Το 2025 καταγράφηκε ως μια χρονιά έντονης προσαρμογής για τα ελληνικά νοικοκυριά, με την ακρίβεια να παραμένει ο καθοριστικός παράγοντας που διαμόρφωσε την καθημερινότητα και τις καταναλωτικές επιλογές. Χωρίς θεαματικές ανατροπές, αλλά με συνεχιζόμενες πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα, οι καταναλωτές αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίσουν προτεραιότητες, να περιορίσουν δαπάνες και να υιοθετήσουν μια πιο πειθαρχημένη, αμυντική στάση απέναντι στην αγορά.
Η άνοδος των τιμών, κυρίως σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, οδήγησε σε σαφή αναδιάταξη της καταναλωτικής δαπάνης. Όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος κατευθύνθηκε στην κάλυψη θεμελιωδών αναγκών, όπως η διατροφή, η στέγαση και η ενέργεια, αφήνοντας λιγότερο χώρο για προαιρετικές ή μη αναγκαίες αγορές. Σε αυτό το περιβάλλον, η τιμή αναδείχθηκε σε κυρίαρχο κριτήριο, με τους καταναλωτές να συγκρίνουν συστηματικά επιλογές, να αναζητούν προσφορές και να περιορίζουν ακόμη και καταναλωτικές συνήθειες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν δεδομένες.
Κάνοντας τον απολογισμό της χρονιάς, ο Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής στο Τμήμα Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών, επισημαίνει μιλώντας στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι το 2025 δεν αποτέλεσε έτος ριζικών αλλαγών, αλλά περίοδο εμβάθυνσης ήδη υπαρχουσών τάσεων. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «αναμφίβολα, η ακρίβεια ως δυσαναλογία τιμών και εισοδημάτων παρέμεινε το κυρίαρχο θέμα στη δημόσια συζήτηση, όχι ως αιφνίδια εξέλιξη, αλλά ως μία σταθερή συνθήκη που διαμόρφωνε την καθημερινότητα των καταναλωτών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους».
Στο πεδίο των ανατιμήσεων, το 2025 δεν έφερε ούτε ιδιαίτερα θετικά ούτε ιδιαίτερα αρνητικά νέα. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2025 διαμορφώθηκε στο 2,5%, έναντι 2,7% για το σύνολο του 2024. Παρά τη σχετική αυτή αποκλιμάκωση, η εμπειρία του καταναλωτή παρέμεινε επιβαρυμένη, καθώς το κόστος ζωής δεν επέστρεψε ποτέ στα προ κρίσης επίπεδα. Οι σωρευτικές αυξήσεις της περιόδου 2021–2025 άφησαν βαθύ αποτύπωμα: μόνο μεταξύ Νοεμβρίου 2021 και Νοεμβρίου 2025 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε συνολικά κατά 17,3%, ενώ σε κρίσιμους κλάδους οι ανατιμήσεις ήταν ακόμη μεγαλύτερες και πιο αισθητές στην καθημερινότητα.
Σημαντική εξέλιξη του 2025 αποτέλεσε και η άρση του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, ένα έκτακτο μέτρο κατά της αισχροκέρδειας που ίσχυε από τον Δεκέμβριο του 2021. Το μέτρο έληξε οριστικά στις 30 Ιουνίου 2025, επαναφέροντας την αγορά σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας τιμολόγησης. Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε τις επιφυλάξεις για το κατά πόσο αγορές με τα συγκεκριμένα δομικά και συγκυριακά χαρακτηριστικά μπορούν να αυτορυθμιστούν αποτελεσματικά. Όπως επισημαίνει ο κ. Μπάλτας, «μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η συμπεριφορά των καταναλωτών το 2025 χαρακτηρίστηκε από αναγκαστική προσαρμογή στον μονιμότερο χαρακτήρα της ακρίβειας».
Η προσαρμογή αυτή δεν ήταν ενιαία για όλους. Διαφοροποιήθηκε ανάλογα με το εισόδημα και τη συνολική οικονομική κατάσταση κάθε νοικοκυριού. Ωστόσο, έρευνες –όπως η ετήσια μελέτη αγοραστικής συμπεριφοράς του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών– δείχνουν κοινές τάσεις: μείωση της κατανάλωσης, στροφή σε φθηνότερα προϊόντα ή καταστήματα και έντονη αναζήτηση χαμηλών τιμών, προσφορών και εκπτώσεων. Στα τυποποιημένα προϊόντα, ειδικά σε κατηγορίες υψηλής συχνότητας επαναγοράς, οι καταναλωτές επέλεξαν πιο σταθερά οικονομικές λύσεις, όπως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, προκειμένου να περιορίσουν τη συσσωρευτική επιβάρυνση.
Εκτιμάται ότι στο τέλος του 2025 το μερίδιο δαπάνης των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στα σούπερ μάρκετ θα φτάσει το 27%–28%, υψηλότερο από το 2024 και ενδεικτικό μιας διαρθρωτικής μετατόπισης προς πιο προβλέψιμες και οικονομικές επιλογές. Το μερίδιο όγκου είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς οι χαμηλότερες τιμές περιορίζουν το ποσοστό της δαπάνης. Όπως συνοψίζει ο κ. Μπάλτας, «θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι πολλοί καταναλωτές δεν αναζητούν πια μία καλή τιμή, αναζητούν μία τιμή που μπορούν να αντέξουν».
Ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας για το καταναλωτικό περιβάλλον αποδείχθηκε η αγορά ακινήτων. Οι τιμές κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται σε επίπεδα αποκομμένα από τη χρηματοδοτική δυνατότητα ακόμη και υψηλά αμειβόμενων εργαζομένων. «Για τις περισσότερες οικογένειες, η αγορά κατοικίας έπαψε να αποτελεί αντικείμενο μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, καθώς το κόστος έχει ξεπεράσει τα όρια που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις στρατηγικές του παρελθόντος», τονίζει ο καθηγητής.
Παράλληλα, τα ενοίκια συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, ειδικά σε περιοχές υψηλής ζήτησης, απορροφώντας ολοένα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος. Η δυσκολία πρόσβασης στη στέγη, ιδιαίτερα για τους νέους, συνδέεται άμεσα –όπως επισημαίνει– με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Η ενέργεια παρέμεινε επίσης μείζον ζήτημα, με άμεσες και έμμεσες συνέπειες. Οι υψηλοί λογαριασμοί και το αυξημένο κόστος καυσίμων επιβάρυναν άμεσα τα νοικοκυριά, ενώ ταυτόχρονα αύξησαν το κόστος παραγωγής και λειτουργίας των επιχειρήσεων, επιβάρυνση που σταδιακά μετακυλίεται στις τιμές λιανικής. Όπως σημειώνει ο κ. Μπάλτας, τα προβλήματα αυτά δεν αφορούν μόνο τον καταναλωτή, αλλά πλήττουν συνολικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα της ελληνικής βιομηχανίας, με το ενεργειακό κόστος να λειτουργεί ως διαρκές βαρίδι.


