Με μια διαδρομή που εκτείνεται από εμβληματικούς τηλεοπτικούς ρόλους μέχρι απαιτητικές και τολμηρές σκηνοθεσίες, η Βάνα Πεφάνη παραμένει μία από τις πιο ανήσυχες και συνεπείς φωνές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Aυτή τη σεζόν συναντάμε τη Βάνα Πεφάνη σε πολλαπλά μέτωπα: πρωταγωνιστεί στο «Σπίτι στην Εθνική», συνεχίζει τη «Φθινοπωρινή Ιστορία», ταξιδεύει το «Μένγκελε» στη Ζυρίχη, ενώ καταπιάνεται με τη σύνθετη φιγούρα της Λένι Ρίφενσταλ.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Με αφορμή αυτό το πλούσιο δημιουργικό παρόν, μιλήσαμε μαζί της για τις δυνάμεις που την κινητοποιούν, τις μνήμες που καθορίζουν το έργο της και την ευθύνη του καλλιτέχνη σε μια εποχή συνεχούς πόλωσης.
Εδώ και λίγο καιρό σάς απολαμβάνουμε στην παράσταση «Το Σπίτι στην Εθνική». Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε αρχικά σε αυτή τη δουλειά συνολικά κι έπειτα στον ρόλο που υποδύεστε;
Αυτό που με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή ήταν η δυνατότητα μιας ακόμα συνεργασίας με την Ντέπυ Πάγκα που το σκηνοθετεί. Όσο για τον ρόλο που υποδύομαι, αυτό που με συγκίνησε ήταν η αμφισημία του. Μου αρέσουν οι χαρακτήρες που δεν προσφέρουν εύκολες απαντήσεις, που δεν είναι ούτε «καλοί» ούτε «κακοί».
Το έργο, γραμμένο από τον Ισπανό συγγραφέα Αλφρέδο Σανθόλ, αγγίζει μνήμες, οικογένεια, συγκρούσεις. Υπήρχαν σημεία του κειμένου που σας «τσίμπησαν» σε προσωπικό επίπεδο;
Με αγγίζει ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο οι χαρακτήρες προσπαθούν να κρατηθούν αξιοπρεπείς μέσα στην ακαταστασία των συναισθημάτων τους. Είναι κάτι που αναγνωρίζω στην προσωπική μου ζωή: τη δυσκολία να παραδεχτείς ότι πληγώνεις και πληγώνεσαι ταυτόχρονα, ότι αγαπάς και απαιτείς, ότι φοβάσαι την αλλαγή αλλά φοβάσαι και την ακινησία. Με συγκίνησε επίσης η μνήμη. Η μνήμη που διαστρεβλώνει, που υπερασπίζεται,
που κατασκευάζει έναν μύθο για να μπορέσουμε να ζήσουμε με τον εαυτό μας.
Οι δύο αδελφές του «Σπιτιού στην Εθνική», οι οποίες βρίσκονται ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον, συγκρούονται για το πατρικό τους. Εσείς τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι πρέπει να κρατάμε και τι να αφήνουμε πίσω;
Προσωπικά, πιστεύω ότι πρέπει να κρατάμε ό,τι μας βοηθά να κατανοούμε καλύτερα τον εαυτό μας. Δεν εννοώ μόνο τις ευχάριστες μνήμες. Μερικές φορές ένα δύσκολο βίωμα μπορεί να γίνει ο πιο καθαρός καθρέφτης. Αυτό που χρειάζεται να μείνει είναι η αλήθεια, που μας διαμορφώνει και μας ανοίγει, όχι εκείνη που μας παγιδεύει. Κι από την άλλη, πρέπει να αφήνουμε πίσω κάθε τι που λειτουργεί σαν άμυνα, σαν πρόσχημα. Τις πεποιθήσεις που δεν είναι πια δικές μας. Την ενοχή που δεν οδηγεί πουθενά. Όλα αυτά είναι σαν βαριά έπιπλα που τα μεταφέρουμε από σπίτι σε σπίτι χωρίς να αναρωτηθούμε αν πραγματικά μας χρειάζονται.
Εδώ και χρόνια ασχολείστε εντατικά με τη σκηνοθεσία, ίσως περισσότερο κι από την υποκριτική. Μάλιστα, αναλαμβάνετε συχνά και πολλές σκηνοθετικές δουλειές ταυτόχρονα. Τι σας πυροδοτεί δημιουργικά σε αυτό το κομμάτι της τέχνης;
Η σκηνοθεσία είναι για μένα μια διαδικασία αποκάλυψης. Με συναρπάζει η συλλογικότητα. Το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα. Η ενέργεια γεννιέται από τις συγκρούσεις, τις ανταλλαγές, τις αμφισβητήσεις. Στη σκηνοθεσία νιώθω να βρίσκομαι στο κέντρο ενός μεγάλου διαλόγου: με τους ηθοποιούς, με το κείμενο, με τον χώρο, με το κοινό που ακόμα δεν έχει μπει στην αίθουσα. Το πιο δημιουργικό κομμάτι για μένα είναι η αίσθηση ότι η παράσταση δεν είναι ποτέ κάτι στατικό, αλλά μια συνεχής αναζήτηση. Όπως και η ζωή. Αν δεν με εκπλήσσει, αν δεν με αναγκάζει να αμφιβάλλω, τότε δεν έχει νόημα να την κάνω.
Το θέατρο συχνά γίνεται τόπος συζήτησης δύσκολων θεμάτων-βία, εξουσία, ταυτότητα, μνήμη. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το πιο επείγον κοινωνικό θέμα που χρειάζεται σήμερα θεατρική φωνή;
Το θέατρο έχει πάντα την ευθύνη να ανοίγει συζητήσεις που η κοινωνία προσπαθεί να αποφύγει. Αν ξεχώριζα ένα επείγον θέμα σήμερα, αυτό θα ήταν η κρίση εμπιστοσύνης τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και μεταξύ των ανθρώπων και των θεσμών που υποτίθεται πως τους προστατεύουν. Ζούμε σε μια εποχή όπου η πληροφορία χειραγωγείται, ο δημόσιος διάλογος γίνεται πεδίο επίθεσης και όχι ανταλλαγής, και πολλοί άνθρωποι αισθάνονται βαθιά μόνοι μέσα σε έναν κόσμο υπερ-συνδεδεμένο. Με ενδιαφέρει θεατρικά να μιλάμε για το γίνεται με την οικογένεια, με τη δημοκρατία, με την έννοια της κοινότητας. Το θέατρο είναι ένας από τους τελευταίους χώρους όπου καθόμαστε όλοι μαζί στο ίδιο δωμάτιο και ακούμε μια ιστορία. Αυτό από μόνο του είναι μια πολιτική πράξη.

Στο έργο «Μένγκελε» που παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο υπογράψατε μια σκηνοθεσία βασισμένη σε πραγματικά ψυχολογικά πειράματα και ενεργή συμμετοχή του κοινού. Πώς δουλεύει ένας σκηνοθέτης όταν το υλικό είναι τόσο σκοτεινό;
Χρησιμοποιώ τον χώρο, το φως, τη μουσική, τον ρυθμό, σαν εργαλεία για να ισορροπήσω το σκοτάδι. Θέλω να δημιουργήσω ένα περιβάλλον όπου η ένταση δεν καταπνίγει το κοινό, αλλά το καλεί να σκεφτεί, να αισθανθεί, να δει πέρα από τον φόβο. Το σκοτεινό υλικό μπορεί να γίνει ένα παράθυρο προς την κατανόηση, όχι μια φυλακή.
Τον Ιανουάριο του 2026 θα ταξιδέψετε στη Ζυρίχη με το «Μένγκελε». Τι σημαίνει για εσάς το διεθνές αυτό βήμα;
Είναι μια υπενθύμιση για μένα προσωπικά, ότι το θέατρο δεν είναι μόνο τοπικό. Είναι ένα μέσο που μπορεί να ανοίξει διαύλους κατανόησης, ακόμη και όταν οι ιστορίες είναι δύσκολες, ακόμη και όταν προκαλούν ανασφάλεια. Κι αυτός ο διάλογος είναι η ουσία της δουλειάς μας: να δημιουργούμε εμπειρίες που, παρότι πονάνε, μπορούν να φέρουν τους ανθρώπους του κόσμου πιο κοντά στην αλήθεια τους.
Πάμε στη «Φθινοπωρινή Ιστορία», που συνεχίζει για δεύτερη χρονιά με τους Σταύρο Ζαλμά και Πέμη Ζούνη στη σκηνή. Τι πιστεύετε ότι κάνει το κοινό να συγκινείται τόσο βαθιά από αυτή τη λεπτή, ώριμη ιστορία αγάπης;
Δεν πρόκειται για ένα δράμα που σε κατακλύζει με υπερβολές, αλλά για μια λεπτή, ανθρώπινη αλήθεια που επιτρέπει στον καθένα να δει τον εαυτό του μέσα στους χαρακτήρες. Είναι η τέχνη που γίνεται καθρέφτης της ζωής, και όταν η ζωή συναντά το θέατρο με αυτή την ειλικρίνεια, η συγκίνηση είναι αναπόφευκτη.
Σκηνοθετείτε επίσης την παράσταση «Η Λένι Ρίφενσταλ κοιμάται τα βράδια;», ένα έργο για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, το οποίο ανοίγει το θέμα της ευθύνης του καλλιτέχνη απέναντι στην Ιστορία. Εσείς πώς ορίζετε τη δική σας ευθύνη;
Οταν σκηνοθετείς έργα που αγγίζουν αμφιλεγόμενες προσωπικότητες ή σκοτεινά κεφάλαια της Ιστορίας, η ευθύνη δεν είναι απλώς να δείξεις τα γεγονότα. Η δική μου ευθύνη ως καλλιτέχνη είναι διπλή: Απέναντι στο ίδιο το υλικό, να το υπηρετήσω με ακρίβεια και ειλικρίνεια. Και δεύτερον, απέναντι στο κοινό, να μην το εκμεταλλευτώ συναισθηματικά, αλλά να του προσφέρω έναν χώρο στοχασμού.
Εχουμε μάθει τελικά ως κοινωνία από τα ιστορικά μας λάθη; Ή επαναλαμβάνουμε κύκλους με νέα πρόσωπα;
Ο πυρήνας των συγκρούσεων παραμένει σχεδόν αναλλοίωτος: φόβος, ανάγκη για έλεγχο, ανάγκη για ταυτότητα, αγωνία για το ανήκειν. Επαναλαμβάνουμε κύκλους όχι επειδή είμαστε καταδικασμένοι, αλλά επειδή δεν αντέχουμε να κοιτάξουμε την αλήθεια μας κατάματα. Αν μάθαμε κάτι από την ιστορία, είναι ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο: ούτε η ειρήνη, ούτε η δημοκρατία, ούτε η ελευθερία του λόγου. Και ίσως αυτό να είναι το πρώτο βήμα για να σταματήσουμε τον κύκλο: να θυμηθούμε ότι τίποτα από αυτά δεν μας χαρίστηκε. Πρέπει να τα επαναδιεκδικούμε διαρκώς.
Ζούμε σε μια εποχή πόλωσης. Εχετε αισθανθεί ποτέ ότι η τέχνη σας παρεξηγήθηκε ή ερμηνεύτηκε πολιτικά πέρα από την πρόθεσή σας;
Η αλήθεια είναι πως δεν με ενδιαφέρει να κάνω θέατρο που θα ευχαριστήσει όλες τις πλευρές. Με ενδιαφέρει να κάνω θέατρο που είναι αληθινό. Κι όταν η αλήθεια δεν βολεύει, ερμηνεύεται συχνά ως «επίθεση». Δεν με πειράζει αυτό. Το θέατρο δεν πρέπει να είναι ουδέτερο. Σε μια εποχή πόλωσης, η παρεξήγηση είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Όταν η κοινωνία είναι διχασμένη, οτιδήποτε ανεβαίνει στη σκηνή κινδυνεύει να αντιμετωπιστεί όχι ως έργο τέχνης, αλλά ως θέση, ως στρατόπεδο.
Η τελευταία σας τηλεοπτική εμφάνιση ήταν στο σίριαλ «Ορκος ΙΙ» το 2023 όπου υποδυόσασταν τη διεφθαρμένη διοικήτρια ενός νοσοκομείου. Τι είναι αυτό που σας ιντριγκάρει γενικά σε έναν τηλεοπτικό ρόλο;
Ενας τηλεοπτικός ρόλος με ιντριγκάρει όταν έχει εσωτερικές αντιφάσεις, μυστικά και συγκρούσεις που επιτρέπουν να αναδειχθεί η πολυπλοκότητα του ανθρώπου -ακόμα κι αν πρόκειται για κάποιον φαινομενικά ακραίο ή διεφθαρμένο.
Ο ρόλος της «Αμαλίας» στα θρυλικά «Μυστικά της Εδέμ» αγαπήθηκε πολύ. Ηταν αυτός ο πιο επιδραστικός ρόλος στον κοινό; Υπάρχει κόσμος που σας φωνάζει ακόμη έτσι στο δρόμο;
Εννοείται! Ακόμα και σήμερα η «Αμαλία» ζει και βασιλεύει!
Σήμερα η τηλεόραση έχει αλλάξει – πλατφόρμες, streaming, διαφορετική «κατανάλωση». Πώς βλέπετε αυτή τη μετάβαση;
Από τη μια πλευρά, βλέπουμε μια απίστευτη διεύρυνση: νέες φωνές, νέοι δημιουργοί, ιστορίες που κάποτε δεν θα είχαν χώρο στην παραδοσιακή τηλεόραση. Η ποιότητα της παραγωγής έχει ανέβει και ο θεατής έχει πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο ρεπερτόριο. Αυτό είναι, με έναν τρόπο, δημοκρατικό. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει κάτι που με προβληματίζει. Ο τρόπος με τον οποίο καταναλώνουμε πλέον τις ιστορίες αλλάζει γρήγορα. Η ιστορία πρέπει να είναι συνεχώς εθιστική, να μην αφήνει χώρο για σιωπή, για εκείνη τη μικρή παύση που στο θέατρο είναι απαραίτητη για να εισπνεύσεις ξανά. Βλέπω όμως τη μετάβαση θετικά. Είναι μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνει αφήγηση. Και σαν δημιουργός, με ενδιαφέρει να δω πώς μπορούμε να μεταφέρουμε την αμεσότητα του θεάτρου, σε μια εποχή που όλα συμβαίνουν μέσα σε οθόνες. Είναι μια πρόκληση και οι προκλήσεις είναι πάντα δημιουργικές.
Πώς γεμίζετε τις μπαταρίες σας όταν δεν είστε ανάμεσα σε πρόβες, σκηνοθεσίες και παραστάσεις; Υπάρχει κάτι που λειτουργεί πάντα ως καταφύγιο για εσάς;
Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι πολύ καλή στο να «ξεκουράζομαι». Το μυαλό μου συνεχίζει να δουλεύει, ακόμη κι όταν υποτίθεται ότι είμαι εκτός δουλειάς. Αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που λειτουργούν σαν απαραίτητα καταφύγια. Το πρώτο είναι η σιωπή. Το δεύτερο είναι η μουσική. Και, βέβαια, οι άνθρωποι που αγαπώ. Οι φιλίες που δεν έχουν καμία σχέση με το θέατρο, οι συζητήσεις που δεν περιστρέφονται γύρω από προβλήματα της σκηνής. Αυτοί οι άνθρωποι είναι η πιο σταθερή μου βάση. Εχουν μια μοναδική ικανότητα να μου θυμίζουν ότι, τελικά, είμαι ένας άνθρωπος που κάνει απλά μια δουλειά.
Τι σας τρομάζει περισσότερο στο αύριο και τι είναι αυτό που σας κάνει να ελπίζετε – ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο;
Αυτό που με τρομάζει περισσότερο στο αύριο είναι η ταχύτητα με την οποία χάνουμε την ικανότητα να ακούμε ο ένας τον άλλο. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλοι μιλούν, όλοι αντιδρούν, όλοι απαιτούν να έχουν δίκιο. Με κάνει να ελπίζω η ανθρώπινη ικανότητα να δημιουργούμε, ακόμη και μέσα στο χάος. Το βλέπω στους νέους καλλιτέχνες που δεν φοβούνται να αμφισβητήσουν. Αυτή η γενιά έχει μια άγρια ειλικρίνεια, μια βαθιά ανάγκη να μιλήσει, και αυτό είναι κάτι εξαιρετικά ελπιδοφόρο.


