Η Ελλάδα είναι η χώρα στην Ευρώπη με το υψηλότερο ποσοστό πολιτών που δηλώνουν ανικανοποίητοι από την ανταπόκριση του συστήματος στις υγειονομικές ανάγκες
Μια δυσάρεστη πρωτιά καταγράφει η Ελλάδα στην Ευρώπη, καθώς, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) και της Eurostat, είναι η ευρωπαϊκή χώρα με το υψηλότερο ποσοστό πολιτών που δηλώνουν ότι δεν έλαβαν την ιατρική φροντίδα που χρειάζονταν, διαψεύδοντας τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του αρμόδιου υπουργού Υγείας Αδωνη Γεωργιάδη για βελτίωση της κατάστασης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Οι ίδιοι οι Ελληνες ασθενείς τούς… διαψεύδουν, καθώς, σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στοιχεία, περίπου το 13% ανέφερε ότι μέσα στο 2023 είχε ανάγκη από εξέταση ή θεραπεία που δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ τα προκαταρκτικά στοιχεία του 2024 ανεβάζουν το ποσοστό στο 21,9%. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μόλις στο 3,6%.
Οι Ελληνες ασθενείς αναβάλλουν ραντεβού, καθυστερούν επεμβάσεις ή παραιτούνται από θεραπείες κυρίως για οικονομικούς λόγους ή εξαιτίας των μεγάλων λιστών αναμονής.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο σε νησιωτικές και ορεινές περιοχές, καθώς είναι δύσκολη και κοστοβόρα η μετακίνηση προς δομές υγείας.
Η έρευνα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. δείχνει ότι οι γυναίκες δηλώνουν συχνότερα ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες (14,5%) σε σχέση με τους άνδρες (10,6%).
Τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφονται στις ηλικίες άνω των 65 ετών και στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπου η πρόσβαση στην ιδιωτική υγεία είναι περιορισμένη.
Στον ευρωπαϊκό «χάρτη» με τα προβλήματα υγειονομικής περίθαλψης η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη, με δεύτερη τη Φινλανδία (12,4%) και τρίτη την Εσθονία (11,2%).
Στον αντίποδα, η Κύπρος (0,1%), η Μάλτα (0,5%) και η Τσεχία (0,6%) έχουν σχεδόν μηδενίσει τις ανικανοποίητες ανάγκες των πολιτών τους.
Το παράδοξο είναι πως η Ελλάδα διαθέτει από τα υψηλότερα ποσοστά ιατρών στην Ευρώπη -6,6 ανά 1.000 κατοίκους- και περίπου 420 νοσοκομειακές κλίνες ανά 100.000 κατοίκους.
Επιπλέον λειτουργούν περίπου 100 φαρμακεία ανά 100.000 κατοίκους, αριθμός που την κατατάσσει ανάμεσα στις πρώτες χώρες πανευρωπαϊκά.
Ομως η υπερεπάρκεια σε ιδιώτες γιατρούς είναι αναντίστοιχη με την κατανομή των γιατρών σε δημόσιες δομές, ενώ παρατηρείται σοβαρή έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας (μόλις 1,9 Κέντρα Υγείας ανά 100.000 κατοίκους), ενώ είναι υψηλό το κόστος ιδιωτικών υπηρεσιών, αφήνοντας χιλιάδες πολίτες χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στο δημόσιο και ιδιωτικό σύστημα υγείας…
Ακόμα ένα συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι η δυσκολία πρόσβασης σε υγειονομικές δομές συνδέεται άμεσα με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση των πολιτών. Το 26,9% του πληθυσμού ζει σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 21%. Αλλο ένα στοιχείο είναι πως στο ποσοστό 21,9% του πληθυσμού περιλαμβάνονται:
-Ηλικιωμένοι που περιμένουν μήνες για ένα ραντεβού σε δημόσιο νοσοκομείο,
-Μητέρες που αναβάλλουν τις εξετάσεις των παιδιών τους για οικονομικούς λόγους,
-Ασθενείς που δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν ένα γιατρό σε ιδιωτικό ραντεβού.
Λόγω της οικονομικής στενότητας και των υψηλών ιδιωτικών δαπανών για φάρμακα και εξετάσεις, οι πολίτες παραμελούν την πρόληψη, με αποτέλεσμα να φτάνουν στα νοσοκομεία μόνο όταν η κατάσταση της υγείας τους έχει επιδεινωθεί.
Συμπερασματικά μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως η Ελλάδα εξακολουθεί να πληρώνει ακριβά το τίμημα ενός υποχρηματοδοτούμενου και άνισα οργανωμένου συστήματος υγείας.
Παρά τον υψηλό αριθμό γιατρών και φαρμακείων, η πραγματική πρόσβαση στην περίθαλψη παραμένει προνόμιο και όχι δικαίωμα για τους πολίτες.
Η ανάγκη για ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, μείωση των ανισοτήτων και ουσιαστική στήριξη των ευάλωτων ομάδων είναι επιτακτική.

