Τα άγνωστα παρασκήνια της «Ιθάκης» και η ομολογία μιας χαμένης μετάβασης
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της «Ιθάκης» του Αλέξη Τσίπρα είναι εκείνο που φωτίζει την περίοδο 2019 με 2023.
Ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει την αποτυχημένη προσπάθεια επανεκκίνησης, την εκλογική κατάρρευση του Μαΐου του 2023, την ακόμη πιο δύσκολη αναμέτρηση του Ιουνίου και τελικά την προσωπική του απόφαση να φύγει από την ηγεσία. Παράλληλα, ανοίγει για πρώτη φορά τα χαρτιά του γύρω από την εκλογή Κασσελάκη και τις επιλογές που ο ίδιος έκανε πριν οδηγηθεί στην παραίτηση. Το κεφάλαιο φέρει τον συμβολικό τίτλο «Χαμένη ευκαιρία».
Σε αυτό το σημείο του βιβλίου ο Τσίπρας αποκαλύπτει δύο κρίσιες συζητήσεις: μία με την Έφη Αχτσιόγλου και μία με τον Αλέξη Χαρίτση. Και οι δύο, όπως γράφει, αρνήθηκαν τις προτάσεις του να αναλάβουν τα ηνία, οδηγώντας σε αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως «κρίση εμπιστοσύνης» για το μέλλον του κόμματος.
Ο Τσίπρας αναφέρει πως η απόφαση για αποχώρηση είχε ωριμάσει αμέσως μετά τις εκλογές του Μαΐου. Τις χαρακτηρίζει «βαριά πολιτική και προσωπική ήττα» και παραδέχεται ότι η επανεκκίνηση που επιχείρησε από το 2019 δεν απέδωσε. Σε αυτό το κλίμα, και ενώ το αποτέλεσμα της κάλπης είχε σφραγίσει την υποχώρηση του κόμματος, ο σύμβουλός του Νίκος Μαραντζίδης τού είπε ωμά πως «είναι τελειωμένος».
Αυτή η διαπίστωση οδήγησε τον Τσίπρα στην ιδέα να γίνει «αλλαγή καπετάνιου εν πλω». Εξηγεί ότι είχε αποφασίσει να αποχωρήσει μετά τις εκλογές του Ιουνίου, όμως δεν ήθελε, όπως γράφει, «να φύγω αφήνοντας πίσω ένα κόμμα σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν που παρέλαβα».
Η πρόταση προς την Έφη Αχτσιόγλου
Η επιφυλακτικότητα που ο Τσίπρας ερμηνεύει ως πολιτικό υπολογισμό
Η πρώτη του κίνηση ήταν προς την Έφη Αχτσιόγλου, αμέσως μετά την ήττα του Μαΐου. Της ζήτησε να αναλάβει επικεφαλής της εκλογικής καμπάνιας για τις δεύτερες κάλπες, με τον ίδιο να μένει πρόεδρος και την ίδια να ηγείται της κοινοβουλευτικής ομάδας.
Ο Τσίπρας περιγράφει την αντίδρασή της ως αναπάντεχη. Τη χαρακτηρίζει «επιφυλακτική στα όρια της άρνησης» και σημειώνει πως τα επιχειρήματά της δεν τον έπεισαν. Η Αχτσιόγλου μίλησε για απροθυμία να βρεθεί ξαφνικά στην κορυφή, για προσωπικές δυσκολίες και για τον ρόλο της ως μητέρα μικρού παιδιού.
Εκείνος προσπάθησε να την μεταπείσει, διαβεβαιώνοντάς την ότι θα είχε απόλυτη κάλυψη και πως σε κάθε περίπτωση η πολιτική ευθύνη θα έμενε σε αυτόν. Παρά τη μακρά συζήτηση και τη διορία μιας ημέρας που ζήτησε η Αχτσιόγλου, η απάντησή της παρέμεινε αρνητική.
Λίγο αργότερα, ο Τσίπρας περνάει σε πιο αιχμηρή αποτίμηση: θεωρεί ότι η Αχτσιόγλου πίστεψε πως, παίρνοντας αποστάσεις από τον ίδιο, θα μπορούσε να εμφανιστεί ως «φρέσκια υποψηφιότητα» και να προσελκύσει ευρύτερη αποδοχή χωρίς τη δική του σκιά. Κατά τον Τσίπρα, ήταν λάθος εκτίμηση και οδήγησε στην «κρίση εμπιστοσύνης» που περιγράφει.
Η συζήτηση με τον Αλέξη Χαρίτση
Το δεύτερο «όχι» και το τέλος της ομαλής μετάβασης
Μετά και το αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου, ο Τσίπρας γράφει πως άφησε εσκεμμένα ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα στις δημόσιες δηλώσεις του, θέλοντας να εξασφαλίσει χρόνο για μια τελική απόφαση.
Η κρίσιμη συνάντηση με τον Αλέξη Χαρίτση έγινε στο Σούνιο. Ο Τσίπρας πίστευε ότι ο Χαρίτσης μπορούσε να συγκροτήσει την ευρύτερη δυνατή συναίνεση: «νέα γενιά», «τεχνοκρατικό προφίλ», «επιτυχημένη υπουργική θητεία». Του ανακοίνωσε ότι παραιτείται και τον προέτρεψε να είναι υποψήφιος για την ηγεσία.
Η αντίδραση, όπως περιγράφει, ήταν άμεσα αρνητική. Ο Χαρίτσης του είπε πως δεν νιώθει έτοιμος για ένα τέτοιο βάρος και του ζήτησε να παραμείνει.
Σε αυτό το σημείο ο Τσίπρας αναφέρει πως κατάλαβε ότι η «ομαλή μετάβαση» δεν ήταν εφικτή. Έτσι αποφάσισε να αποχωρήσει χωρίς να επιχειρήσει περαιτέρω διαχείριση της επόμενης μέρας. Το κόμμα, όπως γράφει, έπρεπε «να βρει μόνο του τον βηματισμό του».