Ολοκληρώθηκε χθες η δίκη σε πρώτο βαθμό για τον τραγικό θάνατο του 22χρονου φοιτητή Νικόλα Μπιτσάκη, ο οποίος έχασε τη ζωή του τον Φεβρουάριο του 2022 όταν τμήμα εγκαταλελειμμένου κτιρίου στο κέντρο της Λάρισας κατέρρευσε πάνω του. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το δυστύχημα που συγκλόνισε την πόλη, η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας άφησε πίσω της ένα κύμα οργής, αγανάκτησης και βαθιάς απογοήτευσης για την οικογένεια του αδικοχαμένου νέου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το δικαστήριο έκρινε ένοχους τον ιδιοκτήτη του ακινήτου και την πρώην προϊσταμένη της Πολεοδομίας, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης 2 ετών και 2 μηνών στον πρώτο και 20 μηνών στη δεύτερη, με τριετή αναστολή και για τους δύο. Η ανακοίνωση των ποινών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη δικαστική αίθουσα, με συγγενείς και φίλους του 22χρονου να μην μπορούν να συγκρατήσουν την οργή και την πικρία τους για αποφάσεις που θεωρούν πως δεν αντανακλούν τη βαρύτητα της υπόθεσης.
«Σήμερα ντράπηκε και η ντροπή»: Το συγκλονιστικό ξέσπασμα του πατέρα
Λίγες ώρες μετά την ετυμηγορία, ο πατέρας του Νικόλα, Μάνος Μπιτσάκης, δημοσίευσε ένα σπαρακτικό κείμενο, ασκώντας σφοδρή κριτική στην απονομή της δικαιοσύνης.
«Σήμερα ντράπηκε και η ντροπή. Η τελευταία πράξη στο θέατρο του παραλόγου που λέγεται δικαιοσύνη ολοκληρώθηκε – και η αδικία θριάμβευσε», έγραψε ο χαροκαμένος πατέρας.
Με βαθιά συναισθηματική φόρτιση περιέγραψε πως ένιωσε «μόνος απέναντι σε ένα σύστημα που δεν πονάει για τα παιδιά που χάνονται», τονίζοντας ότι το παιδί τους δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι, αλλά η Πολιτεία έκρινε πως αρκούν «ποινές-χάδι» που δεν αποτυπώνουν το μέγεθος της αδιαφορίας που στοίχισε μια ανθρώπινη ζωή.
«Ντρέπομαι που είμαι μέλος αυτής της κοινωνίας», σημείωσε, κάνοντας λόγο για «ένα χαστούκι στο μάγουλο» σε έναν πολυετή αγώνα της οικογένειας, η οποία περίμενε πραγματική δικαίωση.
Στο κείμενό του, ο πατέρας επιμένει ότι ο Νικόλας «δεν δικαιώθηκε», χαρακτηρίζει «ντροπιαστική» την αναστολή των ποινών και τονίζει πως «μια ζωή χάθηκε κι όμως οι υπεύθυνοι έφυγαν σαν να μην έκαναν τίποτα». Για τον ίδιο, η απόφαση δεν συνιστά απονομή δικαιοσύνης αλλά «προσβολή» και «παραδοχή αδυναμίας», ένα δείγμα πως «το σύστημα ήταν μικρό» απέναντι στο βάρος της αλήθειας.
Η οικογένεια, όπως εξομολογείται, νιώθει «βαθιά αδικημένη και προδομένη», βλέποντας ότι η κοινωνία αντιμετώπισε τον θάνατο του παιδιού τους σχεδόν σαν μια απλή υπόθεση.
«Εμείς τον θάψαμε. Και σήμερα νιώσαμε ξανά ότι τον χάνουμε – αυτή τη φορά από την ίδια τη Δικαιοσύνη που έπρεπε να τον δικαιώσει», έγραψε, εξηγώντας ότι δεν ζητούν εκδίκηση, αλλά το αυτονόητο: την πραγματική τιμωρία των υπεύθυνων όταν από παραλείψεις και αμέλεια χάνεται μια ζωή.
Κλείνοντας, ο πατέρας υπογραμμίζει: «Απέναντι στην αλήθεια και το βάρος μιας χαμένης ζωής στάθηκαν πολλοί μικροί – μικροί στο θάρρος, μικροί στην ευθύνη, μικροί στη δικαιοσύνη που όφειλαν να αποδώσουν», προσθέτοντας πως η ντροπή αυτής της απόφασης θα συνοδεύει όσους την υπέγραψαν, ενώ ο Νικόλας «θα μείνει για πάντα πιο μεγάλος από όλους όσους τον αδίκησαν».


