Ο βίος και η σπουδαία δράση της ιδρύτριας και πρώτης ηγουμένης του κοινοβίου μοναζουσών στη Σίψα, Ακυλίνας
Το θεάρεστο έργο και η προσωπικότητα της γερόντισσας Ακυλίνας, που με τον βίο της κόσμησε τον ορθόδοξο μοναχισμό, ήρθαν και πάλι στην επικαιρότητα, με αφορμή την τέλεση -πριν από λίγες ημέρες- ετήσιου μνημόσυνου από τον Μητροπολίτη Δράμας κ. Δωρόθεο.
- Από τον Σωτήρη Λετσιο
Το μνημόσυνο τελέστηκε στην Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος στη Σίψα, κοντά στη Δράμα, αφού -ως γνωστόν- η γερόντισσα Ακυλίνα ήταν η ιδρύτρια και η πρώτη ηγουμένη του κοινοβίου των μοναζουσών στη Σίψα. Χάρη στις πρωτοβουλίες και την προνοητικότητά της Ακυλίνας -την οποία ο Οσιος Παΐσιος αποκαλούσε «γερόντισσα γεροντισσών»- τέθηκαν οι βάσεις ώστε να συγκροτηθεί σε σταθερές βάσεις η σημερινή αδελφότητα που εγκαταβιεί μόνιμα σε αυτό το μοναστήρι.
Η γερόντισσα Ακυλίνα γεννήθηκε στα Θείρα της Σμύρνης στις 23 Απριλίου 1921 και βαπτίστηκε με το όνομα Ερασμία. Γονείς ήταν ο Γεώργιος και η Ευτυχία Παρμαξίδου. Μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικρασίας και αφού επτά συγγενικά της πρόσωπα δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους ήρθε μαζί με τους γονείς της στην Ελλάδα και μετά την παρέλευση κάποιων μηνών εγκαταστάθηκαν στη Δράμα. Ηδη από μικρή ηλικία άρχισε να εκδηλώνει την αγάπη της προς τον εκκλησιαστικό βίο, ενώ στα 13 της χρόνια εξέπληξε την οικογένειά της, ανακοινώνοντας πως δεν σκόπευε να παντρευτεί, αλλά ήταν αποφασισμένη να αφιερωθεί ακόμα περισσότερο στον Θεό με προσευχή και προσφορά στον συνάνθρωπο.
Πολύτιμη αρωγός στο πλευρό της στάθηκε η μητέρα της, με την οποία οδοιπορώντας ανέβηκαν στο χωριό Σίψα (σημερινή ονομασία Ταξιάρχες) για να επισκεφτούν το καινούργιο μοναστήρι της Θείας Αναλήψεως του Σωτήρος. Εκεί συνάντησαν τον Οσιο γέροντα Γεώργιο τον εν Δράμα, τον κτήτορα και ιδρυτή της Μονής Αναλήψεως. Ο Γεώργιος την αντιμετώπισε με αγάπη και την ενθάρρυνε να ακολουθήσει τον δρόμο της ιερής διακονίας. Την αποκάλεσε μάλιστα «Μάνα Ερασμία» και της ανέθεσε καθήκοντα στο αναλόγιο της μονής. Φρόντισε επίσης να αποκτήσει αυτή και τις απαραίτητες γνώσεις ψαλτικής.
Η κατοχή
Η έναρξη της γερμανικής κατοχής βρίσκει την Ακυλίνα να έχει μετακομίσει οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Οι κακουχίες και το τυραννικό καθεστώς διόλου δεν μείωσαν την πίστη της στον Θεό. Χωρίς να χάσει το ηθικό της εργάστηκε ακαταπόνητα για την οργάνωση των συσσιτίων στην περιοχή του Λαγκαδά, ενώ επίσης φρόντισε και για την οργάνωση τροφοδοσίας των Ελλήνων αιχμαλώτων στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά». Στην περίοδο εκείνη ανάγεται η γνωριμία της με τον έγκλειστο εκεί Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο.

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδοτεί την επιστροφή της στη Δράμα, όπου εκεί δραστηριοποιήθηκε εκ νέου στην προσφορά αλληλεγγύης στους απόρους και συγχρόνως συμμετείχε ενεργά στην κατήχηση των κοριτσιών της πόλης. Μεταξύ των υπόλοιπων δραστηριοτήτων της εκείνα τα χρόνια ήταν η ίδρυση αδελφότητας από μια ομάδα νέων γυναικών, τα μέλη της οποίας προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα απαραίτητα χρήματα προκειμένου να καταστεί δυνατή η ίδρυση μοναστηριού.
Είχε φθάσει όμως η στιγμή οι κόποι και οι θυσίες της -ακόμη τότε καλούμενης- Ερασμίας να ευοδωθούν. Επειτα από αρρώστιες, δοκιμασίες, απογοητεύσεις αλλά και την εχθρική συμπεριφορά που γνώρισε από ανθρώπους, που κάποτε στέκονταν στο πλευρό της, αποδέχθηκε τη στέγαση της αδελφότητας στο μοναστήρι της Σίψας έπειτα από προτροπή της μοναχής Αννας Μακκαβαίου, την οποία είχε κάνει μεγαλόσχημη ο Οσιος Γεώργιος. Στις 25 Μαρτίου 1970, κατόπιν προτροπής του Μητροπολίτη Δράμας Διονύσιου, επισκέφτηκε με την αδελφότητά της την εγκαταλειμμένη για έντεκα χρόνια Ιερά Μονή της Θείας Αναλήψεως, ενώ στις 17 Ιουλίου 1970 εκάρη μοναχή και έλαβε το όνομα Ακυλίνα.
Δίχως να χάσουν χρόνο η αδελφότητα των μοναχών και η Ακυλίνα άρχισαν τις εργασίες για την ανακαίνιση του μοναστηριού. Επί έξι συνεχείς μήνες συνεπικουρούσαν σε καθημερινή βάση τη δουλειά των εργατών και όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες τελέστηκαν τα εγκαίνια της μονής στις 25 Απριλίου του 1971 από τον Μητροπολίτη Δράμας Διονύσιο. Η αρχή είχε γίνει και τα αμέσως επόμενα χρόνια χτίστηκαν ο ναός της Υπαπαντής του Σωτήρος και της Υπεραγίας Θεοτόκου -το καθολικό της μονής-, ο ναΐσκος της Αγίας Ακυλίνας, το ηγουμενείο, η βιβλιοθήκη, νοσοκομείο, ενώ στο ισόγειο του μοναστικού συγκροτήματος στεγάστηκαν τα εργαστήρια των μοναζουσών, όπως και οι βοηθητικοί χώροι.
«Χερουβείμ με χρυσά φτερά»
Σε όλο τον βίο της η γερόντισσα Ακυλίνα, την οποία ο Οσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης είχε αποκαλέσει «Χερουβείμ με χρυσά φτερά», στάθηκε αρωγός και άοκνος συμπαραστάτης σε όσους προσέτρεχαν σε αυτή ζητώντας την υλική και πνευματική της βοήθεια. Αφιερώθηκε στη θεία προσευχή και δεν έπαψε στιγμή να εμπνέει τον σεβασμό και την αγάπη των πιστών, ενώ ήταν αναγνωρισμένη από όλους για το προορατικό και διορατικό της χάρισμα, που της είχε προσφέρει ο Θεός.
Λίγο καιρό πριν από την εκδημία της είχε την ευλογία και τη χαρά να προσκυνήσει την τίμια κάρα του Οσίου Γεωργίου κατά την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων. Εκλεισε τα μάτια της και η ψυχή της φτερούγισε για την αγκαλιά του Κυρίου στις 16 Νοεμβρίου 2006. Στον απλό και απέριττο τάφο της γράφηκε το προερχόμενο από την Κλίμακα τού Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου: «Αγάπη Πνεύματος έλλαμψις, Αγάπη προφητείας χορηγός».


