Μέγας, θαρραλέος και πρωτοπόρος ο Σαββόπουλος

Δεν υπήρξε πτυχή της σύγχρονης Iστορίας μας που δεν άγγιξε

Στην αττική γη αναπαύεται από χθες ο μέγας, μόνος και ωραίος Διονύσης Σαββόπουλος. Μας άφησε το ίδιο ξαφνικά όπως μας ήρθε, το ’63-’64, από τη Θεσσαλονίκη. Πολλά γράφτηκαν κατά καιρούς,τώρα θα γραφτούν περισσότερα και θα γράφονται πάντα, αφού ο Διονύσης είναι ιστορικό και απόλυτα επιδραστικό πρόσωπο.

  • Από τον
    Δημήτρη Καπράνο

Ο Σαββόπουλος υπήρξε για εμένα ο μέγιστος, ο ύψιστος, ο μοναδικός, που μπόρεσε να μιλήσει στην ψυχή μου. Ναι, ο Χατζιδάκις με γλύκανε, ο Θεοδωράκης με ξεσήκωσε, τον Ξαρχάκο τον θαύμασα. Αλλά τον Διονύση τον λάτρεψα, τον πίστεψα, τον ακολούθησα! Ημουν σαν ένας από τους χιλιάδες μαθητές που τον πήραμε στο κατόπι και περιμέναμε την ευλογία του. Με τίμησε με τη φιλία του, μιλήσαμε πολλές φορές και για πολύ, ευλόγησε το παιδί και το εγγόνι μου. Οσο κι αν ακουστεί ιερόσυλο, πιστεύω ότι η ευλογία του έφτιαξε δύο υπέροχους ανθρώπους. Του χρωστώ τη νιότη, την εφηβεία, την ωριμότητα, την παρηγοριά στις δύσκολες ώρες μου. «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει».

Του χρωστώ την απέθαντη γοητεία που ασκούσαν τα τραγούδια του στο κοριτσομάνι, όταν, στα νεανικά μας πάρτι, όταν τέλειωναν οι χοροί, έπιανα την κιθάρα ή καθόμουν στο πιάνο και έλεγα «τώρα σας έχω στο χέρι». Κι αρκούσαν δυο νότες από το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη», για να αρχίσει το κυνήγι της ερωτικής ανατριχίλας. «Παίξε κι αυτό, παίξε και το άλλο». Κι έπαιζα από «Βιετνάμ γιε-γιε» μέχρι και τη «Ζωζώ», και λες και έκαναν μάγια τα λόγια και οι ήχοι. Κι όταν χτυπούσα την κιθάρα για να βγουν οι «μάγοι» έβλεπα τα κορίτσια να χορεύουν σαν την Εσμεράλδα στην Παναγία των Παρισίων.

Δεν υπήρξε πτυχή της σύγχρονης Ιστορίας μας που δεν άγγιξε ο Διονύσης. Η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» είναι έπος. Ο «Μπάλλος» είναι η κραυγή της γκάιντας, που μας καλεί σε εγρήγορση. «Ερμος και βαρύς στο μονοπάτι, με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη». Χείμαρρος η ποίησή του, οργιώδη τα κρουστά και στακάτα τα τύμπανα αλαλάζοντα, μας ανέβαζαν σε κορφές που δεν είχαμε ξαναπατήσει.

Κι ύστερα «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», πάνω σε ζωναράδικο της Θράκης! Τι πιο επαναστατικό, πιο ξεσηκωτικό; Κι από κοντά «τι να τα κάνω τα τραγούδια σας», με τη Δόμνα Σαμίου! Η παράδοση αυτοπροσώπως! Αλλά κι εκείνη η «Μαύρη θάλασσα», με το άναρχο φλάουτο της Γαδέλη; Ποίημα στους αιθέρες! Πού να σταθείς και να μην πέσεις σε βαθιά περισυλλογή; Στο «Φορτηγό», που μας έδωσε μια απίθανη σφαλιάρα και μας είπε «κοιτάξτε, ρε, τι γίνεται γύρω σας»; Στον ήχο του Τζώνυ Λαμπίτσι και στα μπάσα του Ντάλα, που μας άρπαζαν από τον γιακά στα σκαλιά του Κύτταρου; Κι όταν αποφάσισε να βγάλει τραπεζάκια έξω, πλημμύρισε ο τόπος οσμή ευωδίας πνευματική!
Μνημείο αιώνιο το «Ζεϊμπέκικο» με τη Σωτηρία Μέλλου. Αρπακτικό! «Να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ» μας είπε και μας θύμισε ότι τους είχαμε προλάβει κι εμείς, αλλά δεν είχαμε προλάβει να τους διαβάσουμε λέξη προς λέξη! Και μας γνώρισε τον Χριστιανόπουλο, μας έβαλε σε χωρικά ύδατα που δεν είχαμε σκεφθεί ότι υπάρχουν!

Από το 1965, που τον πρωτοάκουσα, τον ακολούθησα παντού. Το «Φορτηγό» μπήκε και παρκάρισε στην ψυχή μου. Με την κιθάρα και τα τραγούδια του μεγάλωσε ο γιος μου. Του έπαιζα μια εισαγωγή και έβρισκε τα τραγούδια. Στα έξι του χρόνια ήταν δίπλα μου, στο Ολυμπιακό Στάδιο, και χειροκροτούσε τον Διονύση. Με τα τραγούδια του μεγάλωσε και η εγγονή μου. Η φωτογραφία της στην αγκαλιά του κοσμεί το σπίτι. Τρεις γενιές μεγαλώσαμε μαζί του. Και θα ‘ρθουν κι άλλες. Οταν εκτιμηθούν το έργο και η προσφορά του στην ελληνική κουλτούρα, ίσως αρχίσει να διδάσκεται στα σχολεία. Μπορεί και να του αφιερώσουν κάποιες αίθουσές τους τα απανταχού της χώρας ωδεία.

Κι όταν έκανε τον «Παλιάτσο και τον ληστή», που τον είχαμε ακούσει με τον Ντίλαν και τον Χέντριξ, είπαμε: «Να το το ελληνικό ροκΚαι πέσαμε με τα μούτρα να τον μελετήσουμε, να τον αποκρυπτογραφήσουμε.

Δεν υπήρξε ποτέ λιγόψυχος ο Διονύσης. Σκέφτηκε κανείς πόσο θάρρος χρειαζόταν, στα χρόνια του Κοσκωτά, να βγει και να γράψει το «Μητσοτάκ»; Το «Κούρεμα» δεν ήταν, όπως το χαρακτήρισαν πολλοί, «ενδοτικό». Ηταν ένα απολύτως θαρραλέο μήνυμα, σαν εκείνα που και στη συνέχεια εξέπεμψε, αδιαφορώντας για το τι θα του έψελναν πρώην «σύντροφοι» και συνοδοιπόροι.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν έφυγε πλήρης ημερών. Πλήρεις, όμως, άφησε όλους εμάς, αλλά και όσους θα έλθουν, που θα τον μνημονεύουν εσαεί. Ναι, το ομολογώ: ούτε για τον πατέρα μου δεν έχω κλάψει όπως έκλαψα τον Διονύση!








Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων









spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ