Λυκούργος: Ο καινοτόμος, θεοφιλής, όπως τον αποκάλεσε η Πυθία, νομοθέτης, στον οποίο οφείλουμε και την Ολυμπιακή Εκεχειρία
ΟΛυκούργος υπήρξε διάσημος νομοθέτης της Σπάρτης (γεννήθηκε το 800 π.Χ. και πέθανε 730). Τις περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτόν τις οφείλουμε στον Πλούταρχο. Η καταγωγή του, η αποδημία και ο θάνατός του, καθώς και τα σχετικά με τους νόμους του εξιστορούνται κατά διαφορετικό τρόπο.
- Γράφει ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Μερικοί λένε πως άκμασε την ίδια εποχή με τον Ιφιτο και ότι μαζί του πρόσταξε την Ολυμπιακή Ανακωχή. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο Αριστοτέλης, που φέρνει ως απόδειξη τον δίσκο που υπάρχει στην Ολυμπία, πάνω στον οποίο είναι γραμμένο και το όνομα του Λυκούργου. Ωστόσο, ο Ερατοσθένης και ο Απολλόδωρος τον παρουσιάζουν κατά πολλά χρόνια προγενέστερο της πρώτης Ολυμπιάδας.
Ο Τίμαιος, πάλι, λέει πως υπήρχαν δύο Λυκούργοι σε διαφορετικές εποχές και οι πράξεις και των δύο αποδόθηκαν στον έναν για να δοξαστεί περισσότερο. Μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται πως ο μεγαλύτερος είχε δει προσωπικά τον Ομηρο. Ο Ξενοφώντας αναφέρει πως έζησε την εποχή των Ηρακλειδών, αλλά φαίνεται πως ονομάζει Ηρακλείδες μόνο τους πρώτους βασιλιάδες που κατάγονταν από τον Ηρακλή.
Η βασιλεία
Ο ποιητής Σιμωνίδης λέει πως ο Λυκούργος είχε πατέρα τον Πρύτανη και όχι τον Εύνομο, αλλά οι περισσότεροι αποδεικνύουν πως ο Πρύτανης ήταν πατέρας του Ευνόμου και ότι ο Εύνομος απέκτησε με την πρώτη γυναίκα του τον Πολυδέκτη, ενώ από τη Διώνοσσα, την πιο νέα, τον Λυκούργο. Ο πατέρας του Λυκούργου, προσπαθώντας να σταματήσει κάποια σύγκρουση, χτυπήθηκε με μαγειρικό μαχαίρι και πέθανε. Αφησε τη βασιλεία στον μεγαλύτερο γιο του, τον Πολυδέκτη. Οταν πέθανε και αυτός, όλοι νόμιζαν πως θα βασίλευε ο Λυκούργος. Και πράγματι βασίλεψε, πριν φανεί πως ήταν έγκυος η γυναίκα του αδελφού του. Ο Λυκούργος διακήρυξε πως η βασιλεία ανήκε στο παιδί και πως εκείνος θα εξακολουθούσε να κυβερνά ως επίτροπος. Οι Λακεδαιμόνιοι ονόμαζαν τους επιτρόπους των ορφανών βασιλέων προεδίκους.
Τότε η γυναίκα του αδελφού του τού έστειλε κρυφά μήνυμα πως ήταν πρόθυμη να σκοτώνει το βρέφος και να τον παντρευτεί. Εκείνος τη μίσησε γι’ αυτό, αλλά δεν το έδειξε και προσποιήθηκε ότι συμφωνούσε μαζί της. Της είπε να αφήσει το παιδί να γεννηθεί κι αν ήταν αγόρι θα φρόντιζε εκείνος να το εξαφανίσει. Εβαλε τους ανθρώπους του να την παρακολουθούν και να τον ειδοποιήσουν αμέσως μόλις εκείνη θα γεννούσε. Ετσι κι έγινε. Οι υπηρέτες του πήραν το νεογέννητο αγόρι και του το έφεραν την ώρα που εκείνος δειπνούσε με τους άρχοντες. Τότε εκείνος το πήρε και είπε στους παρισταμένους «Ο Βασιλεύς σας έχει γεννηθεί, ω Σπαρτιάται». Τον ονόμασε Χαρίλαο και όλοι ήταν ευχαριστημένοι για τον χαρακτήρα και τη δικαιοσύνη του Λυκούργου.
Αλλά υπήρχαν και άλλοι που τον φθονούσαν και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την πρόοδό του, προπαντός οι συγγενείς και οι οικείοι της μητέρας του βασιλιά, η οποία νόμιζε ότι την εξαπάτησε. Επειδή του έλεγαν διάφορα υπονοούμενα για την τύχη του βρέφους, αποφάσισε να ταξιδέψει για να αποφύγει τις υποψίες και να περιπλανηθεί, ώσπου να ενηλικιωθεί ο ανιψιός του και να αποκτήσει διάδοχο του θρόνου. Πήγε λοιπόν πρώτα στην Κρήτη, όπου σπούδασε τα ισχύοντα πολιτεύματα και συναναστράφηκε τους πιο ένδοξους άνδρες. Από την Κρήτη πήγε στην Ασία, γιατί ήθελε να συγκρίνει την πολυτελή ζωή των Ιώνων με τη ζωή των Κρητών, που ζούσαν απλά και αυστηρά, και να μελετήσει τη διαφορά της ζωής και των πολιτευμάτων. Εκεί διάβασε πρώτη φορά τα ποιήματα του Ομήρου. Τα αντέγραψε και τα συγκέντρωσε για να τα μεταφέρει στην Ελλάδα. Οι Αιγύπτιοι έλεγαν πως επισκέφθηκε και τη δική τους χώρα. Αλλοι είπαν πως πήγε και στη Λιβύη και στην Ικαρία, και πως περιπλανήθηκε στις Ινδίες, ενώ συναναστράφηκε με τους γυμνοσοφιστές.
Η επιστροφή
Οι Λακεδαιμόνιοι όμως επιθύμησαν τον Λυκούργο και τον καλούσαν να επιστρέψει. Πράγματι, ο Λυκούργος γύρισε και προσπάθησε αμέσως να μεταβάλει το πολίτευμα, σκεπτόμενος πως οι επιμέρους νόμοι είναι περιττοί και δεν ωφελούν, όπως συμβαίνει σε σώμα καχεκτικό και άρρωστο, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα αν δεν το καθαρίσεις πρώτα με φάρμακο και νηστεία και αρχίσεις νέα δίαιτα. Εχοντας αυτά στον νου του, πήγε πρώτα στους Δελφούς, όπου η Πυθία τον αποκάλεσε θεοφιλή και περισσότερο θεό παρά άνθρωπο. Ζήτησε τότε ευνομία και ο θεός τού είπε πως συγκατατίθεται και του έδωσε νόμους για να κάνει την πολιτεία του πιο αξιόλογη από όλες. Παίρνοντας θάρρος, ο Λυκούργος παρακάλεσε τους φίλους του να βοηθήσουν σε αυτό το έργο.
Οταν λοιπόν ήρθε ο καιρός, ο Λυκούργος παρήγγειλε σε τριάντα από τους πρώτους πολίτες να πάνε ένοπλοι στην Αγορά για να φοβίσουν εκείνους που εναντιώνονταν στις αλλαγές. Ο βασιλιάς Χαρίλαος φοβήθηκε πως η συνωμοσία στρεφόταν εναντίον του και κατέφυγε στον ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Οταν όμως βεβαιώθηκε για το αντίθετο, βγήκε και συνεργάστηκε μαζί τους, γιατί ήταν από τη φύση του πράος.
Οι είκοσι οκτώ γέροντες και το μεικτό πολίτευμα
Ανάμεσα στις πολλές καινοτομίες του Λυκούργου η πιο σπουδαία ήταν η καθιέρωση της εξουσίας των γερόντων, οι οποίοι, όπως λέει ο Πλάτωνας, μοιράστηκαν την εξουσία μαζί με τους βασιλιάδες και αποκτώντας ισοψηφία μαζί τους στα κυριότερα ζητήματα βοήθησαν με τη σωφροσύνη τους για τη σωτηρία της πόλης. Γιατί η πολιτεία ήταν έως τότε μετέωρη και άλλοτε έκλινε προς τους βασιλιάδες, την τυραννία, άλλοτε προς το πλήθος, την οχλοκρατία.
Οι είκοσι οκτώ γέροντες λοιπόν εξασφάλισαν την ισορροπία, γιατί συνεργάζονταν όσο έπρεπε με τους βασιλιάδες για να αποτρέπεται η οχλοκρατία, αλλά υποστήριζαν και τον λαό για να μην πέσει στην τυραννία. Ο Αριστοτέλης λέει πως στην αρχή ορίστηκαν τριάντα γέροντες, αλλά οι δύο δείλιασαν κι έτσι έμειναν είκοσι οκτώ. Αλλά μπορεί και να είχε ορίσει συνολικά τριάντα μαζί με τους δύο βασιλιάδες. Οι γέροντες συγκεντρώνονταν για συνέλευση χωρίς να έχουν ούτε αίθουσες ούτε άλλη εγκατάσταση, γιατί ο Λυκούργος φρονούσε πως αυτά δεν βοηθούσαν καθόλου στην ορθότητα της σκέψης και ότι μάλλον την έβλαπταν.
Οταν μαζευόταν το πλήθος, δεν επιτρεπόταν σε κανέναν άλλον να προτείνει γνώμη και το μόνο που μπορούσε να κάνει ο δήμος ήταν να επικρίνει τις προτάσεις της γερουσίας και των βασιλιάδων. Αργότερα μάλιστα, επειδή το πλήθος άλλαζε τις προτάσεις με αφαιρέσεις και προσθήκες, οι βασιλιάδες Πολύδωρος και Θεόπομπος πρόσθεσαν την εξής ρήτρα: «Αν ο δήμος προτιμήσει κακή απόφαση, οι γέροντες και οι βασιλιάδες να μην τη λαμβάνουν υπόψη (δηλαδή να μην επικυρώνουν τη συνέλευση του δήμου). Ετσι ο Λυκούργος έκανε μεικτό το πολίτευμα.