνω από το 60% των κερδών πήγε στις τσέπες του 0,1%, πολιτών με ετήσιο εισόδημα πάνω από 1.900.000 δολάρια! «Ομως η εκτόξευση της εισοδηματικής ανισότητας στις ΗΠΑ εν μέσω μιας επώδυνης οικονομικής ανάκαμψης είναι αδικαιολόγητη και δηλητηριάζει την αμερικανική κοινωνία» σχολίαζε ο Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα. Ενώ η πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών βιώνει ακόμα τις επιπτώσεις της κρίσης, το πλουσιότερο 1% έχει ανακτήσει το χαμένο εισόδημα και αυξάνει τα κέρδη του. «Βασικά, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών συνεχίζει να ζει σε μια οικονομία σε κρίση, οι πλούσιοι έχουν ανακτήσει όλες τις απώλειές τους και προχωρούν ακάθεκτοι». Σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, η συγκέντρωση του πλούτου σε ένα τόσο μικρό κομμάτι της κοινωνίας είναι αδικαιολόγητη, γιατί δεν συνδέεται άμεσα με μεγαλύτερη συνεισφορά στην οικονομία και δεν βασίζεται σε διαφορές στο μορφωτικό επίπεδο. Οπως επισημαίνει, μόνο μια μικρή μερίδα των αποφοίτων πανεπιστημίου καταφέρνει να εισέλθει στον κλειστό κύκλο του 1%, ενώ πολλοί είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. «Ο απόφοιτος πανεπιστημίου που σερβίρει καπουτσίνο στα Starbucks είναι κλισέ, αλλά αντανακλά μια πραγματικότητα» λέει ο Κρούγκμαν και θέτει το εύλογο ερώτημα: Για ποια κοινωνία μιλάμε; Κατά τον ίδιο, η απάντηση είναι απλή: «Η επιχειρηματική σχολή του Χάρβαρντ, ένας ελιτίστικος θεσμός, ο οποίος όμως χαρακτηρίζεται από έναν βαθύ εσωτερικό διχασμό μεταξύ των συνηθισμένων μαθητών και μιας υποελίτ από εύπορες οικογένειες».

Στέλλα Θεοδώρου

{{-PCOUNT-}}12{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα