Χωρίς στάλα ιδεολογίας, ο Τσίπρας προσπαθεί να γεμίσει το κενό της αντιπολίτευσης και φιλοδοξεί να επανέλθει δίχως τα «βαρίδια» του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποτελέσει συνεννοήσιμη (για το σύστημα) εναλλακτική
Το σχέδιο επιστροφής Τσίπρα μπήκε κι επισήμως στις ράγες. Ο πρώτος και μοναδικός έως τώρα ηγέτης αριστερού κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα στην ακμή της πολιτικής «βασιλείας» του σχεδόν λατρευόταν από την πλειοψηφία, έχοντας προσωποποιήσει τις τελευταίες ελπίδες του κόσμου για αξιοπρέπεια και οικονομική απελευθέρωση από τον στρεβλό ζουρλομανδύα των Μνημονίων.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Η κορυφαία του στιγμή, το ιστορικό δημοψήφισμα, που άρχισε σαν μια μάχη ενός εναντίον όλων, για να καταλήξει συμβιβασμός τού ενός με όλους. Κι εν τέλει μια συνθηκολόγηση και ταπείνωση για έναν ολόκληρο λαό. Ο Τσίπρας ζητούσε το «όχι» απ’ την κάλπη, ο κόσμος τού το έδωσε, μάλιστα με μπόλικο αέρα στα πανιά του, κι ο τότε πρωθυπουργός τα ξεφούσκωσε μόνος του με κρότο. Μετά την αποχώρησή του απ’ το τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ και το Μακεδονικό, ο Τσίπρας συμβιβάστηκε με ένα προσωρινό «τέλος εποχής» και περίμενε τον χρόνο να λειτουργήσει υπέρ του. Τώρα θεωρεί πως ήρθε η στιγμή που ξαναγίνεται «απαραίτητος». Είναι έτσι;
Ο Τσίπρας βλέπει ότι υπάρχει μια μεγάλη τρύπα στην αντιπολίτευση και θεωρεί ότι είναι η ευκαιρία του να τη γεμίσει. Το πολιτικό κενό, όμως, δεν γεμίζει με πρόσωπα, γεμίζει με ουσία. Προς το παρόν δεν υπάρχει τίποτα το συγκεκριμένο. Στις προχθεσινές δηλώσεις του δεν ανιχνευόταν ούτε μια αχτίδα ιδεολογίας. Προτίθεται να μας ταξιδέψει «σε πιο όμορφες θάλασσες», διαπιστώνει τη «λεηλασία της πατρίδας μας από ένα καθεστώς γενικευμένης διαφθοράς» και προτρέπει «να πάρουμε το μέλλον στα χέρια μας». Μέσα από το περίφημο rebranding ο Τσίπρας ποντάρει σε μια αναζωπύρωση της φλόγας. Μόνο που στην ουσία το rebranding μπορεί να διαφημίστηκε, αλλά δεν έγινε ποτέ. Το μοναδικό ως τώρα επαναλανσάρισμα που έκανε ο Τσίπρας ήταν στο συνέδριο της «Καθημερινής» τον Μάρτιο 2024. Εκεί ήταν που επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του, αυτή τη φορά ως κάποιος που υποβάλλει διαπιστευτήρια υπακοής σε ένα σαθρό σύστημα μπας και τον αξιοποιήσει μελλοντικά.
Ξέπλυνε το σκάνδαλο Novartis, σχεδόν ζήτησε συγγνώμη για τις τηλεοπτικές άδειες, αναίρεσε πλήρως τις πολιτικές του και τον εαυτό του. Ο «νέος» Τσίπρας βλέπει κυνικά την πολιτική έρημο στη χώρα και υπολογίζει με όρους αγοράς ποιοι μπορεί να πειστούν να καταναλώσουν το προϊόν του. Ποιο είναι, όμως, το εκλογικό ταβάνι που θέτει; Ποντάρει, και πιθανότατα σωστά, ότι θα λάβει μεγάλη στήριξη από τους ψηφοφόρους της Αριστεράς – Κεντροαριστεράς, δηλαδή από Ανδρουλάκη κι αριστερότερα. Τον νεκροζώντανο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς το ’χει σίγουρο ότι θα τον εξαερώσει εκλογικά. Ενα τέτοιο ποσοστό τον καθίζει μεν στο τραπέζι αλλά όχι στην κεφαλή. Για να πρωταγωνιστήσει χρειάζεται ψήφους κι από κλασικούς κεντρώους, όπως και κεντροδεξιούς. Σε αυτούς έκλεισε το μάτι ήδη στις αρχές Σεπτεμβρίου με μια γενικόλογη αναφορά, όταν είπε πως «αυτό που έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή η πατρίδα είναι ένας νέος πατριωτισμός».
Αυτή τη φορά ο Τσίπρας δεν ορμάει στην πολιτική σκηνή καβάλα στο κύμα του κόσμου, όπως από το 2012 και μετά. Δεν υπάρχουν Μνημόνια, τρόικα, Μέρκελ, ούτε και πλήθη να φωνάζουν «φέρτε μας πίσω τον Αλέξη». Η επιστροφή του δεν είναι αναγκαιότητα, όπως ήταν η ανατρεπτική εφόρμησή του προς την εξουσία πριν από 13 χρόνια. Τώρα ποντάρει περισσότερο στην απελπισία των ψηφοφόρων από την έλλειψη εναλλακτικής, λόγω μιας απονεκρωμένης αντιπολίτευσης από το Κέντρο και αριστερότερα. Ο τωρινός Τσίπρας, έχοντας προφανώς διασφαλίσει χρηματοδότηση και «πάτρωνες», φιλοδοξεί να επανέλθει χωρίς τα «βαρίδια» του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποτελέσει μια συνεννοήσιμη για το σύστημα εναλλακτική του Μητσοτάκη. Ενός συστήματος που, απ’ ό,τι φαίνεται, μεγάλο κομμάτι του βαρέθηκε τον Κυριάκο και δεν θέλει να τον στηρίζει άλλο. Αλλωστε, ο σημερινός πρωθυπουργός τούς παρέδωσε ήδη όλα όσα ήθελαν και δεν υπάρχει πια λόγος να τον κρατάνε στον ρόλο του εργολάβου.
Το βασικό πρόβλημα του Τσίπρα, όμως, είναι ότι τα λάθη της εποχής που κυβερνούσε δεν μπορούν να αποδοθούν σε άλλους. Θα κουραστεί πολύ για να παραμερίσει τα βατερλό του ως πρώην πρωθυπουργού, αφού πάντα αυτός είχε τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις. Από την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης -ο Μητσοτάκης έχει την πονηριά να απομυζά τον κόσμο ακόμα πιο αλύπητα, αλλά έμμεσα, μέσω της πατέντας του ΦΠΑ- ως τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο Τσίπρας επανέρχεται, λοιπόν, για να γεμίσει την τρύπα στο πολιτικό σκηνικό. Βλέπουμε την τρύπα, βλέπουμε το πρόσωπο, δεν βλέπουμε, όμως, το περιεχόμενο.
Ακόμη περιμένουμε το στίγμα του. Οσα μας είπε ως τώρα ήταν γενικόλογα. Θα τα συγκεκριμενοποιήσει όπως αυτός κρίνει. Ανεξάρτητα από την επιτυχία ή όχι του νέου κόμματος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η παρουσία του θα σπάσει την πλήξη σε έναν ολόκληρο χώρο που πορεύεται υπνωτισμένος προς νέες εκλογικές συντριβές, αφού ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ κι άλλες… προοδευτικές δυνάμεις εξακολουθούν να μοιάζουν καθηλωμένες και να μην εμπνέουν.
Ηδη το σύστημα Μητσοτάκη «τσίμπησε» αμέσως και τα τελευταία 24ωρα ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τον πρώην πρωθυπουργό και τις επιδιώξεις του. Τουλάχιστον, έτσι υπάρχει μια ελπίδα να φύγει η βαρεμάρα στις κουραστικές κι αντιτουριστικές μάχες κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, ειδικά της αριστερόστροφης. Οσο για την κανονική ελπίδα που θα βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο;
Ακόμα αναζητείται…
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ
Πρώην πρωθυπουργός
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο, όπου έκανε και το μεταπτυχιακό του. Οργανώθηκε στην ΚΝΕ το 1988 και αποχώρησε το 1991. Το 1999-2003 ήταν γραμματέας στη Νεολαία Συνασπισμού και το 2006 έθεσε υποψηφιότητα για τον Δήμο Αθηναίων, λαμβάνοντας ποσοστό 10,5%. Το 2008 αναδείχθηκε νέος πρόεδρος του ΣΥΝ σε ηλικία 33 ετών. Τον Ιανουάριο 2015 εξελέγη πρωθυπουργός κι επανεξελέγη, έχοντας προηγηθεί το δημοψήφισμα, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Τον Ιούλιο 2019, μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, ηττήθηκε με ποσοστό 31,5% από τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στις εκλογές του Ιουνίου 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ξανά δεύτερο κόμμα με ποσοστό 17,8%, κάτω κι από το 20% του Μαΐου. Στις 29 Ιουνίου 2023 παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος και προχθές, 6 Οκτωβρίου 2025, από βουλευτής.