Το «μέτωπο» ανθρωπιάς που δημιούργησε ο Κλήρος το 1940

Πολλοί Ιεράρχες και πλήθος ιερέων πρωτοστάτησαν στον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των κατακτητών

Oταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940, ένα νέο, σκοτεινό κεφάλαιο άνοιξε για το έθνος. Οι καμπάνες που ήχησαν εκείνο το πρωινό δεν καλούσαν μόνο σε δοξολογία, αλλά και σε πόλεμο, σε μια μάχη επιβίωσης και αξιοπρέπειας.

  • Από τον Απόστολο Σπύρου

Ξεκίνησε έτσι η μεγάλη δοκιμασία του ελληνικού λαού, ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, η γερμανική εισβολή που ακολούθησε και, τέλος, η σκληρή τριπλή κατοχή από Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους. Η πατρίδα βυθίστηκε στη θλίψη και την ανέχεια. Οι πόλεις και τα χωριά βρέθηκαν αντιμέτωπα με βομβαρδισμούς, λιμούς, εκτελέσεις και διώξεις. Ο ελληνικός λαός, όμως, δεν λύγισε. Μέσα στα ερείπια και την απελπισία, ένα άλλο μέτωπο -αθόρυβο, πνευματικό και βαθιά ανθρώπινο- σχηματίστηκε: το μέτωπο της Εκκλησίας.

Ο πρώτος που αντιστάθηκε στην Κατοχή ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο οποίος την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή που θα παρέδιδε συμβολικά το κλειδί της πόλεως των Αθηνών στους Γερμανούς. Επίσης, όταν του ζήτησαν να τελέσει δοξολογία στο Μητροπολιτικό Ναό, εξέφρασε σαφώς την αντίρρησή του: «Δοξολογία δέν ἔχει θέσιν ἐπί τῇ ὑποδουλώσει τῆς Πατρίδος μας· ἡ ὥρα τῆς Δοξολογίας θά εἶναι ἄλλη». Ετσι η δοξολογία ματαιώθηκε.

Με την ίδια πιστότητα και αφοσίωση στο δίκαιο του έθνους, αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου λέγοντας: «Ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας δέν δύναται νά ὁρκίσῃ κυβέρνησιν σχηματιζομένην ὑπό τήν διοίκησιν τοῦ ἐχθροῦ». Η στάση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να παυθεί από το αξίωμά του και να αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι στην Κυψέλη. Ωστόσο, και από εκεί δεν έπαυσε να ενισχύει την Αντίσταση, αφού στο σπίτι του καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής λειτουργούσε ασύρματος, ο γνωστός ως «Ασύρματος του Δεσπότη». Εντούτοις, και ο διάδοχός του, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, συνέχισε με το ίδιο αγωνιστικό και ηρωικό πνεύμα. Κοντά στους Αρχιεπισκόπους Χρύσανθο και Δαμασκηνό πολλοί άλλοι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας αλλά και πλήθος ιερέων πρωτοστάτησαν στον αγώνα του λαού μας εναντίον των κατακτητών.

Υψηλό φρόνημα

«Οταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έμεινε αδρανής θεατής των γεγονότων. Με αποφασιστικότητα και υψηλό φρόνημα έστειλε εκατοντάδες κληρικούς στο μέτωπο όχι μόνο για να λειτουργήσουν ως πνευματικοί καθοδηγητές, αλλά και για να σταθούν στο πλευρό των στρατιωτών, μοιραζόμενοι μαζί τους τον φόβο, την πείνα και την ελπίδα.

Παράλληλα, μέσα στους ναούς, προετοίμαζε ψυχικά τον λαό και τους νέους στρατιώτες, ώστε να αντιμετωπίσουν με θάρρος και πίστη το άγνωστο που ερχόταν» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, αρχιμανδρίτης Δημήτριος Μπακλαγής και τονίζει ότι «η παρουσία των ιερέων στα χαρακώματα δεν ήταν συμβολική. Ηταν πράξη αυταπάρνησης και καθήκοντος, συχνά με τίμημα τη ζωή τους. Πολλοί εξ αυτών έπεσαν νεκροί δίπλα στους στρατιώτες, άλλοι εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής κι άλλοι βασανίστηκαν γιατί δεν αρνήθηκαν να σταθούν στο πλευρό του ποιμνίου τους.

Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σχεδόν κάθε Μητρόπολη θρήνησε τα δικά της θύματα, ιερείς που έγιναν μάρτυρες πίστεως και πατρίδας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της τοπικής μας Εκκλησίας, όπου ο παπα-Νεόφυτος Κιομουτζίδης, εφημέριος στο χωριό Πλατύ, πλήρωσε με το αίμα του την πίστη και την ανθρωπιά του. Τον Νοέμβριο του 1943 οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις τον συνέλαβαν μαζί με τη σύζυγό του. Και οι δύο υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια πριν βρουν μαρτυρικό θάνατο, οι Βούλγαροι τους αποκεφάλισαν και πέταξαν τα ακέφαλα σώματά τους στα νερά του ποταμού Λουδία. Η θυσία τους πέρασε στην τοπική μνήμη ως σύμβολο πίστης, γενναιότητας και χριστιανικής αυταπάρνησης».

Ως φάροι ελπίδας λειτούργησαν τα μοναστήρια

Παράλληλα, ο π. Δημήτριος κάνει γνωστό ότι στον τιτάνιο αγώνα εναντίον του κατακτητή τα μοναστήρια έγιναν φάροι ελπίδας και προπύργια του Ελληνισμού. Οι μοναχοί και οι μοναχές άνοιγαν τις πύλες τους στους αντιστασιακούς, τους τάιζαν, φιλοξενούσαν, θεράπευαν τις πληγές τους και, όταν ο κίνδυνος μεγάλωνε, τους φυγάδευαν μέσα από μυστικά μονοπάτια και κρύπτες. Η προσφορά αυτή, όμως, είχε βαρύ τίμημα. Οταν οι κατοχικές δυνάμεις υποπτεύονταν βοήθεια προς την Αντίσταση, ακολουθούσαν πυρπολήσεις μονών, λεηλασίες, συλλήψεις και βασανιστήρια.

Κι όμως, παρά τον φόβο και τις θυσίες, οι μοναχοί δεν σταμάτησαν να υπηρετούν την πίστη και την πατρίδα. Την ίδια στιγμή, μια άλλη, λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου συγκλονιστική πτυχή της εκκλησιαστικής προσφοράς εκδηλώθηκε μέσα από τα κατηχητικά σχολεία. Εκεί, νέοι και νέες, με φλογερό ζήλο και βαθιά πίστη, οργάνωσαν Χριστιανικές Ομάδες Δράσης. Δεν κρατούσαν όπλα, αλλά ίδρυσαν συσσίτια για τα παιδιά που λιμοκτονούσαν, πρόσφεραν ρούχα και τρόφιμα στις οικογένειες που είχαν χάσει τα πάντα, και με τις προσευχές και τα τραγούδια τους ανύψωναν το ηθικό ενός λαού πληγωμένου αλλά όχι νικημένου.

«Η Παναγία πήρε πάνω της το χτύπημα σαν μητέρα που προστατεύει τα παιδιά της με το ίδιο της το σώμα»

Αξιοθαύμαστη ήταν και η μέριμνα που έδειξε η Εκκλησία όχι μόνο για τους χριστιανούς, αλλά και για τους Εβραίους που ήταν στο στόχαστρο της χιτλερικής μανίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο, ο οποίος αρνήθηκε να παραδώσει στον Γερμανό διοικητή λίστα με τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των Ελλήνων Εβραίων της Ζακύνθου.

Αντίθετα, παρέδωσε ένα χαρτί στο οποίο είχε γράψει μόνο δύο ονόματα, το δικό του και του δημάρχου, δηλώνοντας σθεναρά: «Είμαι στις διαταγές σας. Μπορείτε να συλλάβετε εμένα και όχι τους Εβραίους. Αν αυτό δεν σας ικανοποιεί, σας δηλώνω ότι θα είμαι μαζί τους κι εγώ, ακολουθώντας τη μοίρα τους». Μάλιστα, έστειλε σχετική επιστολή και στον Χίτλερ και έπειτα από λίγες μέρες αναμονής και αγωνίας έφθασε η απάντηση: «Οι Εβραίοι θα παραμείνουν στο νησί με την ευθύνη του Μητροπολίτη». Ετσι σώθηκαν οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου.

Ο π. Αρσένιος, επίσης, κάνει γνωστό ότι ο π. Νέστορας Καραμητσόπουλος, εφημέριος στο χωριό Συκιά, κατάφερε να διασώσει αρκετούς Εβραίους, μεταξύ αυτών και πολλά παιδιά. Μάλιστα, μια μέρα οι Γερμανοί επέδραμαν στη Συκιά και απαίτησαν από τον ιερέα να τους αποκαλύψει τους Εβραίους που κρύβονταν στο χωριό. Εκείνος αρνήθηκε πεισματικά ότι υπήρχαν Εβραίοι εκεί, εξοργίζοντας τους στρατιώτες, οι οποίοι έκαψαν το σπίτι του και τον βασάνισαν ξεριζώνοντας τη γενειάδα του.

Στην ηρωική Νάουσα δεσπόζει ο Ιερός Ναός της Παναγίας, σημείο αναφοράς για γενιές Ναουσαίων. Στο εσωτερικό του ναού φυλάσσεται μια παλαιά εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, μια εικόνα που δεν είναι απλώς αντικείμενο λατρείας αλλά ζωντανό σύμβολο προστασίας, αφού, όπως μαρτυρεί η τοπική παράδοση, στάθηκε ασπίδα σωτηρίας κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής εισβολής του 1940.

Η Παντάνασσα

«Ο Ναός της Παναγίας, όπου τιμάται ιδιαιτέρως η Παναγία Παντάνασσα, έχει βαθιά ιστορική και συναισθηματική σημασία για τους κατοίκους της Νάουσας. Χτίστηκε μετά την καταστροφή της πόλης το 1822, όταν οι πρώτοι επανεγκατεστημένοι κάτοικοι θέλησαν να αγιογραφήσουν τη μορφή της Παναγίας ως Παντάνασσας, της κυρίας και προστάτιδος του υπόδουλου γένους» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο γενικός αρχιερατικός επίτροπος της Μητροπόλεως Βεροίας, αρχιμανδρίτης Αρσένιος Χαλδαιόπουλος, και τονίζει ότι «σε αυτόν τον ναό, όπου η Παναγία τιμάται ως Μητέρα και Υπέρμαχος του λαού, αγιογραφήθηκε και η εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που τοποθετήθηκε στη δεξιά πλευρά του τέμπλου, κοντά στον βόρειο τοίχο. Εκεί επί δεκαετίες οι πιστοί άναβαν τα κεριά τους, ψιθυρίζοντας παρακλήσεις και ευχαριστίες».

Οταν ξέσπασε η ιταλογερμανική επίθεση και άρχισαν οι πρώτοι βομβαρδισμοί στην περιοχή, η Νάουσα βρέθηκε σε κατάσταση τρόμου. Οι περισσότεροι άνδρες βρίσκονταν στο μέτωπο, πολεμώντας, και στην πόλη είχαν απομείνει γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Οι μαρτυρίες περιγράφουν εικόνες αγωνίας, όπου οι κάτοικοι έτρεχαν να βρουν καταφύγιο όπου μπορούσαν. Οπως αφηγείται ο π. Αρσένιος, ο κόσμος κατέφυγε στην Παναγία. «Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ιερείς, όλοι έκλεισαν τις πόρτες του ναού και άρχισαν να ψάλλουν την Παράκληση και τον ύμνο “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ”. Εξω ακούγονταν εκρήξεις, μέσα προσευχές και δάκρυα. Τότε συνέβη το απίστευτο.

Μια οβίδα χτύπησε ακριβώς τη δεξιά πλευρά του ιερού, εκεί όπου βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Ο ναός σείστηκε. Κι όμως, κανείς δεν τραυματίστηκε. Η μοναδική φθορά εντός του ναού ήταν η διχοτόμηση της εικόνας της Παναγίας. Η παράδοση λέει ότι η Παναγία “πήρε πάνω της το χτύπημα”, σαν μητέρα που προστατεύει τα παιδιά της με το ίδιο της το σώμα». Ο τοίχος ράγισε ελαφρά απέξω, το θραύσμα της οβίδας καρφώθηκε κοντά στο Ιερό, αλλά μέσα δεν έσπασε τίποτα, μόνο η εικόνα κόπηκε στα δύο. «Η Παναγία ήθελε να δείξει ότι γίνεται τοίχος απροσμάχητος» λένε οι παλαιότεροι.

Τεκμήριο του θαύματος το ράγισμα

Η εικόνα της παραμένει μέχρι σήμερα σπασμένη στα δύο, όπως τότε. Το ράγισμά της είναι καθαρά ορατό, δεν έχει αποκατασταθεί, γιατί για τους πιστούς αποτελεί τεκμήριο του θαύματος. Ο π. Αρσένιος εξηγεί ότι το γεγονός δεν σώζεται σε γραπτές πηγές, αλλά σε ζωντανές μαρτυρίες. Ανθρωποι μεγάλης ηλικίας, που τότε ήταν παιδιά, θυμούνται τον τρόμο. Μετά το περιστατικό οι Ναουσαίοι τοποθέτησαν μανουάλι με κεριά δίπλα στην εικόνα και μέχρι σήμερα προστρέχουν εκεί για να ζητήσουν τη χάρη και την ευλογία της. Η εικόνα τιμάται την 1η Οκτωβρίου, ημέρα της εορτής της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, ημερομηνία που παλαιότερα συνέπιπτε με την εορτή της Αγίας Σκέπης, ενισχύοντας τον συμβολισμό της προστασίας του ελληνικού έθνους.









spot_img

Ροή ειδήσεων







spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ