Η ωρίμανση των μνημονιακών νόμων λόγω της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού κρατά καθηλωμένες τις αποδοχές. «Ψίχουλα» οι αυξήσεις
Με γοργούς ρυθμούς συνεχίζεται η φτωχοποίηση των συνταξιούχων στην Ελλάδα, αφενός μεν λόγω των πενιχρών αυξήσεων που δόθηκαν τα τελευταία χρόνια και ήταν κατώτερες του πληθωρισμού, αφετέρου δε εξαιτίας της ωρίμανσης των μνημονιακών νόμων -κυρίως του νόμου Κατρούγκαλου-, οι οποίοι οδηγούν σε πολύ χαμηλές συντάξεις λόγω της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού τους.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Εργασίας για τον Ιούνιο 2025:
• 784,57 ευρώ καθαρά (843,63 ευρώ μεικτά) η μέση κύρια σύνταξη στο σύνολο των συνταξιούχων (2.507.298).
• Το 55,5% των συνταξιούχων (1.392.594 συνταξιούχοι) με σύνταξη έως 940 ευρώ καθαρά (1.000 ευρώ μεικτά).
• Το 36,5% των συνταξιούχων (916.907 άνθρωποι) με σύνταξη έως 658 ευρώ καθαρά (700 ευρώ μεικτά).
• Συντάξεις έως 600 ευρώ μεικτά (564 ευρώ καθαρά) λαμβάνουν 715.227 συνταξιούχοι (ποσοστό 28,5%).
• Το 18,1% των συνταξιούχων (454.154 άνθρωποι) με σύνταξη έως 470 ευρώ καθαρά (500 ευρώ μεικτά).
Επιπλέον, η μέση επικουρική σύνταξη ανέρχεται σε 196,59 ευρώ μεικτά (184,50 ευρώ καθαρά) και το μέσο μέρισμα ανέρχεται σε 113,26 ευρώ μεικτά (105,80 ευρώ καθαρά).
Μέσος όρος
Οπως επισημαίνει ο δικηγόρος – εργατολόγος και πρόεδρος της ΕΝΥΠΕΚΚ, Αλέξης Μητρόπουλος: «Δυστυχώς, ο νόμος Βρούτση 4670/2020 διατήρησε και ενίσχυσε τον θεσμό τής ανταποδοτικής σύνταξης με βάση τις αποδοχές του συνόλου του εργασιακού βίου, όπως πρωτοθεσπίστηκε με το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και πρωτοεφαρμόστηκε με τα άρθρα 8 και 28 του ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου).
Ειδικότερα, το άρθρο 8 παρ. 2α του ν. 4387/2016 όριζε για την ανταποδοτική σύνταξη ότι “2.α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το 4 πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών διά του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή».
Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον Μάιο του 2025 ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε μόλις σε 761,71 ευρώ, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.405,81 ευρώ (διαφορά 644,10 ευρώ ή 45,8%). Το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί στατιστικό παράδοξο ενός μόνο μήνα, αλλά επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι για όλο το 2024 η απόκλιση μεταξύ συντάξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα διαμορφώθηκε σε ποσοστό 36,9%.
Αναταραχή
Αυτήν την αντικοινωνική αρχή προσπάθησε να επιβάλει η Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά εν τέλει υποχώρησε υπό την πίεση των γενικευμένων απεργιών και της μεγάλης κοινωνικής αναταραχής που δημιουργήθηκε, κάτι που επιχειρήθηκε -και για την ίδια αιτία- με τον ασφαλιστικό νόμο Μακρόν.
«Αυτήν την ακραία νεοφιλελεύθερη, συνταξιοδοτική αρχή συμφώνησε με τους δανειστές, δυστυχώς, η κυβέρνηση Τσίπρα το 2015. Η αρχή αυτή στην ουσία ακυρώνει όλα τα συστήματα που ισχύουν στις ευρωπαϊκές χώρες και ίσχυαν και στη χώρα μας πριν από το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και τον νόμο Κατρούγκαλου 4387/2016» σημειώνει ο κ. Μητρόπουλος. Δηλαδή, αντί του «μισθού αναφοράς» του τελευταίου μήνα ή έτους ή, εν πάση περιπτώσει, της καλύτερης πενταετίας (όπως ίσχυε έως το 2016), ο ν. 4387/2016 και τώρα το γνήσιο «τέκνο» του, ο ν. 4670/2020 (της πρώτης κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη), επιβάλλει ως βάση υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης να λαμβάνεται ο μέσος μισθός του συνόλου του εργασιακού βίου από το 2002 (έτος εισόδου μας στο ευρώ) έως το έτος υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.