Σε νέα πολιτική περίοδο έχει περάσει η χώρα από την Κυριακή ύστερα από τα αποτελέσματα των εκλογών που έδωσαν τη νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησαν στον σχηματισμό κυβέρνησης σε συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛ. Αρνητικοί πρωταγωνιστές αυτής της μάχης, που εξελίχθηκε σε τραγωδία, ήταν κατά βάση τρία πρόσωπα, που τώρα αντιμετωπίζουν τις παρενέργειες της ήττας τους: ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Γιώργος Παπανδρέου. Ο κ. Σαμαράς, που είδε τη στρατηγική του να καταρρέει και τη μεσαία τάξη να τον αποδοκιμάζει, προσπαθεί τώρα να κρατηθεί, παρά την εσωκομματική βουή, στην ηγεσία της Ν.Δ. Ο κ. Βενιζέλος ετοιμάζεται ήδη να αποχαιρετήσει την αρχηγική καρέκλα του ΠΑΣΟΚ, του οποίου επίσης το μέλλον είναι άδηλο. Και ο κ. Παπανδρέου, που μηχανευόταν από καιρό το νέο κόμμα αλλά δεν μπόρεσε τελικά να γίνει ρυθμιστής και κηδεμόνας της νέας κυβέρνησης, απειλείται με πλήρη εξαφάνιση…
Σαμαράς: Δεν δέχεται συζήτηση για να παραδώσει την ηγεσία της Ν.Δ.
Για τον Αντώνη Σαμαρά η ήττα της Κυριακής ήταν βαριά, καθώς η Ν.Δ. βρέθηκε να χάνει με διαφορά περίπου 8,5 μονάδων και να καθηλώνεται στο 27,8%. Οσο κι αν χρησιμοποιήθηκε μετεκλεγικά το συγκριτικό επιχείρημα περί μικρής υποχώρησης των δυνάμεων της Ν.Δ. για να αποτραπούν οι εσωτερικές διεργασίες, φαίνεται ότι η κατάσταση δεν μπορεί να εξωραϊστεί εύκολα. Ο γενικότερος συσχετισμός δυνάμεων, όπως αποτυπώθηκε στην κάλπη, είναι πολύ επώδυνος για τη Ν.Δ. όχι μόνο στο επίπεδο των αριθμών, αλλά και σε ό,τι αφορά το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο. Η αποδοκιμασία της μεσαίας τάξης για την κυβερνητική πολιτική, ιδιαίτερα όσον αφορά την υπερφορολόγηση, υπήρξε ισχυρότατη, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι απέτυχε παταγωδώς και η προεκλογική τακτική που ακολούθησε ο κ. Σαμαράς. Η προβολή διλημμάτων με τη λογική του φόβου και της καταστροφής, εν όψει νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, γύρισε μπούμερανγκ. Οπως αποδείχθηκε στην κάλπη, μεγάλο τμήμα κεντροδεξιών ψηφοφόρων «έσπασαν τα τείχη» και, χωρίς να επηρεαστούν από την προεκλογική ρητορική του κ. Σαμαρά, ψήφισαν τον κ. Τσίπρα.
Μπορεί αυτή η τακτική να βοήθησε τη Ν.Δ. στις εκλογές του 2012, αλλά το επιτελείο της δεν θέλησε προφανώς να καταλάβει τις μεταβολές που μεσολάβησαν στην κοινωνία. Επίσης, η ηγεσία της Ν.Δ. δεν μπόρεσε να εξηγήσει πειστικά στους ψηφοφόρους τη μεγάλη αντίφαση. Ενώ δηλαδή μέχρι πριν από λίγο καιρό διαφήμιζε το sucess story και την έξοδο από την κρίση, όταν λόγω εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα επίσπευσε την προεδρική εκλογή χωρίς θετικό αποτέλεσμα, ανακάλυψε πάλι τους κινδύνους και άρχισε να μιλά για «περιπέτειες» που απειλούν τη χώρα.
Απογοήτευση
Τώρα, ο κ. Σαμαράς δεν δείχνει διατεθειμένος να δεχθεί καν συζήτηση για θέμα ηγεσίας στη Ν.Δ. και για τα πραγματικά αίτια της ήττας. Μολονότι στους κόλπους του κόμματος η απογοήτευση και ο θυμός είναι διάχυτα και τα στελέχη ανά την Ελλάδα βρίσκονται σε κατάσταση βρασμού, η Συγγρού επεξεργάζεται νέα σενάρια περί «αριστερής παρένθεσης» σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα ή, για την ακρίβεια, να αναστείλει τις εξελίξεις. Το επιχείρημα που προβάλλεται από τον κ. Σαμαρά είναι ότι σε διάστημα δυο τριών μηνών η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα θα έχει αποτύχει και ως εκ τούτου θα υπάρξει δικαίωση της Ν.Δ., ενδεχομένως και άλλες πολιτικές εξελίξεις. Ετσι όμως δεν δίνεται απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί στην περίπτωση που δεν «καταρρεύσει» ο ΣΥΡΙΖΑ και μέσα από μια συμφωνία, ακόμη και αν χρειαστεί σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές, συνεχίσει κανονικά τη διακυβέρνηση της χώρας.
Εσωστρέφεια
Σε κάθε περίπτωση, η εσωστρέφεια αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς στη Ν.Δ., ενώ την ίδια ώρα η μετεκλογική συμπεριφορά της και τακτική χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις και σπασμωδικές κινήσεις. Το γεγονός ότι (ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες και τις δικαιολογίες που επιστρατεύθηκαν) ο κ. Σαμαράς δεν πήγε να παραδώσει στον κ. Τσίπρα επέδρασε καταλυτικά στη δημιουργία πολύ άσχημων εντυπώσεων, που έρχονται να συνδυαστούν με τη μέχρι στιγμής αδυναμία της Ν.Δ. να προσδιορίσει το αντιπολιτευτικό στίγμα της έναντι της νέας κυβέρνησης. Η αδυναμία αυτή καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι επιχείρησε να στραφεί θορυβωδώς κατά της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή του πολιτικού όρκου που έδωσε ο κ. Τσίπρας, αλλά δίχως ακόμη να διευκρινίζει αν θα στηρίξει ή όχι την κυβέρνηση στο μπρα ντε φερ της με τους δανειστές. Αναδεικνύεται πάντως έτσι και το πόσο δεσμευμένη υπήρξε τα τελευταία χρόνια στη γραμμή του μερκελισμού η Ν.Δ, και η αποδέσμευση από αυτήν τη γραμμή αποτελεί ένα από τα μεγάλα στοιχήματα για τη Ν.Δ. του μέλλοντος. Οπως επίσης μείζον θέμα είναι αν ως αντιπολίτευση θα ακολουθήσει τακτικές περιχαράκωσης, που δεν συνάδουν όμως με το DNA της Κεντροδεξιάς, εφόσον η σημερινή, υπό τον κ. Σαμαρά, ηγεσία της κρίνει ότι αυτό μπορεί να τη βοηθήσει στην εσωκομματική της επιβίωση. Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που θεωρούν ότι ο κ. Σαμαράς επιδιώκει να παραμείνει στην ηγεσία της Ν.Δ. για να έχει, περισσότερο απ’ όλα, μια «ασπίδα προστασίας» έναντι τυχόν ερευνών από τη Βουλή (υπό την προεδρία της κυρίας Κωνσταντοπούλου) για τις γκρίζες πτυχές όσων εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια…
Βενιζέλος: Αποχωρεί από το ΠΑΣΟΚ με βήμα σημειωτόν
Για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, μετά τη «βαριά ήττα» της Κυριακής, όπως την αναγνώρισε και ο ίδιος, η αντίστροφη μέτρηση ήδη ξεκίνησε. Στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, που θα γίνει μετά το Πάσχα, δεν πρόκειται να είναι πάλι υποψήφιος και, όπως όλα δείχνουν, την ηγεσία θα διεκδικήσουν κατά κύριο λόγο ο Ανδρέας Λοβέρδος και η Φώφη Γεννηματά. Το ερώτημα βεβαίως είναι ποιο μέλλον μπορεί να έχει το ΠΑΣΟΚ όταν έχει έρθει με 4,7% τελευταίο κόμμα πίσω και από τους ΑΝ.ΕΛ., ενώ στη Θεσσαλονίκη το πέρασε ακόμη και η Ενωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. Ο στόχος που είχε τεθεί να βγει τρίτο κόμμα αποδείχθηκε εξωπραγματικός, αν και κατά πολλούς στη Χαριλάου Τρικούπη βασική αιτία που συνέβη αυτό ήταν η διάσπαση από πλευράς του Γ. Παπανδρέου. Ο,τι κι αν ισχύει, το γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν σε κατιούσα πορεία και όχι μόνο δεν μπορούσε να προσεγγίσει το 12% που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 2012, αλλά ούτε και το 8% των πρόσφατων ευρωεκλογών. Εκ των πραγμάτων ο κ. Βενιζέλος συνδέθηκε με αυτήν την πορεία και μάλιστα στις κάλπες διαπιστώθηκε ότι όντως το ΠΑΣΟΚ έχασε περισσότερο αναλογικά με τη Ν.Δ., με την οποία συγκυβερνούσε.
Για τον κ. Βενιζέλο βασικό πρόβλημα υπήρξε το γεγονός ότι από το 2011 κιόλας -όταν ανέλαβε αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου- ταυτίστηκε με τις μνημονιακές επιλογές και μάλιστα με τις διαρκείς εμφανίσεις και δηλώσεις του μεταβλήθηκε σε επικοινωνιακό συνώνυμό τους. Ακόμη και η περίφημη BMW αξίας 750.000 ευρώ που χρησιμοποιούσε έγινε το αρνητικό «σήμα κατατεθέν» αυτής της περιόδου. Γι’ αυτό και αξιοποιώντας το επικοινωνιακά, η νέα κυβέρνηση ένα από τα πρώτα μέτρα που ανακοίνωσε διά του αρμόδιου υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργου Κατρούγκαλου ήταν η απόφαση να βάλει πωλητήριο στο πανάκριβο τεθωρακισμένο αυτοκίνητο.
Σφραγίδα
Ουκ ολίγα μέτρα και αποφάσεις των τελευταίων ετών άλλωστε είχαν για την κοινή γνώμη τη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ και του κ. Βενιζέλου προσωπικά ως αντιπροέδρου της κυβέρνησης, οι συχνές δηλώσεις του οποίου έξω από το Μεγάρου Μαξίμου είχαν ως αποτέλεσμα να πάρει τον χαρακτηρισμό του «πρωθυπουργεύοντος». Στο μεταξύ αναπτύσσονταν εντός του ΠΑΣΟΚ ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις, τις οποίες δεν πέτυχε να αναχαιτίσει, τα διαρκή εσωκομματικά επεισόδια επιδείνωναν συνεχώς την εικόνα και τμήματα της εκλογικής βάσης που είχε απομείνει μετατοπίζονταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν άρχισε η δημοσκοπική επέλαση του ΣΥΡΙΖΑ, βρέθηκε παγιδευμένος. Με τις οξύτατες επιθέσεις στον κ. Τσίπρα και τις αντιπαραθέσεις με την Κουμουνδούρου, καλλιεργήθηκε το έδαφος για την πόλωση που αναπτύχθηκε εν όψει των εκλογών. Αυτή η πόλωση όμως ήταν καταστροφική για το ΠΑΣΟΚ, που όταν το κατάλαβε όμως ήταν αργά. Οι διαρροές της τελευταίας περιόδου κινούνταν πρωτίστως προς τη Ν.Δ., καθώς σημαντική μερίδα ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ήθελε να εμποδίσει τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Βενιζέλος άλλαξε γραμμή λίγο πριν από τις εκλογές και διαφοροποιήθηκε από την «τακτική του φόβου» που ακολουθούσε η Ν.Δ., αλλά η ζημιά είχε γίνει. Σε αυτό προστέθηκαν και οι διαρροές προς το κόμμα του κ. Παπανδρέου (το μεγαλύτερο τμήμα της δύναμης του οποίου προήλθε τελικά από το ΠΑΣΟΚ και όχι από επαναπατρισθέντες του ΣΥΡΙΖΑ), με αποτέλεσμα να βρεθεί το άλλοτε παντοδύναμο κόμμα κυριολεκτικά ουραγός και με μόλις 13 βουλευτές.
Γ. Παπανδρέου: Με την αγωνία της εξεταστικής
Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε αποφασίσει τη δημιουργία νέου κόμματος εδώ και πολύ καιρό, παρά την περί του αντιθέτου εικόνα ότι επηρεάστηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις. Οι συζητήσεις είχαν ξεκινήσει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό πριν από πολλούς μήνες και, όπως ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός είχε εκμυστηρευθεί, θα περίμενε, προτού κάνει οποιαδήποτε «κίνηση», τη διάλυση της Βουλής. Ηθελε με αυτόν τον τρόπο να είναι σίγουρος ότι λόγω παραγραφής δεν θα αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα με τυχόν διερεύνηση ευθυνών από τη Βουλή για τα θέματα του Μνημονίου. Πολιτικά ο πρώην πρωθυπουργός πίστευε ότι θα εμπόδιζε την αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το κόμμα του θα έμπαινε στη Βουλή και θα γινόταν αυτός ο κυβερνητικός εταίρος του κ. Τσίπρα. Σε μια τέτοια περίπτωση η διασφάλιση ότι δεν θα «ανακινηθούν» υποθέσεις του παρελθόντος θα ήταν μεγαλύτερη, αν όχι απόλυτη.
Ταυτόχρονα, θα έβγαινε από τη μέση το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου και το νέο σχήμα θα μπορούσε να κυριαρχήσει στις μελλοντικές διεργασίες για την ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς. Μυστικές δημοσκοπήσεις που επέτρεπαν τη σχετική αισιοδοξία, ανεβάζοντας τα ποσοστά ακόμη και πλησίον του 10%, είχαν διεξαχθεί και από ξένες εταιρίες. Το παιχνίδι φαίνεται πάντως ότι κρίθηκε μετά την επίσημη ανακοίνωση του νέου κόμματος στις 3 Ιανουαρίου. Η όποια δυναμική έδειχνε ότι έχει το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών άρχισε να υποχωρεί, καθώς το πολιτικό αφήγημά του ήταν πολύ αδύνατο και πέραν του ίδιου του κ. Παπανδρέου τα πρόσωπα που ανέλαβαν την υποστήριξή του ξύπνησαν δυσάρεστες μνήμες από την πρώτη μνημονιακή περίοδο.
Τώρα που το ΚΙΔΗΣΟ με 2,44% έμεινε εκτός Βουλής και πρώτη φορά ύστερα από 92 χρόνια το όνομα Παπανδρέου δεν θα έχει βουλευτικό έδρανο, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Στις 7 Φεβρουαρίου θα συγκληθεί η πρώτη συνδιάσκεψη του κόμματος, με τον κ. Παπανδρέου να επιμένει ότι η προσπάθεια θα συνεχιστεί, αλλά το κλίμα είναι βαρύ και τα στελέχη του νεοπαγούς σχήματος δεν έχουν πια υψηλό ηθικό. Αρκετά από αυτά μάλιστα έχουν στρέψει το βλέμμα τους είτε προς τον ΣΥΡΙΖΑ είτε προς το όμορο ΠΑΣΟΚ, ελπίζοντας ότι η επικείμενη αλλαγή ηγεσίας θα διευκολύνει τις κινήσεις σύγκλισης. Το ερώτημα βεβαίως είναι ποια θέση μπορεί να έχει ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου σε πιθανές τέτοιες διεργασίες. Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο πρόβλημά του από εδώ και πέρα δεν είναι το πολιτικό. Ο πρώην πρωθυπουργός θα ζει καθημερινά με την αγωνία της συγκρότησης εξεταστικής επιτροπής για το Μνημόνιο και της αναζήτησης τουλάχιστον των πολιτικών ευθυνών που έγιναν κατά την κρίσιμη περίοδο 2009-2010.