Η Θεσσαλονικιά Ελπίδα Βασιλειάδη εδώ και 30 χρόνια σερβίρει από την καντίνα της στους κατοίκους της Νέας Υόρκης το πιο παραδοσιακό ελληνικό έδεσμα, αποκτώντας τέτοια φήμη ώστε να την εκθειάσουν ακόμη και οι «New York Times»
«Εδώ οι πελάτες είναι οι ίδιοι. Για παράδειγμα, έρχονταν παλιά οι γονείς με τα παιδιά τους μικρά και τώρα έρχονται και τα παιδιά που μεγάλωσαν. Με ξέρουν πολλά χρόνια, με εμπιστεύονται, καταλαβαίνουν ότι είναι καλή η ποιότητα του φαγητού»
Από τη
ΓΙΩΤΑ ΦΛΩΡΟΥ
Την «πέτυχα» εν ώρα εργασίας…. Ωστόσο, η 54χρονη Ελπίδα Βασιλειάδη ή, αλλιώς, «Souvlaki Lady», όπως τη γνωρίζουν εδώ και περίπου 30 χρόνια στην Αστόρια των ΗΠΑ λόγω της μικρής, αλλά θαυματουργής καντίνας που σερβίρει ελληνικότατο σουβλάκι -μεταξύ άλλων-, δέχθηκε με πολλή προθυμία, καλή διάθεση και άπταιστα ελληνικά να μιλήσει στο «Enjoy» μέσω τηλεφώνου από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η ώρα κόντευε 1 το μεσημέρι στην αμερικανική γειτονιά, που έχει έντονο ελληνικό «χρώμα» (ήταν λίγο μετά τις 7 το βράδυ στην Ελλάδα). Ηταν ώρα φαγητού, δηλαδή, και φαντάστηκα ότι σε λίγο μπροστά από την καντίνα της Ελπίδας, που βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Ντίτμαρ με την 33η Οδό, θα σχηματίζονταν ουρές από τους σταθερούς της πελάτες και άλλους, καινούργιους, που έχουν ακούσει για εκείνη -αφού η καλή της φήμη μεταδίδεται από στόμα σε στόμα-, για να γευτούν το παραδοσιακό ελληνικό σουβλάκι (καλαμάκι ή τυλιχτό), καθώς και τα υπόλοιπα λαχταριστά εδέσματα που περιλαμβάνει ο κατάλογος της καντίνας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αυτές τις ουρές και τον «μύθο» της Ελπίδας -η οποία κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη- τα έχει εκθειάσει μέχρι και η εφημερίδα «New York Times» σε άρθρο της τον περασμένο Ιούνιο.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Πώς βρέθηκε η Ελπίδα Βασιλειάδη στην Αμερική;
«To make a long story short», όπως λένε εκεί (ή, αλλιώς, «με λίγα λόγια», όπως λέμε εδώ!), η αγάπη ήταν η αιτία και εκείνη ήταν μόλις 18 ετών. «Γνώρισα τον άντρα μου στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν στην Αμερική και μόλις τέλειωνε τον στρατό -γιατί ήταν φαντάρος όταν τον γνώρισα- θα ερχόταν και αυτός εδώ. Οταν παντρευτήκαμε, λοιπόν, ήρθαμε και οι δύο στην Αμερική μαζί με την κόρη μας, την οποία είχα γεννήσει στην Ελλάδα».
Μάλιστα, η καντίνα που έχει τώρα υπήρχε ήδη στον δρόμο όπου ήταν το σπίτι της στην Αμερική. «Ηταν ένα πολύ μικρό καροτσάκι εκείνη την εποχή. Ο κύριος που την είχε ήθελε να βγει στη σύνταξη και την πουλούσε. Οπότε την αγόρασα, γιατί ήταν εύκολο για μένα να τη δουλεύω, ενώ παράλληλα μπορούσα να προσέχω και τα παιδιά μου. Δηλαδή, τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή του σπιτιού και εγώ σχεδόν τα έβλεπα από εκεί που δούλευα» θυμάται. Το σουβλάκι ήταν στάνταρ έδεσμα από την αρχή (το σέρβιρε και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της καντίνας). Η Ελπίδα διατήρησε την παράδοση, ωστόσο, όταν είδε, όπως λέει, ότι «η δουλειά αυτή έχει μέλλον», πήρε μεγαλύτερο καρότσι και εμπλούτισε τον κατάλογο, μεταξύ άλλων, με σάντουιτς, πιάτα με ρύζι και πατάτες, καθώς και μεξικάνικα πιάτα, ώστε οι πελάτες να έχουν περισσότερες εναλλακτικές στην επιλογή φαγητού.
Επιστρέφοντας πάλι στην αγάπη και την ιδιαίτερη προτίμηση του κόσμου προς το πρόσωπό της και… το σουβλάκι της, ρωτάω την Ελπίδα γιατί θεωρεί πως έχει μεγάλη απήχηση. «Δεν είναι τυχαίο ότι είσαι σε μια μικρή γειτονιά 30 χρόνια. Εδώ δεν είναι όπως στο Μανχάταν, που βλέπεις έναν περαστικό μια φορά και μετά δεν τον ξαναβλέπεις ποτέ. Εδώ οι πελάτες είναι οι ίδιοι. Για παράδειγμα, έρχονταν παλιά οι γονείς με τα παιδιά τους μικρά και τώρα έρχονται και τα παιδιά που μεγάλωσαν. Με ξέρουν πολλά χρόνια, με εμπιστεύονται, καταλαβαίνουν ότι είναι καλή η ποιότητα του φαγητού». Οσο για το φαγητό που παραγγέλνουν περισσότερο οι πελάτες (μαντέψτε!), αυτό είναι το ελληνικό σουβλάκι, είτε καλαμάκι είτε τυλιχτό.
«Μου φαίνεται δύσκολο να γυρίσω και να μείνω για πάντα».
Η καθημερινότητα της Ελπίδας είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Κάθε μέρα (εκτός Κυριακής) βρίσκεται στην καντίνα από τις 9 το πρωί, ώστε να ξεκινήσει αρχικά την προετοιμασία. Δύο ώρες αργότερα, στις 11, η καντίνα ανοίγει και σερβίρει συνεχόμενα μέχρι τις 7 το βράδυ. Ωστόσο, η δουλειά δεν τελειώνει εκεί, καθώς απαιτούνται και άλλες εργασίες μέχρι η καντίνα να κλείσει περίπου στις 9 το βράδυ. Βέβαια, η Ελπίδα έχει δύο βοηθούς, ένα άτομο να τη βοηθά στην προετοιμασία και ένα άλλο μέσα στην καντίνα, όταν οι παραγγελίες πέφτουν βροχή! Αναρωτιέμαι αν ποτέ σκέφτηκε να επεκτείνει τη γαστρονομική της δράση, βάζοντας το σουβλάκι λίγο πιο «επίσημα» στην Αστόρια μέσα σε ένα κλειστό κατάστημα. «Χρόνια πριν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να νοικιάσω ένα κλειστό μαγαζί – τώρα πλέον, όχι. Οταν έχεις μαγαζί πρέπει να δουλεύεις πολύ περισσότερες ώρες» εξηγεί.
Ξεφεύγοντας λίγο από τα της Αμερικής και της σκληρής καθημερινότητάς της, η κουβέντα έρχεται εύλογα στην Ελλάδα. «Προσπαθώ να έρχομαι όσο πιο τακτικά μπορώ, γιατί η οικογένειά μου είναι στην Ελλάδα». Οι δικοί της άνθρωποι, όπως λέει, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από την οικονομική κρίση που «χτύπησε» τη χώρα. «Ξέρω ότι αλλάξαν πολύ οι συνήθειες των Ελλήνων. Και οι δικοί μου επηρεάστηκαν σε έναν βαθμό. Παλιότερα ήταν πολύ πιο άνετοι, τώρα δεν έχουν την ίδια ευχέρεια, δεν ξοδεύουν όπως παλιά» σημειώνει.
Το ενδεχόμενο να επιστρέψει, πάντως, για να μείνει μόνιμα στον τόπο καταγωγής της η Ελπίδα δεν το έχει πλέον στο μυαλό της. «Στην αρχή, όταν ήρθα στην Αμερική, το δύσκολο ήταν ότι δεν ήξερα κανέναν και βέβαια δεν ήξερα τη γλώσσα. Τώρα πια, που γνωρίζω τη γλώσσα, καταλαβαίνω και τη νοοτροπία των ανθρώπων καλύτερα. Πλέον, μου φαίνεται πιο δύσκολο να έρθω στην Ελλάδα και να μείνω για πάντα. Ιδανικό θα ήταν να έρχομαι τρεις μήνες το καλοκαίρι, να βλέπω τους δικούς μου και να επιστρέφω στην έδρα μου. Οταν έρχομαι στην Ελλάδα, μου φαίνονται όλα πολύ παράξενα» αναφέρει χαρακτηριστικά.