Άρχισε ο διαγωνισμός xριστουγεννιάτικου διηγήματος της δημοκρατίας!

Γράφει σήμερα η Πηνελόπη Τόντου

Πλησίαζαν γιορτές και ο Ασπροπόταμος έβαζε τα καλά του. Ντυνόταν με κλαριά, καρπούς ελιάς και ορμητικά νερά που σε στροβίλιζαν στο πέρασμά τους. Οι σειρήνες των προπόδων του σιγοτραγουδούσαν γλυκόπικρα τραγούδια της ξενυχτιάς, ενώ ο ημίθεος Ηρακλής σταματούσε λίγο την πάλη του με τον Αχελώο, γυρεύοντας το σπιτικό του. Η Γουριά ολοένα έμοιαζε με παραμύθι κι εμείς οι πρωταγωνιστές ενός έργου που διαδραματιζόταν μπρος μας.

Στο καφενείο του κυρ Σπύρου μυρωδιές από κουραμπιέδες, γλυκά του κουταλιού και δίπλες σε οδηγούν σε ένα ταξίδι αισθήσεων, ενώ ο φρεσκοκομμένος καφές από το μπακάλικο της κυρίας Μαρίας αχνίζει στη χόβολη υπό την προσοχή της γυναίκας του κυρ Σπύρου, την κυρία Ευτέρπη. Σε ένα τραπέζι, στρωμένο από τσόχα, περιμένει υπομονετικά μια επιδέξια παρτίδα πόκερ, ενώ τα κουτσομπολιά για τα νεότερα δρώμενα της μικρής μας κοινωνίας λύνουν και δένουν.

Η μητέρα μου φρόντιζε από νωρίς να στολίζει το δέντρο. Σαββατοκύριακο πάντα, μια και που οι εορταστικοί στολισμοί διαρκούσαν δύο μέρες με τόσα μπιχλιμπίδια, όπως τα αποκαλεί ο πατέρας μου. Επειτα καθόμασταν δίπλα στο τζάκι, όπου η γλυκιά μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου συνοδευόταν από αυτή του κονιάκ μέσα στα κουλουράκια της γιαγιάς. Τραγούδια και παιδικά να είναι στη διαπασών, ενώ ακόμα μια φορά η μαμά να προσπαθεί να πείσει τον μπαμπά να παίξουμε επιτραπέζια όλοι μαζί. «Αφού, ρε Ελένη, αν σε κερδίσω, μετά θα γκρινιάζεις. Περισσότερο».

Πάντα ο λόγος του προμήνυε τη συνέχεια κι όμως ποτέ δεν τον άκουσε. «Κεφάλω» την έλεγε.

Τούτα και άλλα πολλά ποτέ δεν άκουσες από την κυρα-Δέσπω. Το σπίτι πάντα κρύο, με ένα μικρό μαγκάλι να σιγοκαίει στη γωνιά μερικά καυσόξυλα που φρόντιζε να της πηγαίνει ο πατέρας μου. Μεγάλη γυναίκα, κοντά στα εβδομήντα, με κορμοστασιά μπαλαρίνας και μάτια όλο γλύκα. Στα νιάτα της λένε ήταν από τις ομορφότερες του χωριού. Μεγαλωμένη κοντά στη φύση, σωστό παλικάρι. Δεν τη φοβήθηκε τη γη και αυτή της ανταπέδιδε τους κόπους της. Μέσα στο φούργιο της δουλειάς και της επιβίωσης γνώρισε και τον άντρα που της σημάδεψε τη ζωή. Δημήτριος το όνομά του. Παλικάρι ζηλευτό, καλόκαρδο, μεγαλόψυχο και άλλα τόσα. Εχτισαν σπιτικό παρά τους δύσκολους καιρούς. Δούλεψαν, πάσχισαν και τελικώς τα κατάφεραν. Δε τους έλειψε το φαΐ. Ούτε σε αυτούς ούτε στα παιδιά τους μήτε στους περαστικούς. Ζεστό το σπίτι, φιλόξενο. Ιδίως στις γιορτές.

Κείνες τις μέρες οι ετοιμασίες είχαν την τιμητική τους. Τα παιδιά έφτιαχναν χειροποίητα στολίδια, η κυρα-Δέσπω μέτραγε τις δραχμές για ένα δώρο στον καθένα τους, ενώ ο Δημητρός δούλευε μέχρι αργά. Είχαν και τα πρόβατά τους, κρέας στο τραπέζι σίγουρο. Οποιος δεν είχε τον συντρέχανε και όπου μπορούσαν να βοηθήσουν επίσης.

Ήρθε όμως ο καιρός που η πόρτα η ορθάνοιχτη έκλεισε. Μήτε από κακία μήτε από πικρία. Από αρρώστια. Ο άντρας της ταξίδεψε στη χώρα των αγγέλων, αφήνοντας μνήμες και παιδιά αποκαταστημένα. Τι να σου κάνουν όμως οι παράδες σαν ώμους δεν βρίσκεις να σηκώσεις, χέρια να φιλήσεις και μάτια, που έλεγες δύναμή σου, δεν μπορείς να αντικρίσεις; Και τα χρόνια είναι άτιμο πράγμα.

Πέρασαν, που λες. Η φωτογραφία του έμεινε πάνω από την τηλεόραση να τη χαζεύει σαν ξυπνά και σαν κοιμάται. Και από κάτω ακριβώς άλλες. Των εγγονιών της, των παιδιών της. Βλέπεις, ξεριζώθηκαν. Άλλη πήγε στην Κέρκυρα, άλλη στην Αγγλία και όλες από ανάγκη. Η μία δυνατότερη από την άλλη. Θέλει δύναμη σαν το πλήρωμα του χρόνου περνά συ να κινήσεις αντίθετα. Οπως επίσης θέλει, όταν η ανάγκη σε ζυγώνει, εσύ να υψώνεις ανάστημα και να προστάζεις τα στήθια σου. Και οι μέρες αυτές ήταν πολλές. Και οι αναμνήσεις θεριά ολόκληρα που την κατασπάραζαν. Φέτος θα είναι διαφορετικά. Σ’ το υπόσχομαι.
«Γιαγιά Δέσποινα, η γιαγιά μου σε περιμένει να κάνουμε Πρωτοχρονιά. Μου είπε, αν δεν έρθεις, δεν θα σου ξανατραγουδήσει αμανέδες».

«Κορίτσι μου, σε ευχαριστώ πολύ, μα δεν έχω κουράγια».

«Γιαγιά, κάν’ το για μένα. Μη με πικραίνεις».

Με τούτα και με τ’ άλλα την έπεισα. Δουλειά μου οι τσαχπινιές. Κερδοφόρα, μάλιστα. Το πρόσωπό της στα παλιά σαν η γιαγιά μου κόλλαγε τη μία ιστορία δίπλα στην άλλη. Ενα νεύμα, μία κίνηση, ένας μορφασμός και πάλι βυθιζόταν. Η ώρα πέρναγε. Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.

«3, 2, 1. Καλή Πρωτοχρονιά!»

Αρπάζω το κινητό και το σχέδιο ξεκινά.

«Γεια σου, γιαγιά, σε αγαπάμε πολύ. Χρόνια πολλά!»

«Γεια σου, μαμά. Τι όμορφη που είσαι, μωρέ μάνα;»

«Πού είναι η πεθερά μου; Το ομορφότερο αστέρι;»

Όλοι πίσω από μια οθόνη. Όλοι συγκινημένοι. Όλοι κοντά, μα τόσο μακριά. Όλοι με ένα χαμόγελο. Μα το λαμπρότερο, το δικό της.

«Γιαγιά, αυτά είναι για σένα. Μαργαρίτες».

Μαργαρίτες που της έφερνε η αγάπη της. Μαργαρίτες που της έφερνε η ζωή της.

Τα μεγάλα λόγια, τα πολύχρωμα περιτυλίγματα και οι στολισμοί δεν είναι τίποτα μπρος στην ουσία της αγάπης και της θύμησης. Κάνε λίγο πίσω, χαιρέτα αυτούς που έφυγαν κι εκείνους που έρχονται. Κλάψε σαν μικρό παιδί. Μα στο τέλος, θυμήσου.

{{-PCOUNT-}}22{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα