Η «θυσία» μιας γειτονιάς στον βωμό της Ιστορίας

Η σκαπάνη στον χώρο της Αγοράς έθαψε μια πυκνοκατοικημένη συνοικία, την προσφυγική Βλασσαρού

Η ιστορία της Βλασσαρούς δεν υπάρχει στις επίσημες ταμπέλες των αρχαιολογικών χώρων. Δεν συνοδεύει τα φυλλάδια που διανέμονται στους επισκέπτες της Αρχαίας Αγοράς. Κι όμως, είναι η ιστορία που κυλά υπόγεια, κάτω από τα αποκαλυφθέντα μάρμαρα.

  • Από τον Ελευθέριο Σκιαδά

Εκεί όπου κάποτε στεκόταν μια ζωντανή συνοικία, σήμερα κυριαρχεί η σιωπή. Η Βλασσαρού ήταν μια πυκνοκατοικημένη συνοικία, ένα αθέατο παλίμψηστο νεότερης ζωής, σφηνωμένο ανάμεσα στις σελίδες της Ιστορίας των αρχαίων Αθηνών.

Από τις γειτονιές του Ψυρρή και του Βρυσακίου μέχρι τις σκιές του Θησείου απλωνόταν ένα «ζωνάρι» κατοίκων που έζησαν, αγάπησαν και μαρτύρησαν μέσα στον ιστορικό πυρήνα της πρωτεύουσας. Πριν οι σκαπάνες ξεθάψουν το μεγαλείο της Αρχαίας Αγοράς, έθαψαν εκείνους που ζούσαν πάνω της. Το 1935, με την κατεδάφιση της εκκλησίας της Παναγίας Βλασσαρούς, ξεκίνησε το οριστικό τέλος μιας συνοικίας που υπήρξε για αιώνες. Μαζί της «έσβησε» ένα κομμάτι ζωντανής Αθήνας: 360 σπίτια, προσφυγικές οικογένειες, μικρά καλύβια και παλιές εκκλησιές. Ο θρίαμβος της μνήμης των λίθων σήμανε τη λήθη για τους ανθρώπους της. Για να ζωντανέψει το αρχαίο έπρεπε να θυσιαστεί το νέο. Για να αποκτήσει σχήμα το παρελθόν έπρεπε να διαλυθεί το παρόν.

Νεολιθική εποχή

Πολύ πριν από την ονομασία «Βλασσαρού», η γη αυτή είχε ιστορία. Μια ιστορία που εκτείνεται ως τη νεολιθική εποχή, όταν στις πλαγιές της Ακρόπολης σκάφτηκαν τα πρώτα ρηχά πηγάδια. Τα κεραμικά που βρέθηκαν εκεί, φτιαγμένα χωρίς τροχό, μαρτυρούν ότι οι πρώτοι κάτοικοι των Αθηνών δεν ήταν περαστικοί – εγκαταστάθηκαν, δραστηριοποιήθηκαν, δημιούργησαν κοινότητες. Από την Πρώιμη και τη Μεσοελλαδική Περίοδο (3000-1600 π.Χ.) ως τη μυκηναϊκή εποχή και τη Γεωμετρική Περίοδο, το τοπίο αυτής της γειτονιάς μεταμορφώθηκε. Τάφοι, πηγάδια, σπίτια με κυκλική κάτοψη, ακόμα και τα πρώτα ίχνη δημόσιας ζωής, όλα βυθισμένα κάτω από στρώματα σκόνης και Ιστορίας.

Στους χρόνους του Σόλωνα, γύρω στο 600 π.Χ., το σημείο αυτό ταυτιζόταν με το δημόσιο πλάτωμα βόρεια της Ακρόπολης και ανατολικά του Αγοραίου Κολωνού. Από τότε ξεκινούσε η μεγάλη ιστορία της Αρχαίας Αγοράς, με τα ναΐδρια, τις στοές, τα δημόσια οικοδομήματα, που αργότερα θα λεηλατήσουν οι Πέρσες και θα ξαναχτίσουν οι Αθηναίοι. Η γειτονιά ξαναγεννήθηκε επί Ρωμαίων, εγκαταλείφθηκε από τους Ερούλους, ξανακατοικήθηκε στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, μακροημέρευσε ως συνοικία κατά τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο και διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Πέντε χιλιάδες χρόνια κατοίκησης – από τις παλάμες του πρώτου γεωργού ως τα χέρια του τελευταίου πρόσφυγα, που θα δει το σπίτι του να κατεδαφίζεται.

Η ιδέα να ανασκαφεί ολόκληρη η περιοχή της Αγοράς δεν ήταν καινούργια. Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες μετά την Επανάσταση, η νέα ελληνική διοίκηση, με τη βοήθεια φωτισμένων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, οραματιζόταν μια Αθήνα που θα έφερνε στο φως τη δόξα του παρελθόντος. Οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, πρωτεργάτες του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου της πρωτεύουσας, πρότειναν μια γενναία παρέμβαση, η σύγχρονη πόλη να χτιστεί στον Βορρά, αφήνοντας τη νότια πλευρά της Ακροπόλεως «ελεύθερη» για ανασκαφές. Ηταν η αρχή μιας αντίληψης που θα κυριαρχούσε. Η αντίληψη αυτή εκπροσωπούσε την άποψη ότι το παρόν μπορεί να μετακινηθεί για να φωτιστεί το παρελθόν. Σχέδια, χάρτες, απαλλοτριώσεις, βασιλικά διατάγματα, όλα προετοιμάστηκαν, μα ελάχιστα υλοποιήθηκαν. Οι ιδιοκτήτες της Βλασσαρούς δέχτηκαν αρχικά να παραχωρήσουν τη γη τους, με την προϋπόθεση δίκαιης αποζημίωσης. Ομως, σύντομα, το σχέδιο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια άλλη πραγματικότητα: το κράτος δεν είχε τα χρήματα. Ετσι, αντί να γκρεμιστούν, τα σπίτια πλήθυναν. Η Πολεοδομία πήρε απρόβλεπτη τροπή και οι παλαιοί δρόμοι έγιναν λαβύρινθοι.

Οταν τελικά, στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανάγκη για συστηματική ανασκαφή αναζωπυρώθηκε, η περιοχή ήταν πλέον ένα πυκνοχτισμένο μελίσσι από μικρά σπίτια, προσφυγικές αυλές και μνήμες αμέτρητες. Κάθε απόπειρα εκκαθάρισης συνεπαγόταν όχι μόνο πολιτικό κόστος, αλλά και ανθρώπινο πόνο. Κι όμως, ο στόχος παρέμενε σαφής: να ανασκαφεί ολόκληρη η Αρχαία Αγορά. Και για να συμβεί αυτό, κάποιος έπρεπε να πληρώσει το τίμημα… Η σκαπάνη που θα άλλαζε για πάντα το τοπίο της Βλασσαρούς ήρθε από μακριά. Το ελληνικό κράτος, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσει μια τόσο εκτεταμένη ανασκαφή, στράφηκε στις ξένες αρχαιολογικές σχολές.

Οι Αμερικανοί, με επικεφαλής τον Β. Η. Hill και με βασικό χορηγό τον John D. Rockefeller Jr, ανέλαβαν να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο, δηλαδή την πλήρη αποκάλυψη της Αρχαίας Αγοράς. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ… Επρεπε να απαλλοτριωθούν δεκάδες οικοδομικά τετράγωνα, εκατοντάδες σπίτια, να ξεριζωθούν οικογένειες, να «σβήσουν» γειτονιές. Από το 1931 έως το 1938, η Βλασσαρού κατεδαφιζόταν σπιθαμή προς σπιθαμή. Η αρχή έγινε με 15 σπίτια. Το 1932, άλλα 19. Το 1933, 45 ακόμα. Και έτσι προχωρούσαν – μέχρι το 1934 είχαν γκρεμιστεί 127 κατοικίες. Ο χώρος καθαριζόταν για να υποδεχτεί το αρχαίο μεγαλείο. Από πάνω, το Θησείο. Από κάτω, ερείπια δημόσιων οικοδομημάτων, τα θεμέλια της δημοκρατίας.

Ράγισαν καρδιές

Οι πρόσφυγες που είχαν καταπατήσει κρατική γη απομακρύνθηκαν. Οι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν – κάποιοι δίκαια, άλλοι όχι. Ορισμένοι γκρέμισαν μόνοι το σπίτι τους για να πάρουν τα υλικά. Το 1938, η Βλασσαρού δεν υπήρχε πια. Η Αγορά είχε αναδυθεί, σαν να ανάσαινε ύστερα από αιώνες σιωπής. Οι λίθοι είχαν νικήσει τα τούβλα, αλλά κανείς δεν ξέρει αν έγινε χωρίς να ραγίσουν κάποιες καρδιές. Η Ιστορία είχε κερδίσει το δικαίωμα της ανασύνθεσης. Ομως, το ερώτημα έμεινε αναπάντητο: σε ποιον ανήκει τελικά η μνήμη; Σ’ εκείνον που τη γράφει ή σ’ εκείνον που την πλήρωσε;


Ο περιπατητής στον χώρο της ανασκαφής Κωνσταντίνος Τσάτσος

Καθώς έπεφτε το φως του ήλιου στην αποκαλυφθείσα Αγορά, ένας μοναχικός περιπατητής συνήθιζε να διασχίζει καθημερινά τον χώρο των ανασκαφών. Καθόταν στο προαύλιο των Αγίων Αποστόλων και παρατηρούσε. Προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει νοερά τον χαμένο κόσμο, να νιώσει το φως που κάποτε έλουζε τις αρχαίες πέτρες. Δεν ήταν περιηγητής. Ηταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, φιλόσοφος και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Ο Τσάτσος έβλεπε στον χώρο της Αγοράς τη μήτρα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Ελεγε ότι η σκαπάνη δεν αποκάλυπτε απλώς λίθους, αλλά ιδέες – τις ιδέες που θεμελίωσαν τον δυτικό πολιτισμό. Για τον ίδιο, το τίμημα άξιζε. Ομως, για κάθε παρατηρητή που μιλούσε για ελευθερία, υπήρχαν δεκάδες που έμεναν σιωπηλοί. Ανθρωποι που είδαν τα σπίτια τους να χάνονται για να σωθούν τα μνημεία. Οικισμοί που «έσβησαν» για να ζωντανέψουν τα αρχαία όνειρα.

Η Βλασσαρού δεν έχει πια δρόμους, δεν έχει επιγραφές. Εχει μόνο φωνές που σιγά σιγά ξεθωριάζουν. Σήμερα, οι επισκέπτες του μεγάλου αρχαιολογικού περιπάτου βαδίζουν δίπλα σε ερείπια, αλλά αγνοούν τι υπήρχε από πάνω τους. Αν η Αρχαία Αγορά είναι η μνήμη του πολιτεύματος, τότε η Βλασσαρού ήταν η μνήμη της καθημερινής ζωής – και χάθηκε χωρίς ίχνος. Ισως τελικά η Ιστορία να είναι πάντα επιλογή. Και αυτή τη φορά, ορθώς διαλέξαμε τους πολύτιμους λίθους.










spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις


spot_img