Ο Χριστόφορος Ζήκας «πατά» μετά από 60 χρόνια το «Χώμα που βάφτηκε κόκκινο»

Εχουν περάσει 60 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο ελληνικός κινηματογράφος έγραψε μία από τις χρυσές σελίδες του, όταν ο Βασίλης Γεωργιάδης, το καλοκαίρι του 1965, σκηνοθετούσε μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες όλων των εποχών: «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», με όλη την αφρόκρεμα του θεάτρου και του σινεμά να παρελαύνει στην ταινία.

  • Από τον Νίκο Νικόλιζα

Οι Μάνος Κατράκης, Νίκος Κούρκουλος, Μαίρη Χρoνοπούλου, Γιάννης Βόγλης, Φαίδων Γεωργίτσης και Αγγελος Αντωνόπουλος ήταν μερικοί από τους κινηματογραφικούς ήρωες του μεγάλου σκηνοθέτη με την ταινία να είναι υποψήφια για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και τα γυρίσματα να γίνονται στον θεσσαλικό κάμπο και στο «Κονάκι της Πατουλιάς»: Ενα παλιό αρχοντικό του περασμένου αιώνα, με τους προύχοντες και τους κολίγους να είναι συνεχώς σε διαμάχη για τα συμφέροντα και τις κατακτήσεις τους.

Ανάμεσα στα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ταινία ήταν και ο Χριστόφορος Ζήκας: Ο πληρωμένος δολοφόνος του Μαρίνου Αντύπα (Νότης Περγιάλης), ο οποίος έμεινε στη μνήμη μας για την αγριότητα με την οποία θανάτωσε το θύμα του. Σήμερα, 60 χρόνια μετά, η «Espresso» αποφάσισε να βρεθεί με τον 88χρονο ηθοποιό στο «Μικρό Χόλλυγουντ» της πλατείας Κάνιγγος, εκεί όπου παραγωγοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και ηθοποιοί εκείνης της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου συναντιούνταν προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις αλλά και να βρουν την επόμενη ταινία στην οποία θα έπαιζαν:

«Σου χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη που με ξανάφερες σε αυτά τα λημέρια. Εδώ γαλουχηθήκαμε όλοι οι άνθρωποι του κινηματογράφου. Και πέρασαν οι πάντες. Μικροί και μεγάλοι ηθοποιοί. Ενας από αυτούς ήμουν κι εγώ» μου λέει ο Χριστόφορος Ζήκας και ξεδιπλώνει το κουβάρι των αναμνήσεών του, έχοντας ήδη γραφτεί στον κατάλογο με τους ηθοποιούς των 77 ταινιών στις οποίες έπαιξε, στη στοά του «Μικρού Χόλλυγουντ», στο κέντρο της Αθήνας, εκεί όπου εδραιώθηκε ο ελληνικός κινηματογράφος!

Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από τα γυρίσματα της ταινίας «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Γεωργιάδη. Τι είναι αυτό που θυμάσαι πιο έντονα;

Αυτή την ταινία τη γυρίσαμε στα Τρίκαλα, στον θεσσαλικό κάμπο. Θυμάμαι πολύ έντονα τη σκληρή δουλειά που κάναμε όλοι και κυρίως του μεγάλου σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη. Ηταν Ιούλιος μήνας που γυρίσαμε την ταινία, με τους προβολείς να είναι ριγμένοι πάνω μας κι εμείς ντυμένοι με βαριά ρούχα να προσπαθούμε να παίξουμε σαν να ήταν καταχείμωνο. Εκείνο που δεν θα ξεχάσω ήταν η μακαρίτισσα η Χρονοπούλου, η οποία είχε μια καταπληκτική σκηνή. Ο σκηνοθέτης τη γύρισε πάνω από τρεις φορές και της λέει «Μαίρη, είμαστε εντάξει».

Η Χρονοπούλου επιμένει: «Βασίλη, δεν αισθάνομαι ότι έκανα αυτό που έπρεπε. Πρέπει να το ξαναγυρίσουμε». Ο Γεωργιάδης της λέει «το ξαναπάμε». Τελικά το συγκεκριμένο πλάνο το πήγε άλλες έξι φορές μέχρι να μείνει ευχαριστημένη η Μαίρη. Η απόλυτη επαγγελματίας.

Ο δε Κούρκουλος μετά τη σκηνή που γυρίσαμε μαζί, με το ξύλο, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε: «Βρε Χριστόφορε, νόμιζα ότι σε χτυπάω πραγματικά. Και όταν σε έβλεπα έτσι, ήθελα να σταματήσω τη σκηνή». Την ώρα που βλέπετε στο «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» να ανεβαίνω στο άλογο, χτυπάει ο αστράγαλός μου σε μια πέτρα και σχεδόν σπάει. Φεύγω με σπασμένο πόδι, πηγαίνω στο Μεσολόγγι, όπου γύριζα και άλλη μια ταινία, «Στα δίχτυα της ντροπής» του Θαλασσινού.

Για να μη χαλάσω το γύρισμα έκανα κανονικά τη σκηνή, που έπρεπε να μπω μέσα στη λίμνη. Πρήζεται το πόδι, γίνεται τεράστιο. Φρικτοί πόνοι! Το βράδυ πηγαίνουμε σε μια πρακτική γυναίκα στο Μεσολόγγι για να μου το φτιάξει. Και με τις αλοιφές που μου έβαλε μου έσωσε το πόδι. Και ο Γεωργιάδης, από την άλλη, με περίμενε να γυρίσω από το Μεσολόγγι για να συνεχίσω το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο». Το συγκεκριμένο καλοκαίρι γύρισα έξι ταινίες μαζί. Δεν ήξερα πού να πρωτοπάω. Την ταινία αυτή τη γυρίζαμε τρεις ολόκληρους μήνες. Επίσης θυμάμαι πολύ έντονα ότι εγώ εκείνη την περίοδο ήμουν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Πήγαινα στο σπίτι του Γεωργίτση και έλεγε στη μάνα του «μάνα, βάλε του Χριστόφορου να φάει». Τέτοιο δέσιμο είχαμε με όλους!

Στην ταινία σκοτώνεις τον Νότη Περγιάλη που υποδύεται τον Μαρίνο Αντύπα. Τι άνθρωπος ήταν ο Περγιάλης;

Ο Περγιάλης καταγόταν από ένα χωριό έξω από τη Σπάρτη αλλά λόγω των πολιτικών του ιδεών και των πιστεύω του, το χωριό δεν τον ήθελε. Γιατί είχε άλλες απόψεις από το σύνολο. Πριν από τέσσερα χρόνια λοιπόν και ενώ έχει φύγει ο Περγιάλης, τον τίμησε το χωριό του. Με κάλεσαν ως κύριο ομιλητή. Οταν ανέβηκα στο βήμα, τους είπα τότε ο Περγιάλης τον ρόλο που έπαιζε ως Μαρίνος Αντύπας, τον έπαιζε και αγωνιζόταν για τους αγρότες. Σήμερα, αν ζούσε, θα αγωνιζόταν γι’ αυτούς τους λίγους που ψάχνουν στους σκουπιδοτενεκέδες για να φάνε». Αυτός ήταν ο Περγιάλης!

Το ταξίδι στο χθες μέσα από το στέκι επί της πλατείας Κάνιγγος, στο οποίο ξαναβρέθηκε έπειτα από χρόνια

Και μπορεί όλος ο πλανήτης να γνωρίζει για το Χόλιγουντ στο Λος Αντζελες εκεί όπου εδώ και δεκαετίες είναι η Μέκκα του παγκόσμιου σινεμά, όμως και η Αθήνα μιας άλλης εποχής είχε το δικό της ‘‘Μικρό Χόλλυγουντ» όπου δεκάδες ταινίες πήραν σάρκα και οστά από το καλλιτεχνικό «μελλίσσι» ηθοποιών, παραγωγών, σεναριογράφων και σκηνοθετών!

Από την ταινία «Κοινωνία ώρα μηδέν»

Βρισκόμαστε στο «Μικρό Χόλλυγουντ», στην πλατεία Κάνιγγος. Τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια που ερχόσασταν όλοι εδώ;

Και τι δεν θυμάμαι… Εδώ ερχόμασταν όλοι, είτε να βρούμε δουλειά είτε να συζητήσουμε ή να ακούσουμε για τα νέα από τον ελληνικό κινηματογράφο. Εδώ μεγαλούργησαν όλες οι ελληνικές εταιρίες παραγωγής ταινιών. Θυμάμαι που ερχόμασταν εδώ με τον Ξανθόπουλο και συζητούσαμε πολλές φορές για το επόμενο σενάριο. Ο Ξανθόπουλος ήταν δε ο καταπληκτικότερος όλων. Χαμηλών τόνων και πολύ διαβασμένος πάντα. Δεν μπορώ να μη σας πω ότι συνήθως οι περισσότεροι σταρ της εποχής έλεγαν φωναχτά τι δίνουν σε φτωχούς για να γραφτεί και κάτι. Ο Ξανθόπουλος είναι ο μόνος που έδινε χωρίς να μαθαίνει κανείς τίποτα. Το 1962 δουλέψαμε μαζί στο ίδιο θέατρο με πολλούς μεγάλους σταρ. Ομως μέχρι το τέλος με αυτούς που δέσαμε σαν αδέρφια ήταν με τον Ανέστη Βλάχο και τον Νίκο Ξανθόπουλο!

Από την ταινία της Φίνος Φιλμ «Αγάπη και αίμα» με την Τζένη Καρέζη

Πότε ήρθες τελευταία φορά στο «Μικρό Χόλλυγουντ»;

Ούτε που θυμάμαι πόσες δεκαετίες πριν. Σε αυτό το μέρος γινόταν η διανομή από τις κόπιες σε όλους τους κινηματογράφους της Ελλάδας. Πρωτοήρθα όμως χάρη σε έναν φίλο που δούλευε στις κινηματογραφικές εταιρίες. «Δεν πάμε στο “Μικρό Χόλλυγουντ” να γνωριστείς εκεί με τον κόσμο;» μου είπε. Την πρώτη φορά που ήρθα δεν μου έκανε καρδιά να φύγω, γιατί όλοι με ήξεραν από τις ταινίες και όλοι μου φώναζαν «Χριστόφορε, Χριστόφορε». Ολοι οι ηθοποιοί που περάσαμε από εδώ δεν ήμασταν οι φίρμες. Ημασταν τα φτωχόπαιδα που δεν είχαμε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια να βάλουμε. Αλλες οι εποχές εκείνες, αγνές, γεμάτες αγάπη από τους συναδέλφους!


Με το Νίκο Κούρκουλο στα πρώτα τους βήματα

Ρώτησες ποτέ γιατί σου έδωσαν τους ρόλους του σκληρού και του εγκληματία;

Ενας ηθοποιός είναι υποχρεωμένος να παίζει όλους τους ρόλους που θα του δώσουν. Εμένα λόγω παρουσιαστικού μου στον κινηματογράφο μού έδωσαν του σκληρού. Συνήθως, αν πετύχεις πολύ καλά έναν ρόλο, αυτό σε ακολουθεί μέχρι το τέλος της καριέρας σου. Ολοι με ήθελαν για τον σκληρό. Ωστόσο ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα στην τηλεόραση. Στον «Μεθοριακό σταθμό» υποδυόμουν ένα φτωχόπαιδο, τον Στράτο. Ημουν τόσο πολύ πειστικός στον ρόλο που ο σκηνοθέτης είχε αναγκαστεί να με φέρνει από διάφορα μέρη όπου ήμουν περιοδεία με τον θίασο, γιατί οι τηλεθεατές έσπαγαν τα τηλέφωνα και αποζητούσαν το φτωχόπαιδο τον Στράτο σε όλα τα επεισόδια. Και ήταν τόσο μεγάλη η κούρασή μου που μια φορά λιποθύμησα πάνω στη σκηνή, σε ένα θέατρο της Ορεστιάδας!

Με τον αγαπημένο του φίλο Νίκο Ξανθόπουλο και Παντελή ζερβό

Η μεγάλη Κατίνα Παξινού σε είχε επιλέξει να παίξεις σε ταινία μαζί της…

Η Παξινού είχε ζητήσει τότε από τον σκηνοθέτη Γιώργο Σκαλενάκη: «Δεν θα παίξει ηθοποιός δίπλα μου, αν δεν τον εγκρίνω εγώ». Επειδή είχα κάνει κάποιες καλές δουλειές εκείνη την περίοδο, με βρίσκει μια μέρα ο Σκαλινάκης και μου λέει: «Σου έχω έναν μοναδικό ρόλο δίπλα στην Παξινού». Πάω, συνεννοούμαι με την εταιρία και το πρώτο γύρισμα που κάνουμε είναι στα Μεσόγεια. Η Παξινού βαφόταν στα καμαρίνια. Με φωνάζει ο Σκαλενάκης και μου λέει «έλα να σε γνωρίσει η κυρία Παξινού». Μπαίνω στο καμαρίνι και ο Σκαλενάκης της λέει: «Κυρία Παξινού, ο Χριστόφορος θα παίξει τον Θεοφίλου στην ταινία». Γυρίζει, με βλέπει και λέει του Σκαλενάκη: «Γιώργο, αυτός είναι καλός. Εγώ του έδωσα την άδεια ηθοποιού».

Επαιξες και στο «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά» με τον Βοσκόπουλο…

Τι μου θύμισες! Τον Βοσκόπουλο εγώ τον ήξερα από το Περοκέ το 1962, όταν ήταν συνθιασάρχης με τη Στρατηγού. Τότε η παράσταση είχε πάει άπατη, γιατί στα κεντρικά θέατρα έπαιζε από τη μία ο Θεοδωράκης και από την άλλη ο Χατζιδάκις, που γινόταν χαμός. Ο Βοσκόπουλος τότε από τη στεναχώρια του αρρώστησε. Από αυτή τη θεατρική παράσταση άρχισε να παίζει δειλά δειλά μπουζούκι και να βρίσκει τον δρόμο του. Ηταν καταπληκτικός και σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης.

Επαιξες και με την Ιλυα Λιβυκού, πρωταγωνίστρια του Βασίλη Λογοθετίδη!

Παίξαμε σε δυο τρεις ταινίες με την Ιλυα. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Γράμμος». Με τους συμπρωταγωνιστές της δεν υπήρχε ωραιότατο πλάσμα. Επίσης η Ιλυα ήταν παράλληλα εξαιρετική και ως μάνα στις δύο κόρες της, αλλά κρατήθηκε και ως η μεγάλη πρωταγωνίστρια του Λογοθετίδη. Δυστυχώς, έζησα και την περίοδο που πέθανε η κόρη της από καρκίνο. Στα γυρίσματα του «Γοργοπόταμου» με την Ιλυα γίναμε πολύ φίλοι. Μου έλεγε λοιπόν «δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο, ένας γονιός να κηδεύει το παιδί του». Απέφευγε κάθε είδους κουβέντα πάνω σε αυτό το θέμα. Ηταν βαθιά πληγωμένη με τον θάνατο της κόρης της…

Ησουν ένα πολύ φτωχό παιδί που κατάφερε να ορθοποδήσει στον καλό ελληνικό κινηματογράφο. Τώρα, που πέρασαν τα χρόνια, θυμάσαι από πού ξεκίνησες;

Οταν έφυγα από την Κηφισιά και πήγα στο Ζεφύρι για να φτιάξω ένα πολυτελέστατο θέατρο, την πρώτη μέρα που πήγα στο γραφείο και κάθισα στην καρέκλα έκλαψα. Γιατί θυμήθηκα ότι κάποτε που ήμουν παιδί με έδιωξαν από ένα σχολείο, γιατί δεν είχα παπούτσια να φορέσω. Ο πατέρας μου είχε εννιά παιδιά. Εμείς είχαμε συνηθίσει την πείνα. Και όταν πέρασαν και τον πήραν στο βουνό για να πολεμήσει στον πόλεμο, πες μου, τα εννιά παιδιά τι θα έτρωγαν; Επρεπε είτε να πεθάνουμε είτε να σκληραγωγηθούμε και να πολεμήσουμε τη ζωή για να ζήσουμε. Αυτό έκανα κι εγώ: κρατήθηκα για να μην πεθάνω. Η μάνα ξενόπλενε για να μας ζήσει. Και έφτασα σήμερα στα σχεδόν ενενήντα μου χρόνια να έχω σπουδάσει παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, αλλά έχω και τη μεγαλύτερη περιουσία, που είναι η αγάπη που μου δείχνει ο κόσμος!

Αν ξαναγεννιόσουν, πάλι ηθοποιός θα γινόσουν;

Είχα την ευκαιρία, λόγω φιλίας με τον Αβέρωφ, να πάω στη Σχολή Ευελπίδων. Ετοίμασα τα χαρτιά και τελευταία στιγμή του λέω «υπουργέ, θα γίνω θεατρίνος»!


Με τον αείμνηστο Κώστα Καζάκο

Εχεις σκεφτεί πώς θέλεις να σε θυμάται ο κόσμος, όταν φύγεις από αυτή τη ζωή;

Σαν έναν κοινό άνθρωπο από αυτούς που φεύγουν από τη ζωή. Απλά είχα το προτέρημα να γίνω κάπως γνωστός μέσα από την υποκριτική τέχνη. Ισως το φευγιό μου πληγώσει κάποιους ανθρώπους που με αγάπησαν μέσα από τους ρόλους μου. Ζητάω συγγνώμη γι’ αυτό. Αλλά ό,τι ζει… πεθαίνει!

Πηγή: Εφημερίδα Espresso












Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων

spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ