Χωρίς εθνική ομοψυχία, δύσκολα μπορεί να υπάρχει συνειδητοποίηση της εθνικής αξίας, της ενότητας, της κοινωνικής συνοχής, του διαλόγου, της διατήρησης των εθνικών προτύπων και αξιών, του σεβασμού και της αξιοπρέπειας του άλλου, του διαφορετικού
Γιορτάζοντας μια εθνική επέτειο, όπως εκείνη του 1940, οι υγιείς πατριώτες Ελληνες σκέφτονται και αναπολούν τόσο τις συνθήκες και τις δυσχέρειες, κάτω από τις οποίες ζούσαν οι ένδοξοι πρόγονοί μας στους εθνικούς τους αγώνες, όσο και τις ψυχικές θυσίες και υπερβάσεις που έκαναν για να μπορούν, συν Θεώ, να έχουν και να διατηρούν την απαιτούμενη εθνική ομοψυχία, που τους οδηγούσε στις νίκες εναντίον κάθε μορφής δουλείας.
- Από τον Ηρακλή Ρεράκη*
Η διατήρηση ή η επανάκτηση της εθνικοθρησκευτικής τους ελευθερίας και της πολιτισμικής τους ταυτότητας υπήρξε και η προϋπόθεση και ο στόχος του αγώνα τους. Οταν διαβάζουμε, όμως, την Ιστορία, παρατηρούμε ότι κάποιοι από τους Ελληνες απελευθερώνονταν από τους κατακτητές τους, αλλά δεν είχαν απελευθερωθεί από τα πάθη τους. Ετσι, οι διενέξεις και τα αλληλοσυγκρουόμενα ιδεολογικά ή άλλα ατομικά συμφέροντα υπερίσχυαν και επικρατούσαν μερικές φορές, έναντι της ενότητας της πίστεως, που συνήθως ταυτιζόταν με την εθνική ενότητα.
Ο εξαίρετος Κυβερνήτης των Ελλήνων Ιωάννης Καποδίστριας έγραφε ότι «οι Ελληνες, ηνωμένοι, διά της εις Χριστόν και εις την Αγία του Εκκλησία σταθεράς πίστεώς των…, υποστάντες την οθωμανική δυναστεία, υπό μόνην την σκέπην της Εκκλησίας των διεσώθησαν». Ωστόσο, όπως οι νίκες απαιτούν θυσίες και, όπως «τα αγαθά κόποις κτώνται», έτσι και ο ελεύθερος και ανεξάρτητος βίος χρειάζεται θυσίες για να διατηρηθεί.
Στις μέρες μας, που ο ατομικισμός υπερτερεί και βασιλεύει έναντι της συλλογικότητας, βλέπουμε, από τη μια, να επικρατούν κάποιες ιδεοληψίες, που δεν ευνοούν την εθνική ομοψυχία και, από την άλλη, να υπερισχύει η παράχρηση του λογικού και του αυτεξούσιου και να οδηγείται ένα κομμάτι της πολιτικής ηγεσίας και μαζί του ένα κομμάτι του λαού, που εύκολα μετατρέπεται σε οπαδούς και όχλο, σε μια εμπόλεμη κατάσταση, που ευνοεί τον διχασμό και αποτελεί απειλή για την εθνική ενότητα, που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος. Και αυτό, γιατί, αρκετές φορές, αλλά φυσικά όχι πάντα, δεν υπάρχει η διάθεση της θυσίας και της ανιδιοτελούς αγάπης, που νικά τον εγωισμό και όλα τα άλλα πάθη. Ετσι, χωρίς εθνική ομοψυχία, δύσκολα μπορεί να υπάρχει συνειδητοποίηση της εθνικής αξίας της ενότητας, της κοινωνικής συνοχής, του διαλόγου, της διατήρησης των εθνικών προτύπων και αξιών, του σεβασμού και της αξιοπρέπειας του άλλου, του διαφορετικού.
Διχαστικοί διάλογοι
Παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό τους έντονους και διχαστικούς διαλόγους που διεξάγονται στο εθνικό Κοινοβούλιο, στους οποίους δίνεται η εντύπωση ότι η έννοια του ρόλου του διαλόγου και του Κοινοβουλίου δεν είναι από όλους συνειδητοποιημένη. Πολύ συχνά γίνεται διάλογος, όχι για να αναδειχθεί ο τελικός σκοπός ενός καλόπιστου και δημιουργικού διαλόγου, δηλαδή η αλήθεια, μέσα από μια κοινή, πολιτισμένη και δημιουργική διαβούλευση, αλλά για το ποιος θα βγει νικητής και θα συντρίψει τον άλλο, όχι με λογικά και δημοκρατικώς διατυπωμένα και στηριγμένα επιχειρήματα, αλλά με τη χρήση δολιοτήτων, συκοφαντιών, ψεύτικων ή παραπλανητικών επιχειρημάτων, προσβολών, ύβρεων, υποτιμήσεων και κυρίως με στάση λεκτική ή μη λεκτική ασέβειας έναντι του θεσμού του Κοινοβουλίου αλλά και του προσώπου των άλλων κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, οι οποίοι στην ουσία βρίσκονται εκεί, δημοκρατικά εκλεγμένοι από τους δικούς τους ψηφοφόρους, έχοντας εξουσιοδότηση να τον διακονούν και να στηρίζουν τα δίκαια αιτήματά τους, πνευματικά, επαγγελματικά ή οικονομικά.
Υπάρχει, βασικά, μερικές φορές, μια μορφή διαλόγου που δεν μοιάζει με δημοκρατικό διάλογο, καθώς βλέπουμε, ευτυχώς όχι από όλους, να μετατρέπεται ή να εκτρέπεται σε πόλεμο. Διάλογος δημοκρατικός σημαίνει όταν ο ένας θέτει τον δικό του λόγο δίπλα στον λόγο του άλλου, όταν οι δύο λόγοι προσπαθούν ειρηνικά, ψύχραιμα να συναντώνται, να ενώνονται σε έναν λόγο και αυτός να είναι ο λόγος της αλήθειας και της εθνικής ενότητας.
Παρεκτροπές
Αυτές οι παρεκτροπές δεν έχουν σχέση ούτε με την πνευματική κληρονομιά του λαού, που είναι η Ορθοδοξία, ούτε με την πολιτική και πολιτισμική παράδοση, που είναι η ελευθερία και η δημοκρατία. Ξεχωριστές παρεκτροπές και ασέβειες συμβαίνουν όταν κάποιοι προσπαθούν να κόψουν και να καταργήσουν τις πνευματικές, ηθικές και κοινωνικές ρίζες, αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού, που στηρίζονται και κατοχυρώνονται από το ελληνικό Σύνταγμα.
Το Σύνταγμά μας είναι ένα σύμβολο εθνικής ομοψυχίας, που εκφράζει τις πνευματικές ρίζες και πολιτισμικές αλήθειες του λαού και θεωρείται ιεροσυλία εναντίον του δημοκρατικού αισθήματος η προσπάθεια κάποιων πολιτικών, με ακραίες, ενίοτε, ιδεοληπτικές συμπεριφορές να προσπαθούν με μη δημοκρατικές διαδικασίες και με ασέβεια έναντι αυτού του δημοκρατικού συμβόλου εθνικής ενότητας που λέγεται Κοινοβούλιο να προσπαθούν να τις ψαλιδίζουν ή να τις ακυρώνουν.
Εχουν ιερό καθήκον και υποχρέωση, έναντι του εξουσιοδοτούντος λαού, να τις φυλάνε, να τις στηρίζουν, να τις διατηρούν και όχι να τις ξεπουλάνε, οδηγώντας σε αξιακή αναπηρία και τραυματική ορφάνια το Κοινοβούλιο. Αυτά μας δίδαξαν εκείνοι που πάλεψαν ή έχυσαν το αίμα τους, για να τις έχουμε και να ζούμε μ’ αυτά.
Πίστη και πατρίδα
Για τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό «η πατρίδα και η πίστις» αποτελούν το «ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης», ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης, με τον ποιητικό του συμβολισμό, διαπιστώνει αυτά που έχει και βιώνει κάθε Ελληνας βαθιά μέσα στην ψυχή του: «Μνήμη του λαού μου, που σε λένε Πίνδο και Αθως».
Ο Φώτης Κόντογλου, επίσης, στο βιβλίο του «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», αναφέρει: «Η ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη. Η σκλαβιά, που έσπρωξε τους Ελληνες να ξεσηκωθούν καταπάνω στον Τούρκο, δεν ήταν μονάχα η στέρηση και η κακοπάθηση του κόσμου, αλλά, πάνω από όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει την πίστη τους, για να γίνουν μωχαμετάνοι. Για τούτο πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα και η λευτεριά που ποθούσαν δεν ήταν μονάχα η λευτεριά που ποθούν όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά, να φυλάξουν την αγιασμένη πίστη τους, που με αυτήν ελπίζανε να σώσουν την ψυχή τους».
Γέννημα αρετής
Πράγματι η ψυχική ελευθερία είναι γέννημα αρετής, που θεμελιώνεται, πρωταρχικά, στην αληθινή πίστη προς τον Θεό και, έπειτα, στη μεγάλη και αληθινή αγάπη προς την πατρίδα. Είναι χαρίσματα εσωτερικά, που, κατά τον Δ. Σολωμό, εξυψώνουν την ανθρώπινη φύση. Αφετηρία του εθνικού μας ποιητή ήταν πάντα η πίστη, η ηθική και ο πατριωτισμός, καθώς ήταν βέβαιος ότι η Ελλάδα δεν θα αναστηθεί μόνο με την επανάσταση των όπλων, εάν δεν επαναστατήσουν, ταυτόχρονα, οι συνειδήσεις και οι ψυχές. Μεγάλη αξία και σημασία έχει, για τον Σολωμό, να είναι κανείς ελεύθερος και εξωτερικά και εσωτερικά.
Ομως, όταν οι άνθρωποι είναι εσωτερικά ελεύθεροι, ακόμη κι αν είναι υποδουλωμένοι, ως έθνος, σε κάποιο εξωτερικό τύραννο, διατηρούν υπαρξιακά τη δύναμη και τη χαρά της ελευθερίας, ως βιώματος, όπως φαίνεται στον στίχο του ποιητή: «Εστεκε στο μισημένο το ζυγό μ’ αραθυμιά, το ποδάρι είχε δεμένο, αλλά ελεύθερη καρδιά». Πίστευε ακόμη ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή για να φτάσει στην ελευθερία, από την αρετή και τη θυσία, όπως αναφέρει στον Υμνο του στην Ελευθερία, όπου καλεί τους Ελληνες να προσπαθούν να θυσιάσουν το «εγώ», που κλείνει τον άνθρωπο στη δουλεία των παθών του εαυτού, προς το «εμείς», που ανοίγει τους ορίζοντες προς την απελευθέρωση από κάθε μορφής αγκυλώσεις, που τον εγκλωβίζουν.
Ο Οδυσσέας Ελύτης συμπληρώνει ότι αυτά τα χαρίσματα οδηγούν προς τα άνω την ανθρώπινη φύση, για να φρονεί τα υψηλά, προς ευαρέστηση του Δημιουργού: «Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός»!
* Καθηγητής Παιδαγωγικής ΑΠΘ, πρόεδρος της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων

