«Ο Λέων δεν βρισκόταν στον λόφο Καστά» λέει καθηγητής
Νέα δεδομένα που ανατρέπουν τα έως τώρα συμπεράσματα των αρχαιολόγων για τον τύμβο Καστά και τη θέση του Λέοντα της Αμφίπολης δημιουργεί η αναφορά που έγινε το Σάββατο στο πλαίσιο του 28ου αρχαιολογικού Συνεδρίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εισηγητής ήταν ο διευθυντής Αρχαιολογικών Εργων της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας και μέλος της διεπιστημονικής ομάδας της ανασκαφής στην Αμφίπολη Ευάγγελος Καμπούρογλου, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους συνεργάτες της επικεφαλής της ανασκαφής Αικατερίνης Περιστέρη.
Η εισήγησή του είχε τίτλο «Τα ιζήματα του λόφου Καστά Αμφίπολης και η σχέση τους με το ταφικό μνημείο». Οπως επισήμανε, «δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι ο Λέων της Αμφίπολης βρισκόταν τοποθετημένος πάνω στο λόφο Καστά», ένα συμπέρασμα στο οποίο είχαν καταλήξει και ανακοινώσει προ διετίας η επικεφαλής της ανασκαφής Αικατερίνη Περιστέρη και ο συνεργάτης της αρχιτέκτονας Μιχάλης Λεφαντζής.
Οπως σημείωσε ο κ. Καμπούρογλου, αυτό συνέβη για τρεις λόγους: Πρώτον, γιατί ο λόφος Καστά στην Αμφίπολη ήταν φυσικός κι όχι τεχνητός. Δεύτερον, γιατί ο λόφος ήταν σχηματισμένος από ιζήματα χαλαζιακών άμμων, αργίλου και ψαμμίτη, υλικά που τον καθιστούν μειωμένης αντοχής και «ανίκανο» να φέρει επί αιώνες στην κορυφή του βάρος μεγαλύτερο των 500 τόνων, ενώ το βάθρο και το γλυπτό του Λέοντα ξεπερνούν συνολικά σε βάρος τους 1.500 τόνους. Και τρίτον, γιατί ο κιβωτιόσχημος τάφος που βρέθηκε στο εσωτερικό του λόφου Καστά είναι μεταγενέστερος (ή και προγενέστερος του λόφου) καθώς, όπως υποστηρίζει ο κ. Καμπούρολγου, πρόκειται για ένα «ευτελές οικοδόμημα» που δεν θα μπορούσε να αποτελεί μέρος του συνόλου του μνημείου.
Στην εισήγησή του ο κ. Καμπούρογλου υποστήριξε: «Στο εσωτερικό του νεκρικού θαλάμου εντοπίστηκαν πολλαπλές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, καθώς και υπολείμματα καύσεων (δείγματά τους έχουν αποσταλεί σε αρμόδιο ινστιτούτο μελετών στη Μασαχουσέτη, απ’ όπου δεν έχει ληφθεί μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα), ενώ στην οροφή του διαπιστώθηκαν μετακινήσεις εδαφών, που πιθανότατα προήλθαν από σεισμό, όπως εκείνος του 597 μ.Χ., μεγέθους 6,7 Ρίχτερ, με επίκεντρο γειτονική περιοχή, ο οποίος είχε ως επίπτωση ακόμα και την αλλαγή του ρου του Στρυμώνα».