Ο Ντικ Τσέινι, ο άνθρωπος που σημάδεψε όσο λίγοι την αμερικανική πολιτική των αρχών του 21ου αιώνα, πέθανε σε ηλικία 84 ετών, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.
Ο 46ος αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξε μία από τις πιο ισχυρές και αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της εποχής του, πρωταγωνιστώντας στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του λεγόμενου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Από τον Πόλεμο του Κόλπου στον Πόλεμο του Ιράκ
Πριν αναλάβει την αντιπροεδρία στο πλευρό του Τζορτζ Μπους του νεώτερου (2001–2009), ο Τσέινι είχε διατελέσει υπουργός Άμυνας στον Πόλεμο του Κόλπου (1991), βουλευτής του Γουαϊόμινγκ και επιτελάρχης του προέδρου Τζέραλντ Φορντ. Ως αντιπρόεδρος, εξελίχθηκε σε κεντρικό πόλο ισχύος στον Λευκό Οίκο, ασκώντας τεράστια επιρροή στη χάραξη εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Με δική του καθοδήγηση, η Ουάσιγκτον ανέπτυξε την πιο επιθετική εκδοχή της πολιτικής ασφαλείας μετά το 2001. Ήταν από τους κύριους υπέρμαχους της εισβολής στο Ιράκ, προβάλλοντας τη θέση ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής και διατηρούσε δεσμούς με την Αλ Κάιντα. Οι ισχυρισμοί αυτοί αποδείχθηκαν αβάσιμοι, όμως καθόρισαν την παγκόσμια πολιτική για χρόνια.
Τον Αύγουστο του 2002, ο Τσέινι δήλωνε με κατηγορηματικό τρόπο ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία» για την ύπαρξη τέτοιων όπλων, ενώ λίγες ημέρες πριν την εισβολή του 2003 υποστήριζε πως οι αμερικανικές δυνάμεις «θα γίνουν δεκτές ως απελευθερωτές».
Οι δηλώσεις αυτές διαψεύστηκαν από τα γεγονότα: το Ιράκ δεν διέθετε πυρηνικά, χημικά ή βιολογικά οπλικά προγράμματα, όπως κατέγραψαν αργότερα οι αμερικανικές επιτροπές Πληροφοριών και Ρομπ–Σίλμπερμαν.
Παρά τις αποτυχίες και τη φθορά που προκάλεσε ο πόλεμος, ο Τσέινι υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τις επιλογές του, αναγνωρίζοντας μόνον το 2007 ότι «είχε σφάλλει» στις εκτιμήσεις του περί επικείμενου τέλους της ιρακινής ανταρσίας.
Από την εξουσία στην απομόνωση
Στα τελευταία του χρόνια, ο Τσέινι απομονώθηκε από το ίδιο του το κόμμα. Συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο αποκάλεσε «δειλό» και «τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία». Η στάση του αυτή τον οδήγησε να υποστηρίξει την Καμάλα Χάρις στις εκλογές, σε μία από τις πιο απρόσμενες τοποθετήσεις πρώην Ρεπουμπλικανού αξιωματούχου.
Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλαιπώρησαν, υπέστη πολλαπλά εμφράγματα και υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς το 2012, ο Τσέινι συνέχισε να δραστηριοποιείται, χαρακτηρίζοντας τη νέα του καρδιά «δώρο ζωής».
Η βαριά κληρονομιά
Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Μπράουν, οι πόλεμοι που προέκυψαν από τις αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και τη Συρία οδήγησαν σε πάνω από 550.000 θανάτους αμάχων και μαχητών, αυτή είναι και η τελική κληρονομία του Ντικ Τσέινι


