Με το σκεπτικό ότι είναι «προδήλως απαραίτητες» για το Δημόσιο, το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας δικαίωσε 393 καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, εκδίδοντας απόφαση-ράπισμα για το καθεστώς της διαθεσιμότητας. Με την απόφαση διατάσσεται η επαναπρόσληψη των εργαζομένων, που υποδέχτηκαν με δάκρυα την εξέλιξη (τις ενημέρωσε σχετικά ο δικηγόρος τους Γιάννης Καρούζος το βράδυ της Παρασκευής σε αίθουσα του ΤΕΕ), δηλώνοντας ότι θα συνεχίσουν τη διαμαρτυρία «μέχρι να επιστρέψει στη δουλειά και η τελευταία καθαρίστρια». Πάντως ακόμα δεν έχει γίνει γνωστό εάν το υπουργείο Οικονομικών θα χρησιμοποιήσει τα ένδικα μέσα προκειμένου η απόφαση αυτή να ανατραπεί (π.χ. αίτηση αναίρεσης στον Αρειο Πάγο).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου (απόφαση υπ’ αριθμόν 1584/2014, στις 12 Μαΐου), η διαδικασία της διαθεσιμότητας που άρχισε στις 17 Σεπτεμβρίου 2013 και έληγε την Παρασκευή 16 Μαΐου 2014 ουσιαστικά ισοδυναμεί με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των καθαριστριών, τη στιγμή που η κατάργηση οργανικής θέσης στο Δημόσιο δεν μπορεί να είναι τυχαία, αλλά προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης. Για το Μονομελές Πρωτοδικείο, οι θέσεις των εν λόγω εργαζομένων δεν πλεόναζαν και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, αφότου τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ανατέθηκαν οι αρμοδιότητές τους σε ιδιωτικά συνεργεία. Οπως επισημαίνει το δικαστήριο, το Δημόσιο οφείλει να εξυπηρετεί τις λειτουργικές του ανάγκες με το υπάρχον προσωπικό του, και σύμφωνα με την απόφαση η ανάθεση της καθαριότητας σε ιδιωτικά συνεργεία πρέπει να δικαιολογείται από λόγους προάσπισης του δημοσιονομικού συμφέροντος, «το οποίο δεν ταυτίζεται με το απλό ταμειακό».
Το δικαστήριο
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι καθαρίστριες παρείχαν «υψηλότερης ποιότητας υπηρεσίες» από τα ιδιωτικά συνεργεία, ενώ οι απολαβές τους ήταν χαμηλές («από 373 έως 750 ευρώ μηνιαίως»). Επιπλέον, το δικαστήριο επισημαίνει ότι οι καθαρίστριες ανήκουν ηλικιακά στην κατηγορία των 45-60 ετών, «με εκμηδενισμένες πιθανότητες εξεύρεσης άλλης εργασίας», και υπογραμμίζει ότι πολλές μεγαλώνουν μόνες ανήλικα παιδιά. Σύμφωνα με την απόφαση, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος «δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν ριζοσπαστικές επεμβάσεις στη ζωή των πολιτών, που οδηγούν στην εξαθλίωση πλήθος οικογενειών, με προφανή τον κίνδυνο αποδόμησης της κοινωνίας».
Βάσω Παλαιού