Στην οθόνη μεταφέρεται η ζωή της λεπρής Αργυρώς Στεφανάκη, την οποία η μοίρα έστειλε στο «νησί των καταραμένων και των αποκλήρων», αφήνοντας πίσω το νεογέννητο παιδί της και τον άντρα της
Δεκαπέντε χρόνια μετά την προβολή της βασισμένης στο ομώνυμο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ σειράς «Το νησί», που έγραψε ιστορία στην ελληνική τηλεόραση, η Σπιναλόγκα, το νησί-φάντασμα των λεπρών, που έκλεισε για πάντα τις πύλες του κολαστηρίου το μακρινό σε όλους μας 1957, τραβά πάλι την προσοχή των ανθρώπων της μικρής οθόνης. Το νησί, όπου από τον Οκτώβριο του 1904 μέσα σε βάρκες 251 λεπροί περνούσαν από την Πλάκα απέναντι σε μια νησίδα που θα ήταν το κολαστήριο της ψυχής και του σώματος μέχρι και το 1957.
- Από τη Μαρία Ανδρέου
Οι συντελεστές της σειράς «Αγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον ουρανό» θα φωτίσουν τη ζωή της λεπρής Αργυρώς Στεφανάκη, της οσίας της Σπιναλόγκας, που η μοίρα την έστειλε στο «νησί των καταραμένων και των αποκλήρων», αφήνοντας πίσω το νεογέννητο αγγελούδι της και τον άντρα της. Εναν άντρα που στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής η ίδια είχε γλιτώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα, βάζοντας τα στήθη της μπροστά στις κάννες των όπλων!
Ο σεναριογράφος Γιώργος Τσιάκκας και ο σκηνοθέτης Στάμος Τσάμης, σε παραγωγή του Ινστιτούτου «Αγιος Μάξιμος ο Γραικός», τη διεύθυνση του οποίου κατέχει η Κρητικιά ραδιοφωνική παραγωγός και δημοσιογράφος Μαρία Γιαχνάκη, που έχει επωμιστεί και την έρευνα για την πλοκή του σεναρίου, αποκάλυψαν σε τιμητική εκδήλωση που έγινε πρόσφατα στο Ηράκλειο την πρόθεσή τους για τη νέα θρησκευτική σειρά. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, κ. Ευγένιος, ο οποίος μίλησε με θαυμασμό και εκτίμηση για το έργο του Ινστιτούτου «Αγιος Μάξιμος ο Γραικός», τονίζοντας ότι οι τηλεοπτικές σειρές οδήγησαν πολύ κόσμο φέτος στις εκκλησίες.
Πατριωτισμός
Ποια ήταν, όμως, η Αργυρώ Στεφανάκη, η ασκήτρια της Σπιναλόγκας με τη χρυσή καρδιά; Γεννημένη σε ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο γύρω στα 1920, αγαπιέται στα νιάτα της με ένα παλικάρι, όμως ο πόλεμος του ’40 τούς χωρίζει, με τον νέο να πολεμά αρχικά τους Ιταλούς εισβολείς στα ελληνοαλβανικά σύνορα και στη συνέχεια στην Κρήτη τα ναζιστικά στρατεύματα! Ο ίδιος αιχμαλωτίζεται και οδηγείται προς εκτέλεση, όμως η Αργυρώ πηγαίνει στον τόπο της εκτέλεσης, περνάει μπροστά από τους άντρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και κατεβάζει τις κάννες των όπλων φωνάζοντας: «Ή θα ελευθερώσετε τον αρραβωνιαστικό μου ή θα σκοτώσετε κι εμένα!». Ο ναζί αξιωματικός σαστίζει, υποκλίνεται στο θάρρος της και της λέει: «Πάρ’ τον και φύγε!».
Η Αργυρώ δεν σταματά, όμως. Και τα άλλα παλικάρια που θα οδηγηθούν στον θάνατο είναι συγχωριανοί της: «Οχι! Ή όλους ή στήστε με κι εμένα στον τοίχο». Ο πατριωτισμός της και η δύναμη της αγάπης της τους σώζουν όλους από τον θάνατο. Η Αργυρώ και ο αγαπημένος της παντρεύονται. Αποκτούν ένα παιδάκι, όμως μετά τη γέννα τη χτυπά η λέπρα! Πρέπει να αφήσει τον άντρα της, το νεογέννητο αγγελούδι της, το σπιτικό της, όλη τη ζωή της και να απομονωθεί στη Σπιναλόγκα, το νησί των καταραμένων.
Ο πατέρας μένει με ένα μωράκι στα χέρια. Αναζητάει τροφό για να του το «αναστήσει» και βρίσκει βοήθεια από μια γυναίκα στα Χανιά, στην άλλη άκρη της Κρήτης. Περνούν λίγοι μήνες. Η Αργυρώ καίγεται από τη στέρηση του σπλάχνου της και παίρνει μια τρελή απόφαση. Νύχτα βουτάει στη θάλασσα και διασχίζει κολυμπώντας την απόσταση μέχρι την Πλάκα. Περπατάει επτά μερόνυχτα, έχοντας τον φόβο μην την αντιληφθούν ότι είναι λεπρή και πεινασμένη, βρίσκει στα Χανιά το σπίτι της τροφού, μια και ήξερε πού είναι από τα γράμματα που της έστελνε ο άντρας της. Το βρίσκει έρημο. Κάθεται παράμερα στην αυλή και περιμένει. Κάποια στιγμή έρχονται κάποιοι, μια γυναίκα, δυο τρεις γριές. Από μακριά τούς μιλάει, τους συστήνεται. «Μόνο να μου πείτε αν είναι καλά το παιδί μου. Μόνο να το δω από μακριά!» τους λέει. «Το παιδί σου πέθανε χθες το βράδυ! Μόλις το κηδέψαμε, ερχόμαστε από τα μνήματα» της απαντούν και εκείνη μαζεύει τα συντρίμμια της και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής.
Περνούν λίγα χρόνια. Εκείνη, πάντα στη Σπιναλόγκα, λαμβάνει ένα γράμμα από τον άντρα της πως θέλει να ξαναπαντρευτεί. «Με όλη μου την καρδιά και την αγάπη μου!» του απαντάει. Και τη μέρα του γάμου κάνει πάλι την ίδια παράτολμη ενέργεια. Βγαίνει κολυμπώντας και παρευρίσκεται στον γάμο! Οταν τελειώνει το μυστήριο, πλησιάζει τη νύφη και της φωνάζει: «Εχεις καλόν άντρα. Να τον αγαπάς!» Και της αφήνει και το δώρο της, ένα χρηματικό ποσό που το μάζεψε ψίχουλο ψίχουλο από το επίδομα που της έδιναν. Και σε κάθε παιδί που γεννούσε αυτή η γυναίκα έβγαινε με τον ίδιο τρόπο στη βάφτισή του κι άφηνε ένα δώρο.
Η ταπεινή διάκονος του Νοσοκομείου Λοιμωδών που γνώρισε δύο Αγίους
Το 1957 η Σπιναλόγκα κλείνει. Εχει φτάσει κι εδώ το φάρμακο της λέπρας. Οσοι είχαν τη νόσο σε πρώιμα στάδια θεραπεύτηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια και στις οικογένειές τους. Οι παλιοί ασθενείς, στους οποίους είχαν προκληθεί ορατές και ανεπανόρθωτες βλάβες και οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν ξεχαστεί και από τις οικογένειές τους, αν και θεωρούνταν ασφαλείς πλέον με τη θεραπεία στην οποία είχαν υποβληθεί, μεταφέρθηκαν σε ειδική πτέρυγα του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων, στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Εκεί η Αργυρώ θα γίνει μια ταπεινή διάκονος των πιο ηλικιωμένων ασθενών. Θα γνωρίσει μάλιστα τον Αγιο Νικηφόρο τον λεπρό και τον Αγιο Ευμένιο Σαριδάκη και θα βιώσει την άπειρη αγάπη του Θεού. Θα πάρει και θα δώσει αγάπη και προσφορά, θα αγιάσει με την ύπαρξή της σε εκείνον τον ταλαίπωρο τόπο. Μαζί με δυο τρεις άλλες ομοιοπαθείς γυναίκες έπλεναν, καθάριζαν, περιποιούνταν και νεκροστόλιζαν, όταν ερχόταν η ώρα τους, τις λεπρές αδελφές.
Το τάμα
Αξιοσημείωτο είναι και το τάμα που είχαν από παλιά κάνει: «Κάνε, Θεέ μου, να βρεθεί το φάρμακο για τη λέπρα, όχι για μας, για τους νέους που χάνουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους, και δεν θα φάμε λάδι στον αιώνα». Κι αφού βρέθηκε το φάρμακο, έπρεπε να κρατήσουν την υπόσχεση. Και την κράτησαν. Και δεν έβαλαν λάδι στο στόμα τους. Ακόμα και το Πάσχα για να κάνουν κατάλυση βουτούσαν το δάχτυλο στο λάδι της καντήλας και το ακουμπούσαν στα χείλη τους για να τιμήσουν την ημέρα την Ανάστασης χωρίς να πατήσουν τον όρκο τους. Αυτή ήταν η Αργυρώ, η κρυφή ασκήτρια που εκοιμήθη ειρηνικά στις 12 Ιουλίου 2014, με την ανακομιδή των λειψάνων της να γίνεται στις 26 Ιουλίου 2017 και να ευωδιάζει όλος ο τόπος.