Χωριά χωρίς παιδιά, σπίτια του ενός ευρώ και επιδοτήσεις απελπισίας – ο αγώνας για να σωθεί η ύπαιθρος από το απόλυτο κενό
Στη μαγευτική Σαρδηνία, ένα νησί γνωστό για τα τιρκουάζ νερά και τα αρχαία χωριά του, η σιωπή έχει αντικαταστήσει τον ήχο των παιδιών. Στο Μπαραντίλι, το μικρότερο χωριό της Ιταλίας με μόλις 76 κατοίκους, η δήμαρχος Μαρία Άννα Καμέντα λέει κάτι συγκλονιστικό: «Το τελευταίο παιδί γεννήθηκε εδώ πριν από δέκα χρόνια».
Η εικόνα αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Αντιθέτως, αντικατοπτρίζει ένα φαινόμενο που εξαπλώνεται σε όλη την ευρωπαϊκή ύπαιθρο από την Ισπανία και την Πορτογαλία έως τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Μικρές κοινότητες ερημώνουν, τα σχολεία κλείνουν, και οι νέοι φεύγουν μαζικά προς τις πόλεις ή το εξωτερικό.
Η Σαρδηνία της μοναξιάς
Με πληθυσμό 1,57 εκατομμυρίων (από 1,64 εκατ. πριν τριάντα χρόνια), η Σαρδηνία χάνει κατοίκους κάθε χρόνο. Το ποσοστό γεννήσεων είναι το χαμηλότερο στην Ιταλία — μόλις 0,91 παιδιά ανά γυναίκα, πολύ κάτω από το 2,1 που απαιτείται για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός. Η ανεργία, η έλλειψη ευκαιριών και η γήρανση του πληθυσμού κάνουν τα χωριά να μοιάζουν με σκηνικό εγκατάλειψης.
Τα σημάδια είναι παντού: άδειες πλατείες, σχολεία που μετατράπηκαν σε αποθήκες, και δρόμοι χωρίς παιδικές φωνές. Η εικόνα θυμίζει δημογραφικό «χειμώνα», μια ήπειρος που γερνά και σβήνει από μέσα προς τα έξω.
Επιδοτήσεις για να μη σβήσει η φλόγα
Η κυβέρνηση της Σαρδηνίας προσπαθεί να αντιστρέψει το φαινόμενο με οικονομικά κίνητρα που φανερώνουν την απόγνωση της κατάστασης. Ένα ζευγάρι που μετακομίζει σε χωριό με λιγότερους από 3.000 κατοίκους μπορεί να λάβει:
έως 15.000 ευρώ για αγορά ή ανακαίνιση κατοικίας,
έως 20.000 ευρώ για ίδρυση μικρής επιχείρησης,
και μηνιαία επιδότηση 600 ευρώ για το πρώτο παιδί, 400 για κάθε επόμενο έως 5 ετών.
Σε κάποιους δήμους, όπως το Ολλολάι, προσφέρονται σπίτια έναντι μόλις 1 ευρώ. Ωστόσο, ακόμη και αυτά τα μέτρα δεν έχουν φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Οι ξένοι που εγκαθίστανται στο νησί είναι ελάχιστοι, και πολλοί ντόπιοι συνεχίζουν να φεύγουν.
Το 2022, οι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στη Σαρδηνία κάλυψαν λιγότερο από το ένα τέταρτο των απωλειών πληθυσμού εκείνης της χρονιάς. Οι περισσότεροι νέοι Σαρδηνοί προτιμούν τη Ρώμη, το Μιλάνο ή το εξωτερικό.
Ο αγώνας ενάντια στη λήθη
Το ιταλικό σχέδιο για τις «Εσωτερικές Περιοχές» παραδέχεται πλέον ότι ορισμένες κοινότητες «δεν μπορούν να αναστρέψουν τη δημογραφική πτώση», προτείνοντας «στοχευμένα σχέδια για να τις συνοδεύσουν σε μια διαδικασία χρόνιας παρακμής».
Η φράση αυτή προκάλεσε αγανάκτηση, η Καθολική Εκκλησία μίλησε για «προγραμματισμένο ευθανασία της υπαίθρου». Όμως η δήμαρχος του Μπαραντίλι ήταν ωμή: «Απλώς γράφουν επίσημα αυτό που οι κυβερνήσεις κάνουν εδώ και δεκαετίες».
Και πράγματι, όσο κι αν οι τοπικές αρχές προσφέρουν επιπλέον επιδόματα ή ανακαινίζουν υποδομές, το πρόβλημα δεν είναι πια τεχνικό. Είναι υπαρξιακό. Δεν υπάρχουν παιδιά. Και χωρίς παιδιά, καμία κοινότητα δεν έχει μέλλον.
Οι λίγοι που επιστρέφουν
Υπάρχουν ωστόσο φωτεινές εξαιρέσεις. Ο Ισπανός φωτογράφος Ίβο Ροβίρα αγόρασε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στο Αρμούντζια, το ανακαίνισε και το μετέτρεψε σε μικρό εστιατόριο. «Δεν είμαστε ψηφιακοί νομάδες, είμαστε πραγματικοί κάτοικοι», λέει.
Η Αυστραλή Μπιάνκα Φοντάνα εγκαταστάθηκε στο Νούλβι και μοιράζεται στο YouTube την εμπειρία της από τη ζωή στη σαρδηνιακή επαρχία. Κάποιοι νέοι, όπως ο Μαρτσέλο Κόντου, επιστρέφουν για να δημιουργήσουν μικρές, οικολογικές επιχειρήσεις. Όμως πρόκειται για σταγόνες στον ωκεανό.
Το μήνυμα για την υπόλοιπη Ευρώπη
Η Σαρδηνία είναι προειδοποίηση για το τι έρχεται. Η ευρωπαϊκή ύπαιθρος γερνά, αδειάζει και χάνει το ανθρώπινο στοιχείο που τη διατηρούσε ζωντανή. Στην Ελλάδα, σε περιοχές όπως η Μάνη, τα Άγραφα ή η Ήπειρος, τα ίδια σημάδια είναι ορατά: κλειστά σχολεία, χωριά χωρίς γάμους και βαφτίσεις, σπίτια που καταρρέουν.
Το δημογραφικό δεν είναι απλώς στατιστικό πρόβλημα, αλλά πολιτισμικό και υπαρξιακό. Όταν οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο, χάνεται όχι μόνο πληθυσμός, αλλά και μνήμη, παράδοση, τοπική ταυτότητα.
Όπως είπε ένας ηλικιωμένος στο Αρμούντζια: «Αν δεν βοηθάμε ο ένας τον άλλο, είμαστε χαμένοι».
Ίσως τελικά η Ευρώπη χρειάζεται λιγότερα προγράμματα και περισσότερους ανθρώπους που θα πιστέψουν ξανά στη ζωή της υπαίθρου, πριν ο ήχος του τελευταίου παιδιού χαθεί οριστικά.