Τα δυο νεότερα «κολλητήρια» του Καραγκιόζη

Ο Κωνσταντίνος Κουτζουπλής (που είναι ναυπηγός!) και ο μόλις 22χρονος Νίκος Τζιβελέκης συνεχίζουν την τέχνη του θεάτρου σκιών μαθαίνοντας τα «κόλπα» πίσω από τον μπερντέ

{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}

Το «άρωμα» μιας άλλης Ελλάδας (που όλο δείχνει να χάνεται σε μια αόριστη «εξέλιξη», κι όμως πάντα καταφέρνει να επιζεί και να προσαρμόζεται στο σήμερα) κρατούν ζωντανό δύο νεαροί, που σχεδόν ταυτόχρονα με την ομιλία έμαθαν να μιμούνται τη φωνή του Καραγκιόζη, του Μπαρμπα-Γιώργου και των άλλων ηρώων του θεάτρου σκιών, κάνοντας το παλκοσένικο δεύτερο σπίτι τους. Ο 30χρονος Κωνσταντίνος Κουτζουπλής και ο 22χρονος Νίκος Τζιβελέκης είχαν την τύχη να μυηθούν στα μυστικά του μπερντέ από έναν εκ των τελευταίων εναπομεινάντων μεγάλων του θεάτρου σκιών, τον Σωτήρη Χαρίδημο. Η «δημοκρατία» τούς συνάντησε στο Εργαστήριο και Μουσείο του Θεάτρου Σκιών «Χαρίδημος», που από το 2006 λειτουργεί στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα», και είδε από κοντά τα «ιερά κειμήλια» της οικογένειας Χαρίδημου.

«Είδα για πρώτη φορά Καραγκιόζη το 1987, σε ηλικία δυόμισι ετών, και αυτή η πρώτη επαφή έμελλε να με σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή μου. Τη στιγμή που οι φίλοι μου διασκέδαζαν με καρτούν και άλλα θεάματα της παιδικής ηλικίας, εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου πότε καθισμένο μπροστά από τον μπερντέ να γελάει με τις ατάκες των ηρώων και πότε πίσω από αυτόν (που με δυσκολία μπορούσα να φτάσω) να μαθαίνει τις κινήσεις και τα χούγια του Καραγκιόζη.

Η πρώτη παράσταση

Παρακολουθώντας άλλους καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Μάνθος Αθηναίος στη Νέα Σμύρνη, έγινα κάποια στιγμή βοηθός τους, και στην ηλικία των 13 έδωσα την πρώτη παράστασή μου στο αμφιθέατρο της Ευαγγελικής Σχολής, όπου φοιτούσα» εξηγεί ο Κωνσταντίνος Κουτζουπλής, ναυπηγός και απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οπως λέει, αν είχε τη δυνατότητα, θα ασχολούνταν αποκλειστικά με το θέατρο σκιών, αλλά ο βιοπορισμός από κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα δύσκολος στις μέρες μας.

Παρέα με τον Καραγκιόζη, τον Βεληγκέκα και τον Χατζηαβάτη, έφτασε στα 15 του έως την Αυστραλία, όπου διασκέδασε τους ομογενείς, ενώ «ακόμη και σήμερα, όταν για επαγγελματικούς λόγους βρίσκεται στο εξωτερικό, ανυπομονεί να επιστρέψει και να βρεθεί πίσω από τον μπερντέ», λέει για τον μαθητή του ο κ. Χαρίδημος. Από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε ζωντανή επαφή με τον κατεργάρη ήρωα, στην παράσταση «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι», η έλξη που ένιωσε ήταν σχεδόν… μεταφυσική. «Μεγαλώνοντας, η μητέρα μου μού διηγήθηκε την ιστορία του παππού μου, τον οποίο εγώ δεν γνώρισα ποτέ, καθώς πέθανε λίγους μήνες πριν γεννηθώ. Μου είπε, λοιπόν, ότι ο παππούς μου εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος, ωστόσο είχε στη ζωή του δύο μεράκια: τα καΐκια και τον Καραγκιόζη! Hταν, δηλαδή, ερασιτέχνης ναυπηγός και ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίχτης. Αρα και τα γονίδια έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στην εξέλιξή μου σε αυτό που είμαι σήμερα».

Ανάλογη είναι και η ιστορία της ζωής του έτερου νεαρού καραγκιοζοπαίχτη που μαθητεύει δίπλα στον σπουδαίο Σωτήρη Χαρίδημο. Ο γεννημένος το 1993 Νίκος Τζιβελέκης (ή Τζίβος), φοιτητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, είναι ο μικρότερος της παρέας και πρωτοείδε παράσταση του Καραγκιόζη σε ηλικία τριών ετών, από τον Κυριάκο Δεσύλλα, επίσης μαθητή του Γιώργου Χαρίδημου (πατέρα του Σωτήρη). «Πέρα από το πρώτο ερέθισμα, θυμάμαι ότι ως παιδί παρακολουθούσα συχνά θέατρο σκιών από τη συχνότητα της δημόσιας τηλεόρασης, που τότε μετέδιδε σχεδόν καθημερινά παραστάσεις, οπότε εξοικειώθηκα από πολύ μικρός με την εικόνα του Καραγκιόζη. Αργότερα, σε ηλικία οκτώ ετών, κατά τη διάρκεια μαθημάτων λαϊκής επιμόρφωσης, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Σωτήρη Χαρίδημο, και τότε μου δίδαξε όλα τα μυστικά της τέχνης, από την κατασκευή της φιγούρας έως και την κίνηση των ηρώων. Τον Σεπτέμβριο του 2006, όταν άνοιξε και το μουσείο, ήμουν κι εγώ από τους πρώτους καραγκιοζοπαίχτες και άρχισα να βλέπω την όλη ενασχόληση πιο επαγγελματικά, μέχρι που τον Μάιο του 2013 και τον Φεβρουάριο του 2014 έδωσα τις πρώτες μου παραστάσεις στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στο Παρίσι και στην Τουλούζη» λέει ο ίδιος, προσθέτοντας ότι «παρά το γεγονός ότι οι παραστάσεις μου δόθηκαν στα ελληνικά, το κοινό καταλάβαινε σε γενικές γραμμές την πλοκή της υπόθεσης, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αντιληφθεί ακριβώς τα καλαμπούρια. Αλλωστε, το θέαμα για κάποιον από το εξωτερικό είναι πρωτόγνωρο, ιδίως στις ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες η τεχνική του θεάτρου σκιών παραμένει ανεξερεύνητη».

Να μην σβήσει η φλόγα

Οσον αφορά το μέλλον του Καραγκιόζη στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ο Νίκος παραδέχεται ότι η διατήρηση της φλόγας του βρίσκεται εξ ολοκλήρου στο χέρι των νεότερων, οι οποίοι έχουν πια πάρει τη «σκυτάλη» από τους δασκάλους. «Αν το θέαμα αποδίδεται σωστά και δεν ευτελίζεται, δεν “καραγκιοζεύεται” -με την αρνητική έννοια του όρου-, όπως συμβαίνει συχνά στις μέρες μας, ο Καραγκιόζης σίγουρα θα έχει για πολλά χρόνια ακόμα τη θέση που του αρμόζει στην ψυχαγωγία τόσο των ενηλίκων όσο και των ανηλίκων. Εξάλλου, ποτέ δεν έπαψε να έχει το κοινό του, όπως ποτέ δεν έπαψε να είναι και επίκαιρος, να συγκεντρώνει πάνω του διαχρονικά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα του Ελληνα, από την Τουρκοκρατία έως και σήμερα».

Μέντορας των νεότερων και δημιουργός του Μουσείου Θεάτρου Σκιών είναι ο 73χρονος σήμερα Σωτήρης Χαρίδημος, γιος και αδερφός δύο μεγάλων προσωπικοτήτων του χώρου, του Χρήστου και του Γιώργου Χαρίδημου αντίστοιχα, οι οποίοι εδώ και ενάμιση αιώνα χαρίζουν γέλιο και τροφή για σκέψη στο ελληνικό κοινό, μέσα από τις περιπέτειες του συμπαθούς ήρωα. Η αρχή έγινε από τον Χρήστο Χαρίδημο, ο οποίος φρόντισε να μεταλαμπαδεύσει την τέχνη στα έξι παιδιά του, τα «Χαριδημάκια», όπως χαρακτηριστικά τα αποκαλούσαν.

Οι πρώτες παραστάσεις του, στις αρχές του 20ού αιώνα, στον αυτοσχέδιο μπερντέ του στην πλατεία Κυριακού (σήμερα, πλατεία Βικτορίας) κατάφεραν να μπουν «σφήνα» ανάμεσα στα υπερθεάματα της εποχής, κάνοντας το κοινό να αυξάνεται παράσταση με την παράσταση.

Αλλαξε το όνομα του

Τότε ήταν που μέλη της οικογένειάς του τον πλησίασαν και του ζήτησαν να αλλάξει το επίθετό του (από Χαρίτος σε Χαρίδημος), καθώς θεωρούσαν προσβολή να έχουν συγγενή έναν καραγκιοζοπαίχτη! Ο ίδιος, για το καλό των παιδιών του, δέχτηκε και έγινε ευρύτερα γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Χαρίδημος». Το 1922 και αφού έχει οργώσει τις γειτονιές της πόλης, καταφέρνοντας να κάνει γνωστό το… νέο όνομά του, ο κυρ Χρήστος ανοίγει το δικό του μόνιμο θέατρο, τον «Ερμή», στο Πασαλιμάνι, και οι ομότεχνοί του τον ανακηρύσσουν, λόγω των καινοτόμων πρακτικών του, «πρύτανη» του θεάτρου σκιών. Εκεί, στον «Ερμή», ανάμεσα στις χειροποίητες ρεκλάμες των παραστάσεων και τις περίτεχνες φιγούρες των ηρώων, κάνει τα πρώτα του βήματα και ο γιος του, ο μικρός Σωτήρης. «Θυμάμαι ακόμα να παίζω με τις φιγούρες και σιγά σιγά να φτιάχνω τις δικές μου, να βοηθώ τον πατέρα μου να τακτοποιήσει τον στενό και σκοτεινό χώρο πίσω από τον μπερντέ, να κοιτάζει μέσα από μια μικρή τρυπούλα, το λεγόμενο «μάτι του καραγκιοζοπαίχτη» που υπάρχει σε κάθε μπερντέ, ώστε να δει πόσο κόσμο είχε μαζέψει πριν αρχίσει την παράσταση και στη συνέχεια να γυρίζει, να σκύβει μπροστά σε μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας και να την ευχαριστεί, γιατί «βγήκε και σήμερα η φασολάδα» για αυτόν και την οικογένειά του». «Γέλασε το κοινό, φχαριστήθηκε;» ρωτούσε ο πατέρας και, όταν ο μικρός τού αποκρινόταν «ναι», το χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπο του καλλιτέχνη.

«Αυτό που κάνει έναν καραγκιοζοπαίχτη να ξεχωρίσει είναι το ενδιαφέρον για το κοινό του» λέει αυστηρά ο τελευταίος των Χαριδημαίων που ασχολείται με πάθος με το θέατρο σκιών, μια και τα παιδιά του, παρά την αγάπη τους για την τέχνη των προγόνων τους, ακολούθησαν διαφορετικούς επαγγελματικούς δρόμους. Ο κ. Σωτήρης είχε από νωρίς το «μικρόβιο» της ζωγραφικής και στα 13 του φιλοτέχνησε την πρώτη ρεκλάμα για το έργο «Ο Καραγκιόζης στη Σαντορίνη», ενώ, όπως περιγράφει, όσο μεγάλωναν οι ρεκλάμες με τους αστέρες του Χόλιγουντ, όπως ο Γκάρι Κούπερ και ο Μάρλον Μπράντο, άλλο τόσο μεγάλωναν και αυτές του Καραγκιόζη προκειμένου να… χτυπηθεί ο ανταγωνισμός.

«Φτηνό ρεύμα στον λαό» 

Εμπνευσμένος μάλιστα από την εργασία του στη ΔΕΗ, σχεδιάζει τη δεκαετία του ’70 το αποκριάτικο άρμα «Φτηνό ρεύμα στον λαό», που του χαρίζει το Α’ Βραβείο, το πρώτο από μια σειρά βραβείων που θα του απονεμηθούν για την προσφορά του στην τέχνη, όπως αυτό της Unesco το 2003.

«Το μυστικό του καλού μάστορα του θεάτρου σκιών είναι η ενημέρωση, αλλά και η συνεχής εξέλιξη της τέχνης του, χωρίς όμως αυτή να εκφυλίζεται. Μέχρι και σήμερα προσπαθώ να μη χάνω τίποτα, ακόμα και από τα “ψιλά” γράμματα των εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων. Αυτά είναι που δίνουν τροφή στον καραγκιοζοπαίχτη για να δημιουργήσει και να αφουγκραστεί τον λαό. Πολλώ δε μάλλον σε μια εποχή σαν τη σημερινή, όπου ο λαός στενάζει, όπως στέναξε πολλές φορές στο παρελθόν. Ομως, αυτό που πρέπει πάντα να θυμόμαστε είναι ότι ο Καραγκιόζης δεν έχει “χρώμα” και είναι πάντα καλοπροαίρετος» καταλήγει.

Ο βομβαρδισμός

Από τις δεκάδες ιστορικές στιγμές που έχει ζήσει στο βρεγμένο -για να μη σηκώνεται σκόνη από τα ηχητικά εφέ που δημιουργούσε με το πόδι του ο πατέρας του- σανίδι του «Ερμή», τη μνήμη του Σωτήρη Χαρίδημου έχει σημαδέψει ο συμμαχικός βομβαρδισμός του Πειραιά, στις 11 Ιανουαρίου του ’44, με στόχο τις ζωτικής σημασίας για τα κατοχικά στρατεύματα εγκαταστάσεις της πόλης. Ωστόσο, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις του ναυστάθμου, το αεροδρόμιο, τα ναυπηγεία του Περάματος (μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο, που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των ναζί) έμειναν άθικτα, ενώ περίπου 5.500 Πειραιώτες έχασαν τη ζωή τους, με την πόλη να μετατρέπεται σε έναν γιγάντιο σωρό από σκόνη και στάχτη.

Τη «δαντική» αυτή σκηνή, που σημάδεψε για πάντα την ψυχή του, παρά το ότι ήταν μόλις τριών χρόνων, ζωγράφισε χρόνια αργότερα, το 1978, ο Σωτήρης Χαρίδημος, αποτυπώνοντας τη φρίκη και το δέος ενός μικρού παιδιού μπροστά στην παραφροσύνη του πολέμου. Την εικόνα του Καραγκιόζη να τρέχει, ανάμεσα σε συντρίμμια και νεκρούς, κρατώντας τα παιδιά του από το χέρι, συνοδεύει η ανορθόγραφη (όπως κάθε γραπτό του Καραγκιόζη) και λακωνική λεζάντα του πατέρα του: «Το 1944, 11 Ιανουαρίου, που έγινε ο βομβαρδισμός του Πειραιώς, εργαζόμουν στον κινηματογράφο “Ηλύσια” διότι δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, ενώ εγώ εργαζόμουν με ασετυλίνες. Με τον βομβαρδισμό έφυγα και εργαζόμουν στο Μοσχάτο, σε ένα καφενείο».

Αγγελος Σορδάς
Φωτό:Δημήτρης Γκολφομήτσος

{{-PCOUNT-}}25{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα

spot_img