Χρήστος Γιανναράς: «Εφυγε» μαχόμενος για τις αξίες του Ελληνισμού

Ο σπουδαίος διανοητής Χρήστος Γιανναράς πέθανε σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο κενό που δεν αναπληρώνεται

Ο Χρήστος Γιανναράς δεν ήταν ένας διανοούμενος απομακρυσμένος από την πραγματικότητα, όπως τόσοι άλλοι. Μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του ήταν μέσα στην κοινωνία, στην καθημερινότητα. Προσεγγίζοντας, και εκλαϊκευμένα όποτε χρειαζόταν, το «σήμερα», και επιχειρώντας να επικοινωνεί άμεσα με τον μέσο άνθρωπο.

Οταν το 2012 η χώρα βυθιζόταν στη δυστυχία που της επέβαλλαν το ΔΝΤ, η Γερμανία και οι ελληνικές κυβερνήσεις, ο Γιανναράς αντέδρασε. Δεν κρύφτηκε, όπως το μεγαλύτερο μέρος των διανοουμένων της Ελλάδας, που ταυτίστηκαν, μέσω της σιωπής τους, με την ελίτ. «Ολόκληρη η ελλαδική κοινωνία βουβή μπροστά στο έγκλημα, με απολύτως νεκρωμένα τα αισθητήρια αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας, δίχως την παραμικρή επίγνωση πού πατά και πού πηγαίνει» έγραψε με αγωνία αλλά κι επιθετικά προς τα θεσμικά όργανα της ελληνικής Πολιτείας, σε ένα μέσο ευρείας απήχησης, όπως η «Καθημερινή». Οταν το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε τη Συμφωνία των Πρεσπών ο Γιανναράς ξαναπήρε θέση με άρθρο στον ημερήσιο Τύπο: «Ολοταχώς προς τη συμφορά».

Το αποτύπωμα του Γιανναρά ήταν, είναι και θα παραμείνει βαρύ. Το κενό που αφήνει πίσω του δεν αναπληρώνεται. Πιστός στις βασικές αρχές του Ελληνισμού, της Ορθοδοξίας και της παράδοσης, λειτούργησε σταθερά και με αξιοπρέπεια σαν το συνειδησιακό ξυπνητήρι μιας κοινωνίας που εθίζεται στον λήθαργο. Δίχως ακρότητες και γραφικότητες, αλλά με ψύχραιμο και «βαθύ» λόγο, συνέδεε με μαεστρία την αρχαία Ελλάδα, τη χριστιανοσύνη και το σήμερα με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο, που για πολλούς ανθρώπους αποτέλεσε πηγή έμπνευσης.

Κόντρα στα στερεότυπα, ο Γιανναράς διαφωνούσε πως ο χριστιανισμός ήταν εναντίον της αρχαιότητας. Ελεγε ότι η συνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας είναι ο χριστιανισμός: «Τα μεγάλα χριστιανικά ονόματα είναι μια δυνατότητα απόδειξης άμεση. Διαβάστε τον Μάξιμο τον Ομολογητή, διαβάστε τον Γρηγόριο Παλαμά, διαβάστε τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο. Βλέπετε ότι είναι η ίδια η προβληματική και η εκφραστική της αρχαίας Ελλάδας, μόνο που τώρα έχει πρόταση ενεργή».

Γύριζε την πλάτη στον φτηνό μιμητισμό, στην ασχήμια και την αυτοκαταστροφή του τόπου μας. Με αφορμή τα έργα στο Ελληνικό, έλεγε: «Ολη αυτή η περιοχή της Αττικής, το Φάληρο, η Γλυφάδα, η παραθαλάσσια Αττική είναι ο παράδεισος των θεών. Και το κάνουν τώρα μπίζνες. Και θα χτίσουν πολυώροφους ουρανοξύστες. Κι όλο αυτό το θεωρούμε πρόοδο, ενώ είναι ο αφανισμός μας».

Κατά τον Γιανναρά, η αντιγραφή των κομμάτων της Δύσης, ο καπιταλισμός και ο καταναλωτισμός «δεν έχουν καμία σχέση με Ελλάδα και ελληνική παράδοση. Ακόμα και στην Τουρκοκρατία επιβίωνε ο Ελληνισμός». Ηταν εξαρχής εναντίον του μονοτονικού συστήματος, κάτι που θεωρούσε καταστροφή της γλώσσας μας: «Ηρθε κάποτε ένας ασήμαντος, ένας Βερυβάκης, υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου, και μέσα σε μια νύχτα με 15 υπογραφές όλες κι όλες από τους 300 της Βουλής πέρασε το νομοσχέδιο του μονοτονικού ως επίσημης γλώσσας του τόπου. Αυτοκτονία. Βγάλαμε το περίστροφο και πυροβολήσαμε. Και ούτε η Ακαδημία Αθηνών αντέδρασε ούτε τα πανεπιστήμια ούτε κανείς».

Ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, μετριοπαθής, αλλά και δυναμικός, μελετητής όλων των πολιτισμών και με ευρύ κύκλο συνομιλητών είχε αποκαλύψει πως θαύμαζε τον Κορνήλιο Καστοριάδη αλλά και με ποια αφορμή εμβάθυνε στον χριστιανισμό και στην εκκλησιαστική παράδοση:

«Στο Παρίσι γνώρισα τους Ρώσους της διασποράς. Με σχολή, θα τολμούσα να πω, που άφησε πίσω τον Ντοστογιέφσκι. Εγώ την Εκκλησία τη γνώρισα στο Παρίσι, στους Ρώσους. Εκεί κατάλαβα για πρώτη φορά ότι η Ευχαριστία δεν είναι απλώς μια συγκέντρωση που κάνουμε για να πάρουμε ωφέλιμα συμπεράσματα. Είναι ένας άλλος τρόπος ύπαρξης».
Εξέφραζε την καχυποψία του για την Τεχνητή Νοημοσύνη επειδή «σε απαλλάσσει από το ύψιστο και το πιο ιδανικό λειτούργημα της νόησης που είναι το συλλογίζεσθαι», καταλήγοντας πως «η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι σαν μια γραφομηχανή, ό,τι της λες, το λέει. Δεν γεννάει. Ο Τσαρούχης δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι Τεχνητή Νοημοσύνη».
Κατά τον Γιανναρά, για τον δυτικό πολιτισμό ελευθερία είναι η ανεμπόδιστη επιλογή. Αυτό, όμως, για τον Ελληνα, έλεγε, είναι αδιανόητο, διότι είναι η αποθέωση του Εγώ και της ακοινωνησίας:

«Δεν είμαι ένα Εγώ που υπερασπίζομαι μόνο τη θέση μου. Για την αρχαία Ελλάδα, για τον Ελληνισμό, η αλήθεια πραγματώνεται όταν “πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί”. Δηλαδή η αλήθεια δεν είναι μια διακήρυξη που τη δεχόμαστε όλοι ως σωστή. Η αλήθεια είναι η εμπειρική μετοχή στο αληθές, δηλαδή στην κοινωνία των σχέσεων. Η μετάβαση από την αρχαία ελληνική αντίληψη για τη γνώση στη νεότερη πέρασε από τον χριστιανισμό».

Και πρόσθετε: «Το καινούριο που έφερε ο χριστιανισμός στον κόσμο, που η ελληνική φιλοσοφία δεν το είχε πει, αν και το είχε πλησιάσει, ήταν ότι η αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, δηλαδή η πηγή της ύπαρξης, δεν είναι ένας Θεός, που δεν μπορούμε καν να το περιγράψουμε. Ο σκοπός του ανθρώπου είναι η αθανασία, δηλαδή να κοινωνείται η ύπαρξη, να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Αυτό που η Εκκλησία είπε “αγαπάτε αλλήλους”. Εμείς το έχουμε κάνει τώρα κι αυτό προσκοπικό: να είσαι καλό παιδί, να δίνεις καμιά ελεημοσύνη… Δεν εννοεί αυτό. Είναι η ελευθερία από κάθε προτεραιότητα του Εγώ. Η χαρά της κοινωνίας».

Βασίλης Γαλούπης

{{-PCOUNT-}}13{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα

spot_img