ΤτΕ: Αυξήσεις παντού, από τα νέα μέχρι τα παλαιά ακίνητα – Αθήνα και Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστούν στο ράλι
Η ελληνική αγορά κατοικίας συνεχίζει την ξέφρενη πορεία της, αφήνοντας πίσω της κάθε έννοια προσιτής στέγης για τα περισσότερα νοικοκυριά. Τα νέα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το γ’ τρίμηνο του 2025 επιβεβαιώνουν πως η αγορά κινείται σε τροχιά μόνιμης ανόδου, με τους μισθούς να μένουν καθηλωμένοι και τους πολίτες να βλέπουν την απόκτηση κατοικίας να γίνεται όνειρο άπιαστο.
Αύξηση 7,7% σε ένα χρόνο – Τα παλαιά ανεβαίνουν πιο γρήγορα
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι τιμές διαμερισμάτων στη χώρα αυξήθηκαν κατά 7,7% μέσα σε ένα έτος, με τα παλαιά ακίνητα να καταγράφουν εντονότερη άνοδο (8,5%), σε σχέση με τα νέα (6,6%). Το στοιχείο αυτό δείχνει πως ακόμη και διαμερίσματα δεκαετιών, που κάποτε αποτελούσαν την «λύση ανάγκης» για τα ελληνικά νοικοκυριά, πλέον εκτοξεύονται σε τιμές απρόσιτες.
Για το 2024, η συνολική ετήσια αύξηση των τιμών είχε φτάσει στο 9,1%, ενώ το 2023 είχε αγγίξει το 13,9%. Η αποκλιμάκωση είναι μόνο στα χαρτιά. Στην πράξη, η αγορά συνεχίζει να μαζεύει ανοδικές πιέσεις από επενδυτικά funds, βραχυχρόνιες μισθώσεις, υψηλό κόστος κατασκευής και διαρκή έλλειψη ρυθμίσεων.
Η γεωγραφία των αυξήσεων
Η άνοδος των τιμών χτυπά παντού, αλλά δεν χτυπά το ίδιο.
Αθήνα: +6,6%
Θεσσαλονίκη: +9,6%
Άλλες μεγάλες πόλεις: +8,9%
Υπόλοιπη χώρα: +8,5%
Οι δύο μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές –Αθήνα και Θεσσαλονίκη– εξακολουθούν να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της πίεσης, με την κτηματαγορά να λειτουργεί ως κλειστή αρένα για λίγους. Τα νοικοκυριά, ιδίως οι νέοι, μένουν σταθερά έξω από το παιχνίδι.
Η μεγάλη εικόνα: Στέγη για τους λίγους
Η μονότονη άνοδος των τιμών έχει πλέον σταθεροποιήσει μια αλήθεια που κανείς δεν αμφισβητεί:
η στέγη στην Ελλάδα έχει γίνει δυσπρόσιτη έως απαγορευτική.
Με τον κατώτατο μισθό ακόμη πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με στεγαστικά δάνεια που πλέον απαιτούν εισοδήματα «άριστα» και όχι απλώς σταθερά, και με ενοίκια που αυξάνονται παράλληλα, η πλειονότητα των Ελλήνων κινείται σε έναν φαύλο κύκλο. Η αγορά ακινήτων τρέχει με ρυθμούς που αντανακλούν τις ανάγκες της επενδυτικής ζήτησης, όχι της κοινωνίας.


