Η εξαγορά της Piaggio Aerospace από τον τουρκικό αμυντικό όμιλο Baykar και η επικίνδυνη σιωπή του Μαξίμου για τη βιομηχανική «εισβολή» της Αγκυρας στην Ε.Ε.
Σοβαρές διαφωνίες και βαρύ κλίμα -στα όρια της διπλωματικής κρίσης- επικρατούν στις επαφές των κυβερνήσεων και των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Ιταλίας μετά την απόφαση της Ρώμης να εγκρίνει, οριστικά και μετ’ επαίνων, την εξαγορά της αεροναυπηγικής εταιρίας Piaggio Aerospace από τον τουρκικό αμυντικό-τεχνολογικό όμιλο Baykar.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η αλλαγή ιδιοκτησίας αποτελεί μέγιστο πλήγμα για την ελληνική εθνική άμυνα, καθώς η Piaggio, μεταξύ άλλων, είναι κατασκευάστρια -σε συνεργασία με την αμερικανική Pratt & Whitney- σημαντικών τμημάτων του μαχητικού F-35, ενώ συνεργάζεται και με άλλες κορυφαίες εταιρίες των ΗΠΑ και του Καναδά. Ο δε όμιλος Baykar αποτελεί πρωτοπόρο της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας με πλέον αναγνωρίσιμη επιτυχία του τα μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV) Bayraktar, ενώ, στο εξής, θα έχει τη δυνατότητα συνεργειών με τα, επίσης πρωτοποριακά, UAV της Piaggio.
Ταυτόχρονα, η Αγκυρα, ελέγχοντας μια σοβαρή εταιρία κράτους-μέλους της Ε.Ε., αποκτά ντε φάκτο πρόσβαση στον πυρήνα της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Το βήμα αυτό γίνεται σε μια περίοδο κατά την οποία (λόγω της κρίσης στην Ουκρανία και της σταδιακής απαγκίστρωσης των ΗΠΑ από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις) η αμυντική παραγωγή των κρατών-μελών θα αναπτυχθεί με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (πρόγραμμα EDIP, πρωτοβουλία ReArm Europe/Readiness 2030, Κανονισμός SAFE).
Η ταχεία δράση της Αγκυρας ξεπέρασε, κατά πολύ, τις -καθυστερημένες και ανεπαρκείς- αποτρεπτικές ενέργειες της ελληνικής πλευράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις προ εβδομάδος, στην ομιλία του στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στη Βαλένθια, ο κ. Μητσοτάκης επεσήμανε, μόνον έμμεσα, ότι «πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όταν συνάπτουμε στρατηγικές εταιρικές σχέσεις με παράγοντες εκτός Ε.Ε.». Δεν αποτόλμησε καν να κατονομάσει την Τουρκία και, πέραν του ευχολογίου και της «πρεπολογίας», απέφυγε την ανάληψη πρωτοβουλίας συσπείρωσης των μελών του ΕΛΚ (και των αντίστοιχων κυβερνήσεων που στηρίζουν) έναντι της ιδιότυπης οικονομικής-βιομηχανικής «εισβολής» της Τουρκίας.
Η αποτυχία του Μεγάρου Μαξίμου και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις, αν ληφθεί υπόψη η -πλήρως επιβεβαιωμένη- πληροφορία ότι το θέμα της εξαγοράς της Piaggio ήταν γνωστό στην κυβέρνηση, τουλάχιστον, από πέρυσι το φθινόπωρο. Είχε συζητηθεί ήδη κατά τις πρώτες διπλωματικές συνεννοήσεις για τη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Ιταλίας και τον προγραμματισμό συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με την ομόλογό του, Τζ. Μελόνι, πριν από τα τέλη του 2024.
Ομως, όπως και σε άλλα θέματα που σχετίζονται με την Αγκυρα, η κυβέρνηση ολιγώρησε. Ενδεχομένως, υπό την ανησυχία ότι η αντίδρασή της στη σύμπραξη Piaggio – Baykar θα ήταν ασυμβίβαστη με το πλαίσιο του (εξόχως απαραίτητου, αλλά όχι με την παρούσα μορφή του) ελληνοτουρκικού διαλόγου. Πάντως, είναι απόλυτα διασταυρωμένο ότι, τους περασμένους μήνες, η ιταλική πλευρά επιδίωξε να προκαλέσει σύγχυση. Υποστήριζε ότι οι συνομιλίες με την Baykar αφορούσαν άλλον κλάδο της Piaggio με περιορισμένες τεχνολογικές δυνατότητες και δραστηριότητα μόνον στην πολιτική αεροπορία και όχι σε αμυντικά συστήματα. Οταν μάλιστα η προετοιμαζόμενη επιχειρηματική συμφωνία βρισκόταν κοντά στην οριστικοποίησή της, η παραπλάνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη έφτασε σε ακραίο βαθμό με διαβεβαιώσεις πως η Baykar δεν συνδέεται με το τουρκικό κράτος.
Είναι, βέβαια, πασίγνωστο πως κύριος πελάτης της Baykar είναι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και ότι πρόεδρος και μέτοχος του ομίλου είναι ο Σελτσούκ Μπαϊρακτάρ, γαμπρός του ίδιου του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν. Μαζί με τον αδερφό του, Χαλούκ Μπαϊρακτάρ, που είναι διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε πλήθος αμυντικών προγραμμάτων της Τουρκίας και θεωρούνται αρχιτέκτονες των εξαγωγών σε πολλές χώρες, ανά τον κόσμο, ενισχύοντας την επιρροή της Αγκυρας. Με αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν, πώς και μέχρι ποιον βαθμό θα μπορούσε η Ελλάδα να παρέμβει, εκ των υστέρων, επικαλούμενη παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Ειδικά, με βάση τον Κανονισμό 2019/452, που βρίσκεται μάλιστα σε φάση αναθεώρησης και αυστηροποίησης, για τις άμεσες ξένες επενδύσεις σε χώρες-μέλη της Ε.Ε. Επιπλέον, η Τουρκία δεν έχει υπογράψει συμφωνία ασφάλειας και άμυνας με την Ε.Ε. και η εσωτερική και εξωτερική πολιτική της απέχουν πολύ από τις στοιχειώδεις απαιτήσεις των Βρυξελλών. Μια διέξοδος -η μοναδική ίσως που απομένει- είναι να τεθεί το θέμα από την Αθήνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται, ωστόσο, για δύσβατη -διπλωματικά και νομικά- πορεία, αν υποτεθεί ότι ο κ. Μητσοτάκης και η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, θα διακινδύνευαν ποτέ την αντιπαράθεση με ένα τόσο σημαντικό μέλος της Ε.Ε., όπως η Ιταλία.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.